Μία από τις ψηλότερες θέσεις στην Ευρώπη στις επιδοτήσεις που δόθηκαν στους καταναλωτές για την αντιμετώπιση των υψηλών τιμών ενέργειας κατά τη διάρκεια της περασμένης χρονιάς καταλαμβάνει η Ελλάδα. Αυτό εντοπίζει έκθεση του ΑCER που παρουσιάστηκε στο πρόσφατο Eurogroup, όπου και διαφάνηκε πλέον ξεκάθαρα πως η Ευρώπη οδηγείται στο τέλος των οριζόντιων επιδοτήσεων.
Το συμβούλιο των Υπουργών Οικονομικών της ΕΕ έδωσε τη Δευτέρα το «σήμα» για το «σβήσιμο» ("fade out") των επιδοτήσεων, ρίχνοντας το βάρος αφενός στη μείωση της κατανάλωσης και στη διαφοροποίηση των προμηθειών και αφετέρου στη συνέχιση των επιδοτήσεων μόνο προς τους ευάλωτους καθώς διαπιστώθηκε πως δεν επιβεβαιώθηκαν τα χειρότερα σενάρια που είχαν καταγραφεί τους προηγούμενους μήνες για την πορεία των τιμών της ενέργειας αλλά και για την ενεργειακή ασφάλεια της ΕΕ.
Στο πλαίσιο αυτό, όπως σημείωσε ο πρόεδρος του Eurogroup, Πασκάλ Ντόναχιου, «Πρέπει να εξετάσουμε την ύπαρξη ενός επιπέδου δημοσιονομικής στήριξης που να αντικατοπτρίζει τις αλλαγές που αναμένουμε να συμβούν όσον αφορά την τιμή της ενέργειας και το γενικό επίπεδο του πληθωρισμού. Αυτό είναι σημαντικό προκειμένου να μειωθεί το συνολικό δημοσιονομικό κόστος και να επιτευχθεί μια κατάλληλη δημοσιονομική στάση, προστατεύοντας παράλληλα τους πιο ευάλωτους και διατηρώντας τα κίνητρα για την πράσινη μετάβαση». Αυτό θα είναι και το κεντρικό θέμα στην επόμενη συνεδρίαση των υπουργών Οικονομικών της Ε.Ε. που θα πραγματοποιηθεί τον Μάρτιο.
Στην παρουσίαση που πραγματοποίησε ο επικεφαλής του Ευρωπαίου Διαχειριστή στη συνεδρίαση του Eurogroup σημειώθηκε ότι το 2022 έχουν δαπανηθεί πάνω από 600 δισ. ευρώ για μέτρα στήριξης στην ΕΕ. Όπως φαίνεται και στο παρακάτω διάγραμμα, η Ελλάδα βρίσκεται στην τέταρτη θέση ανάμεσα στις χώρες με τις υψηλότερες επιδοτήσεις ως προς το ΑΕΠ για τη στήριξη νοικοκυριών και επιχειρήσεων ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ, τη Νορβηγία και το Ηνωμένο Βασίλειο κατά την περίοδο Σεπτέμβριος 2021-Νοέμβριος 2022.
Τα στοιχεία βασίζονται σε σχετική μελέτη του Bruegel που σημείωνε πως στην Ελλάδα οι επιδοτήσεις του ενεργειακού κόστους που έχουν δοθεί αντιστοιχούν στο 5,74% του ΑΕΠ, έναντι 7,40% για τη Γερμανία, που παίρνει την πρώτη θέση.
Ο ACER υποστηρίζει πως χρειάζεται πλέον νέα στόχευση των μέτρων ενίσχυσης των καταναλωτών διατηρώντας, ωστόσο, την εστίαση στη μείωση της ζήτησης. Θέση που φαίνεται πως συμμερίζονται και οι υπουργοί Οικονομικών της ΕΕ. Όπως σημειώνει, η εστίαση σε περιοριστικά μέτρα από την πλευρά της προσφοράς σε αντίθεση με την εστίαση σε μέτρα από την πλευρά της ζήτησης μπορεί να επιφέρει ισχυρές ανοδικές πιέσεις στις τιμές.
Στην έκθεση, ο ACER τονίζει πως ο ήπιος χειμώνας συνέβαλε στη μείωση των αναγκών θέρμανσης, παράλληλα με τις συνολικές προσπάθειες μείωσης της ζήτησης με τη μεγαλύτερη συμβολή να προέρχεται από τη βιομηχανία. Η κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας στην ΕΕ μειώθηκε κατά 3% σε ετήσια βάση το περασμένο έτος, ενώ η συνολική μείωση του φυσικού αερίου έφθασε στο με το μεγαλύτερο μέρος της πτώσης να σημειώνεται το χειμώνα.
Παράλληλα, όπως σημειώνει, η μείωση των ρωσικών προμηθειών φυσικού αερίου αντισταθμίζεται από την αύξηση των εισαγωγών υγροποιημένου φυσικού αερίου της ΕΕ και τη μείωση της συνολικής ζήτησης. Ως αποτέλεσμα, οι εκροές από τις αποθήκες φυσικού αερίου για την κάλυψη της ζήτησης είναι μέχρι στιγμής χαμηλότερες αυτόν τον χειμώνα διατηρώντας τα επίπεδα πλήρωσης των αποθηκών στο 50% στο τέλος του φετινού χειμώνα, ποσοστό σημαντικά υψηλότερο από τον περσινό μέσο όρο ωθώντας και τις τιμές προς τα κάτω.
Ωστόσο, όπως τονίζει αν και οι τιμές των προθεσμιακών συμβολαίων φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας έχουν μειωθεί σημαντικά τους τελευταίους μήνες, παραμένουν σχεδόν τρεις φορές πάνω από τον ιστορικό μέσο όρο.
Επόμενη μέρα με επιφυλακτικότητα: Πού εντοπίζονται οι κίνδυνοι
Παρόλο που οι αποθήκες φυσικού αερίου αναμένεται να κλείσουν τη χειμερινή περίοδο σχετικά καλά εφοδιασμένες, παράγοντες όπως η αυξανόμενη ζήτηση φυσικού αερίου λόγω π.χ. χαμηλών θερμοκρασιών ή της μη διατηρήσιμης μείωσης της ζήτησης δημιουργούν λόγους επιφυλακτικότητας για το επόμενο διάστημα. Είναι ενδεικτικό ότι το Bruegel προβλέπει ένα μέσο σενάριο μείωσης της ζήτησης κατά 13%, προσθέτοντας σενάρια για μείωση 5-7 % προς τα πάνω ή προς τα κάτω ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες.
Ένα ακόμα σημείο κινδύνου που εντοπίζει ο Διαχειριστής είναι η αύξηση της ζήτησης από την Ασία και ειδικά από την Κίνα που μπορεί να οδηγήσει σε μεγάλη άνοδο του ανταγωνισμού για την αγορά φορτίων LNG εκτοξεύοντας τις τιμές.
Παράλληλα, η μελέτη εντοπίζει πως η παραγωγή ενέργειας από ΑΠΕ και πυρηνικές εγκαταστάσεις στην ΕΕ αναμένεται να αυξηθεί το 2023, ενώ η συνολική ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας θα παραμείνει χαμηλή οδηγώντας και στη μείωση της καύσης άνθρακα και της χρήσης φυσικού αερίου.
Ο Διαχειριστής εντοπίζει αρκετά διδάγματα από την ενεργειακή κρίση που ορίζουν και τις προτάσεις που παρουσίαση στο Eurogroup. Πιο αναλυτικά, προτείνει εκτός της αναπροσαρμογής των επιδοτήσεων που έχει ήδη αναφερθεί παραπάνω, την αύξηση της διείσδυσης των ΑΠΕ και τη δημιουργία ενός «φθηνότερου» μοντέλου για την πλήρωση των αποθηκών φυσικού αερίου για την επόμενη χρονιά. Παράλληλα, προτείνει να δοθεί έμφαση στη ζήτηση και όχι μόνο στον εφοδιασμό. Τέλος, τονίζει πως είναι απαραίτητη η ολοκλήρωση της ενοποίησης της ευρωπαϊκής αγοράς και στη διάθεση της διασυνοριακής δυναμικότητας ηλεκτρικής ενέργειας για το εμπόριο (ο λεγόμενος "στόχος του 70%") είναι ζωτικής σημασίας για πολλά κράτη μέλη. Αυτό περιλαμβάνει επίσης τα κράτη μέλη που είναι κυρίαρχοι εξαγωγείς ηλεκτρικής ενέργειας κατά τη διάρκεια του έτους.