Καλύτερες από τις αρχικές εκτιμήσεις αλλά όχι τόσο θετικές ώστε να αποτελούν βάση για υπέρμετρη αισιοδοξία είναι οι συνθήκες στην παγκόσμια οικονομία, όπως τόνισαν, μιλώντας σε πάνελ του Νταβός, τόσο η επικεφαλής του ΔΝΤ, Κρ. Γκεοργκίεβα, όσο και η επικεφαλής της ΕΚΤ, Κρ. Λαγκάρντ.
Οι επικεφαλής των δύο κορυφαίων οργανισμών, υπογράμμισε, ότι το «άνοιγμα» της κινεζικής οικονομίας είναι μία θετική εξέλιξη, αλλά εμπεριέχει έναν σοβαρό κίνδυνο: αύξηση της ζήτησης σε ενέργεια και πρώτες ύλες, που μπορεί να οδηγήσει σε ενίσχυση των πληθωριστικών πιέσεων και μάλιστα σε μία περίοδο όπου καταγράφεται αποκλιμάκωσή του.
«Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί», σημείωσε η επικεφαλής του ΔΝΤ, προσθέτοντας ότι ο πληθωρισμός σε επίπεδο γενικών τιμών βαίνει μειούμενος και ότι η επαναλειτουργία της Κίνας αναμένεται να ενισχύσει την παγκόσμια ανάπτυξη, με το ΔΝΤ να προβλέπει ότι η οικονομία της θα ξεπεράσει την παγκόσμια ανάπτυξη του 2,7% φέτος, στο 4,4%, αφού πέρυσι υποχώρησε κάτω από αυτήν για πρώτη φορά μετά από τέσσερις δεκαετίες.
«Επίσης, αυτό που άλλαξε θετικά είναι ότι είδαμε αποδεδειγμένα την ισχύ των αγορών εργασίας να μεταφράζεται σε δαπάνες των καταναλωτών και να κρατά την οικονομία ψηλά», τόνισε και υπογράμμισε ότι υπάρχουν κίνδυνοι για τη διεθνή οικονομία, συμπεριλαμβανομένης της ανάπτυξης της Κίνας που οδηγεί σε υψηλότερες τιμές πετρελαίου και φυσικού αερίου και του «φρικτού» πολέμου στην Ουκρανία που πλήττει την παγκόσμια εμπιστοσύνη, ιδίως στην Ευρώπη.
Προειδοποίησε ότι κανείς δεν μπορεί να είναι υπεραισιόδος, σημειώνοντας ότι «προσέξτε να μην βρεθείτε στην άλλη πλευρά του φάσματος από το να είστε πολύ απαισιόδοξοι έως πολύ αισιόδοξοι. Μείνετε στη μέση του ρεαλισμού που φαίνεται να εξυπηρετεί καλά τον κόσμο».
Επανέλαβε την πάγια θέση του ΔΝΤ ότι η ανάπτυξη θα πρέπει να είναι καλά μοιρασμένη μεταξύ των ανεπτυγμένων και των αναδυόμενων αγορών καθώς «αν εξετάσουμε τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης, ο τρόπος με τον οποίο χειριζόμαστε την ασφάλεια των αλυσίδων εφοδιασμού θα έχει τεράστια σημασία για τις μελλοντικές προοπτικές ανάπτυξής μας. Εάν διαφοροποιηθούμε ορθολογικά, το κόστος αυτής της προσαρμογής θα είναι χαμηλό. Το υπολογίζουμε στο 0,2% του ΑΕΠ. Αν είμαστε σαν ελέφαντας σε μαγαζί με πορσελάνες και πετάξουμε στα σκουπίδια το εμπόριο που υπήρξε κινητήριος μοχλός της ανάπτυξης για τόσες δεκαετίες, το κόστος μπορεί να φτάσει μέχρι την απώλεια 7% του ΑΕΠ, δηλαδή 7 τρισεκατομμύρια δολάρια. Επομένως, το κατά πόσον μπορούμε να ανυψώσουμε την αισιοδοξία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τους ανθρώπους σε αυτή την αίθουσα. Να είστε ρεαλιστές, να συνεργάζεστε, να κάνετε το σωστό, να διατηρήσετε την παγκόσμια οικονομία ολοκληρωμένη προς όφελος όλων μας».
Τις ανησυχίες της για το «άνοιγμα» της Κίνας και τις επιπτώσεις που θα έχει στον πληθωρισμό εξέφρασε και η κα Λαγκάρντ, τονίζοντας ότι «θα υπάρξουν περιορισμοί, θα υπάρξουν περισσότερες πληθωριστικές πιέσεις λόγω της πρόσθετης ζήτησης σε εμπορεύματα και ιδιαίτερα στην ενέργεια».
Αναφερόμενη στις προθέσεις της ΕΚΤ για τη νομισματική πολιτική, επανέλαβε ότι θα παραμείνει «προσηλωμένη στον στόχο της», που δεν είναι άλλος από την υποχώρηση του πληθωρισμού κοντά στο όριο του 2%.
«Πρέπει να παραμείνουμε στον ίδιο δρόμο που ακολουθήσαμε το 2022. Αυτό είναι το mantra για τη νομισματική πολιτική της ΕΚΤ», σημείωσε και κάλεσε τις κυβερνήσεις της ευρωζώνης να στηρίξουν την προσπάθεια της τράπεζας ακολουθώντας και αυτές υποστηρικτική αλλά προσεκτική δημοσιονομική πολιτική.
Ξεκαθάρισε, επίσης, απαντώντας σε αντίστοιχη ερώτηση ότι η ΕΚΤ αν και παρακολουθεί την πορεία της ισοτιμίας του ευρώ με το δολάριο σε καμία περίπτωση δεν βασίζει σε αυτήν τις αποφάσεις νομισματικής πολιτικής.