Ο απόλυτος προσανατολισμός της οικονομικής και ιδιαίτερα της δημοσιονομικής πολιτικής προς την απόκτηση επενδυτικής βαθμίδας για τα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου θα πρέπει να αποτελέσει αδιαπραγμάτευτο εθνικό στόχο, καθώς η επίτευξή του θα έχει ευεργετικές επιδράσεις σε όλους τους τομείς της ελληνικής οικονομίας, σημείωσε ο διοικητής της ΤτΕ Γ. Στουρνάρας.
Σε ομιλία του στο Ελληνογερμανικό Επιμελητήριο, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος τόνισε πως «η ελληνική οικονομία βρίσκεται πια πολύ κοντά στο στόχο αυτό. Πρόσφατα, και ο οίκος αξιολόγησης “Fitch Ratings” αναβάθμισε τη χώρα, τοποθετώντας την ένα μόλις “σκαλοπάτι” πριν την επενδυτική βαθμίδα. Επρόκειτο για την τρίτη αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας κατά το τελευταίο έτος. Πλέον, τρεις από τους τέσσερις οίκους που είναι επιλέξιμοι από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχουν τοποθετήσει τη χώρα στο κατώφλι της επενδυτικής βαθμίδας. Δεδομένου μάλιστα ότι το 2023 είναι έτος εθνικών εκλογών, απαιτείται σύμπλευση και συνεννόηση των πολιτικών δυνάμεων, ώστε να υλοποιηθούν οι βασικές δεσμεύσεις της οικονομικής πολιτικής και να διαφυλαχθούν όσα έχει επιτύχει η ελληνική οικονομία την τελευταία δεκαετία».
Αξιοσημείωτη η πρόοδος της ελληνικής οικονομίας
Ο κ. Στουρνάρας σημείωσε πως η ελληνική οικονομία, κατά κοινή ομολογία, έχει σημειώσει αξιοσημείωτη πρόοδο μετά τη μεγάλη κρίση χρέους της προηγούμενης δεκαετίας. Ιδιαιτέρως, μάλιστα, αν ανακαλέσουμε στην μνήμη μας ότι τόσο το 2012 όσο και το 2015 το σενάριο ότι η Ελλάδα δεν θα καταφέρει να παραμείνει στην ευρωζώνη ήταν πολύ δημοφιλές στις αγορές. Σήμερα οι επιδόσεις της ξεπερνούν αυτές του μέσου όρου της ζώνης του ευρώ.
Επιτυγχάνει, δηλαδή, ισχυρή μεγέθυνση της οικονομίας της, πραγματική σύγκλιση του επιπέδου ευημερίας της, εφαρμόζει διαρκώς μεταρρυθμίσεις σε πολλούς τομείς, πρωταγωνιστεί στη διαμόρφωση αποφάσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, έχει εμπεδώσει την αξία της δημοσιονομικής υπευθυνότητας και αποπληρώνει το δημόσιο χρέος της, η δυναμική του οποίου θεωρείται βιώσιμη και ανθεκτική σε αρνητικές διαταραχές.
Με αυτό τον τρόπο, η χώρα έχει ανακτήσει μεγάλο μέρος της αξιοπιστίας της, πολλές φορές, μάλιστα, προβάλλοντας ως παράδειγμα αποτελεσματικότητας, όπως έχει δείξει η εμπειρία της απορρόφησης των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας».
Επισήμανε πως «βεβαίως υπάρχουν ακόμη χρονίζοντα διαρθρωτικά προβλήματα τα οποία ευθύνονται για τη σχετικά χαμηλή κατάταξη της χώρας στους διεθνείς δείκτες διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας παρά την πρόοδο των τελευταίων ετών, όπως για παράδειγμα, οι καθυστερήσεις στην απονομή της Δικαιοσύνης, η ανθεκτικότητα της γραφειοκρατίας σε ορισμένους ακόμα τομείς της Δημόσιας Διοίκησης, οι καθυστερήσεις στη δημιουργία εθνικού κτηματολογίου, η σχετικά μικρή συμμετοχή των γυναικών στο εργατικό δυναμικό, η έλλειψη εργατικών χεριών σε σημαντικούς κλάδους της οικονομίας (παράλληλα με υψηλό ποσοστό ανεργίας), η ανθεκτικότητα της φοροδιαφυγής, ορισμένα κενά στο λεγόμενο “τρίγωνο της γνώσης” (δημόσια εκπαίδευση- έρευνα- καινοτομία), που όμως συνυπάρχει με ένα πολύ υψηλού επιπέδου ακαδημαϊκό και ερευνητικό δυναμικό, και οι ολιγοπωλιακές συνθήκες σε συγκεκριμένες αγορές αγαθών και υπηρεσιών.
Ενώ σημείωσε ότι «σε γενικές γραμμές όμως, η αντιμετώπιση των περισσότερων από αυτές τις προκλήσεις έχει ήδη δρομολογηθεί, ενώ οι πλείστες όσες μεταρρυθμίσεις των προηγούμενων ετών έχουν διορθώσει σε σημαντικό βαθμό τις ατέλειες της ελληνικής οικονομίας, και ιδιαίτερα τα δημοσιονομικά προβλήματα, τα προβλήματα ανταγωνιστικότητας σε όρους σχετικού κόστους εργασίας και σε όρους σχετικών τιμών, τα προβλήματα του ασφαλιστικού συστήματος και τα προβλήματα του ισολογισμού των ελληνικών τραπεζών».
«Στο σημερινό δυσμενές οικονομικό περιβάλλον, όπως έχει διαμορφωθεί με την ενεργειακή κρίση και την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, η ελληνική οικονομία εκτιμάται ότι συνέχισε να αναπτύσσεται με υψηλό ρυθμό το 2022, κοντά στο 6%, σε συνέχεια του επίσης πολύ υψηλού ρυθμού το 2021 (8,4%), τροφοδοτούμενη από την ιδιωτική κατανάλωση, τις επενδύσεις και τη μεγάλη άνοδο του τουρισμού και των εσόδων από τη ναυτιλία», σημείωσε επίσης ο διοικητής της ΤτΕ.
Υπογράμμισε ότι «σε αυτό συνέβαλαν βεβαίως και τα μέτρα στήριξης για την ανάσχεση των επιπτώσεων της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης στα νοικοκυριά και στις επιχειρήσεις. Ωστόσο, η αύξηση των τιμών της ενέργειας, η αύξηση των τιμών των ειδών διατροφής, καθώς και η προσαρμογή της νομισματικής πολιτικής σε πιο περιοριστική κατεύθυνση, αναμένεται να οδηγήσουν σε πιο αργό ρυθμό μεγέθυνσης το 2023, κοντά στο 1,5%».
Ωστόσο ο κ. Στουρνάρας ανέφερε: «Όμως, η αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων του μακροπρόθεσμου προϋπολογισμού της ΕΕ 2021-2027 και του ευρωπαϊκού μέσου ανάκαμψης NextGenerationEU δύναται να μετριάσει τις αρνητικές επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης και της σύσφιγξης της νομισματικής πολιτικής στην οικονομία, οδηγώντας μεσοπρόθεσμα σε ρυθμούς ανάπτυξης κοντά στο 3% το 2024 και το 2025.
Ειδικότερα, οι επενδύσεις αναμένεται να αυξηθούν με πολύ υψηλούς ρυθμούς καθ’ όλη την περίοδο 2023-2025, 10% κατά μέσο όρο, υποστηριζόμενες από τη διατήρηση επαρκούς ρευστότητας στον τραπεζικό τομέα και από την αξιοποίηση των διαθέσιμων ευρωπαϊκών πόρων.
Τα επόμενα χρόνια η Ελλάδα θα λάβει στήριξη ύψους 40 δισ. ευρώ περίπου από το μακροπρόθεσμο προϋπολογισμό της ΕΕ 2021-2027 και 30 δισ. ευρώ από το Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας έως το 2026. Αυτοί οι πόροι εκτιμάται ότι θα προσελκύσουν επιπρόσθετα ιδιωτικά κεφάλαια. Ταυτόχρονα, αναμένεται η προσέλκυση αυξημένων ξένων άμεσων και έμμεσων επενδύσεων.
Οι εξαγωγές αγαθών επέδειξαν ανθεκτικότητα κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Μετά από αύξηση κατά 13,8% το 2021, εκτιμάται ότι το 2022 και το 2023 συνέχισαν και συνεχίζουν να αυξάνονται, αν και με αρκετά ηπιότερο ρυθμό, εξαιτίας της αναμενόμενης κάμψης της οικονομικής δραστηριότητας και της επιδείνωσης των προοπτικών στην ευρωζώνη και στην παγκόσμια οικονομία. Οι εξαγωγές υπηρεσιών εκτιμάται ότι ανέκαμψαν σε σημαντικό βαθμό το 2022 και θα κινηθούν ανοδικά και τα επόμενα έτη. Παράλληλα όμως, άνοδο αναμένεται να σημειώσουν και οι εισαγωγές καθ’ όλη την περίοδο 2023-2025, ως αποτέλεσμα της τόνωσης της εγχώριας ζήτησης, ιδίως των επενδύσεων.
Η σταδιακή αποκλιμάκωση της ανεργίας και η αύξηση του αριθμού των απασχολουμένων αναμένεται να συνεχιστούν την περίοδο 2023-2025, ως αποτέλεσμα της οικονομικής μεγέθυνσης, η οποία θα υποστηριχθεί από την υλοποίηση του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας».
Για την πορεία του πληθωρισμού, ο κ. Στουρνάρας ανέφερε πως «διαμορφώθηκε, όπως και στην υπόλοιπη ευρωζώνη, σε ιδιαίτερα υψηλό επίπεδο το 2022, συγκεκριμένα στο 9,3%, κυρίως λόγω της ανοδικής πορείας των τιμών των ενεργειακών αγαθών, αλλά και των ανατιμήσεων στα είδη διατροφής.
Για το 2023 και το 2024 αναμένεται σταδιακή αποκλιμάκωση, σε 5,8% και 3,6% αντιστοίχως, κυρίως λόγω της αναμενόμενης κάμψης των τιμών της ενέργειας και της αρνητικής επίδρασης της βάσης σύγκρισης. Ο υποκείμενος πληθωρισμός, δηλαδή ο πληθωρισμός που δεν περιλαμβάνει τις μεταβολές στις τιμές των ειδών διατροφής και της ενέργειας, διαμορφώθηκε στο 4,6% το 2022 και εκτιμάται ότι θα παραμείνει εξίσου υψηλός και το 2023, λόγω της ενσωμάτωσης έντονων πληθωριστικών πιέσεων από τις συνιστώσες των μη ενεργειακών βιομηχανικών αγαθών και των υπηρεσιών».
Θα υπάρξει αποκλιμάκωση του χρέους
Για το χρέος της γενικής κυβέρνησης σημείωσε πως «προβλέπεται να αποκλιμακωθεί από 169% του ΑΕΠ το 2022 σε 160% του ΑΕΠ το 2023, κυρίως λόγω της εκτιμώμενης αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ. Όσον αφορά τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους, η παρατηρούμενη αύξηση των αποδόσεων των ελληνικών τίτλων λόγω της σύσφιγξης της νομισματικής πολιτικής δεν ανακόπτει την πτωτική τροχιά του».
Και επισήμανε ότι «η ευνοϊκή σύνθεση του δημόσιου χρέους, που αποτελείται κατά περίπου 76% από μεσομακροπρόθεσμες υποχρεώσεις προς τον επίσημο τομέα, η εξαιρετικά ευνοϊκή διάρθρωση των αποπληρωμών, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί στο πλαίσιο των συμφωνιών με τους εταίρους της Ελλάδας και οι πράξεις αντιστάθμισης επιτοκιακού κινδύνου, καθιστούν το χρέος ουσιαστικά ανεπηρέαστο από τις αυξήσεις του κόστους χρηματοδότησης μεσοπρόθεσμα.
Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τις επικαιροποιημένες εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, παρά την παρατηρούμενη αύξηση των αποδόσεων των ελληνικών τίτλων, οι κίνδυνοι για τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους παραμένουν περιορισμένοι μεσοπρόθεσμα, υπό τις εξής βέβαια προϋποθέσεις:
Πρώτον, τα δημοσιονομικά μέτρα που έχουν ληφθεί στο πλαίσιο της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης παραμένουν στοχευμένα και έχουν προσωρινό χαρακτήρα.
Δεύτερον, η δημοσιονομική πολιτική επιστρέφει σε μόνιμα και διατηρήσιμα πρωτογενή πλεονάσματα από το 2023 και μετά, πλησιάζοντας το 2% του ΑΕΠ, ώστε να καλύπτονται πλήρως οι τόκοι του δημόσιου χρέους.
Τρίτον, αξιοποιούνται αποτελεσματικά όλοι ο διαθέσιμοι ευρωπαϊκοί πόροι, συμβάλλοντας καθοριστικά στην κάλυψη του επενδυτικού κενού και ενισχύοντας το δυνητικό ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας.
Ωστόσο, μακροπρόθεσμα, η αβεβαιότητα αυξάνεται καθώς η σταδιακή αναχρηματοδότηση του συσσωρευμένου χρέους προς τον επίσημο τομέα με όρους αγοράς θα αυξήσει την έκθεση του Ελληνικού Δημοσίου στον επιτοκιακό κίνδυνο και τον κίνδυνο αγοράς, γεγονός που εξαλείφει τα περιθώρια χαλάρωσης όσον αφορά το απαιτούμενο ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων.
Επομένως, η επόμενη δεκαετία αποτελεί μοναδικό παράθυρο ευκαιρίας για την ταχεία αποκλιμάκωση του ελληνικού δημόσιου χρέους αφού, παρά τις αυξημένες αποδόσεις των νέων εκδόσεων, μόνο ένα μικρό μερίδιο του χρέους αναμένεται να αναχρηματοδοτείται ετησίως με όρους αγοράς, ενώ σημαντικό μερίδιο των δανείων του επίσημου τομέα έχει αντισταθμιστεί έναντι του επιτοκιακού κινδύνου».