Θα πρέπει οι τράπεζες να αποζημιώνουν ένα συναλλασσόμενο που πέφτει θύμα απάτης σε ηλεκτρονική πληρωμή, ακόμη και αν ο ίδιος έχει δείξει βαριά αμέλεια, δίνοντας ουσιαστικά τον λογαριασμό του στο…. πιάτο των επιτήδειων;
Με διάταξη σε νομοσχέδιο που προωθείται στη Βουλή, το υπουργείο Ανάπτυξης απαντά καταφατικά σε αυτό το ερώτημα, ενώ οι τράπεζες εξετάζουν, σύμφωνα με πληροφορίες, αυστηρά μέτρα για να αποφύγουν αποζημιώσεις σε βαριά αμελείς καταναλωτές, μεταξύ των οποίων βρίσκονται η επιβολή πλαφόν 1.000 ευρώ σε κάθε συναλλαγή, ή ακόμη και η υποχρεωτική τηλεφωνική επιβεβαίωση των πληρωμών από τους καταναλωτές.
Η κόντρα του Άδ. Γεωργιάδη με τις τράπεζες, που θα μπορούσε να αλλάξει δραστικά το τοπίο στις ηλεκτρονικές πληρωμές, κάνοντας πιο δύσκολη την καθημερινότητα των καταναλωτών, άρχισε στη διάρκεια της διαβούλευσης για το νομοσχέδιο – σκούπα του υπουργείου Ανάπτυξης για θέματα προστασίας του καταναλωτή.
Οι τράπεζες εξέφρασαν εγγράφως τη διαφωνία τους με τη διάταξη που περιορίζει την ευθύνη του καταναλωτή ακόμη και σε περίπτωση βαριάς αμέλειας, ενώ υψηλόβαθμη αντιπροσωπεία της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών είχε συνάντηση με τον υπουργό Ανάπτυξης την Παρασκευή, όπου εξήγησε τις θέσεις της.
Όπως αναφέρουν τραπεζικές πηγές, το πρόβλημα της προτεινόμενης διάταξης είναι ότι προβλέπει την κάλυψη των καταναλωτών από τις τράπεζες για περιπτώσεις απάτης, του γνωστού “phishing”, ακόμη και όταν ο συναλλασσόμενος έχει δώσει ο ίδιος τους κωδικούς του στους επιτήδειους, ή/και εγκρίνει τη συναλλαγή μέσω κινητού ή κωδικού που αποστέλλεται, κάτι που νομικά ορίζεται ως βαριά αμέλεια. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η νέα διάταξη περιορίζει την επιβάρυνση του καταναλωτή σε έως 1.000 ευρώ, ενώ για τα ποσά πάνω από αυτό το όριο θα αποζημιώνεται από την τράπεζα.
Οι τράπεζες επισημαίνουν στο υπουργείο ότι ήδη αποζημιώνουν τους καταναλωτές σε περιπτώσεις απλής αμέλειας, αλλά δεν θα πρέπει να επιβαρυνθούν για τις περιπτώσεις βαριάς αμέλειας. Όπως λένε, αν περάσει αυτή η διάταξη θα λάβουν μέτρα προστασίας που θα κάνουν δυσκολότερες εκατομμύρια ηλεκτρονικές συναλλαγές, τη στιγμή που οι περιπτώσεις απάτης με phishing υπολογίζονται σε 15.000 ετησίως.
Ήδη εξετάζουν την επιβολή πλαφόν 1.000 ευρώ ανά συναλλαγή, ώστε να διασφαλίσουν ότι δεν θα υπάρχουν συναλλαγές για τις οποίες θα χρειάζεται να παρέχουν αποζημίωση. Επιπλέον, είναι πολύ πιθανό να καθιερώσουν ακόμη και την έγκριση μέσω τηλεφωνικής κλήσης όλων των συναλλαγών, ώστε να καταστεί πρακτικά αδύνατη η απάτη, αλλά με τίμημα να γίνουν πολύ δύσχρηστες οι ηλεκτρονικές συναλλαγές μέσω τραπεζών. Σε αυτή την περίπτωση, εκτιμούν ότι πολλοί καταναλωτές θα στραφούν σε εναλλακτικούς παρόχους πληρωμών.
Οι τράπεζες σημειώνουν ότι τα τελευταία χρόνια το επίπεδο ασφάλειας των συναλλαγών έχει ενισχυθεί σημαντικά και πλέον θα πρέπει ένας καταναλωτής να υποπέσει σε πολύ σοβαρά σφάλματα για να γίνει μια συναλλαγή εξ ονόματός του από επιτήδειους. Το κυριότερο νέο στοιχεία ασφάλειας είναι η χρήση του κινητού τηλεφώνου για την επιβεβαίωση της ταυτότητας του συναλλασσόμενου πριν την έγκριση μιας συναλλαγής.
Από την πλευρά των τραπεζών τονίζεται ότι η προτεινόμενη διάταξη θα μπορούσε να δημιουργήσει μια νέα γενιά απάτης στις πληρωμές, αφού είναι πολύ δύσκολο να διακριθούν στην πράξη οι περιπτώσεις δόλου εκ μέρους του συναλλασσόμενου. Με άλλα λόγια, κάποιοι θα επιτρέπουν να χρησιμοποιούνται από επιτήδειους τα προσωπικά τους στοιχεία για να γίνονται συναλλαγές και να επωφελούνται από την υποχρέωση αποζημίωσης εκ μέρους των τραπεζών, οι οποίες πολύ δύσκολα θα μπορούν να αποδεικνύουν την ύπαρξη δόλου.
Όπως λένε οι τράπεζες, θα έχει τεράστια δυσκολία και κόστος να αποδεικνύουν ενώπιον των δικαστηρίων σε ποιες περιπτώσεις υπάρχει δόλος εκ μέρους του καταναλωτή και δεν προτίθενται να μπουν σε τέτοιες διαδικασίες, αλλά απλώς θα επιβάλουν τους περιορισμούς που προαναφέρθηκαν στις συναλλαγές.
Σύμφωνα με πληροφορίες, το θέμα παρακολουθεί στενά και η Τράπεζα της Ελλάδος και αναμένεται πολύ σύντομα να στείλει στο υπουργείο Ανάπτυξης δική της γνωμοδότηση, η οποία πιθανότατα θα κινείται κοντά στους προβληματισμούς που έχουν αναπτύξει οι τράπεζες.
Τι λέει το υπουργείο Ανάπτυξης
Το 2018, σε προηγούμενη νομοθετική πρωτοβουλία, δεν είχε κριθεί απαραίτητο να εισαχθεί μια διάταξη, την οποία επιτρέπει η σχετική κοινοτική οδηγία για τις πληρωμές, με την οποία θα περιορίζεται η ευθύνη του πληρωτή για μη εγκεκριμένες πράξεις πληρωμής («phishing»). Τώρα, το υπουργείο κρίνει ότι αυτό είναι απαραίτητο, παρότι αναγνωρίζει ότι οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, με εξαιρέσεις τη Σουηδία, τη Δανία και τη Νορβηγία, έχουν αποφύγει να περιορίσουν κατά τον τρόπο αυτό την ευθύνη των πληρωτών.
Όπως αναφέρει το υπουργείο στην ανάλυση συνεπειών της ρύθμισης που προτείνει, η διάταξη αφορά την «προστασία του καταναλωτή σε περιπτώσεις “phishing”, δηλαδή πρακτικών εξαπάτησης (με πλαστές ιστοσελίδες, ηλεκτρονικά μηνύματα ή ειδοποιήσεις), με τις οποίες οι δράστες πληροφορούνται ή υφαρπάζουν τους μυστικούς κωδικούς («ΡΙΝ», «ΤΑΝ») των καταναλωτών για διαδικτυακές συναλλαγές και μεταφορές χρημάτων».
Περαιτέρω, σημειώνει ότι η κοινοτική Οδηγία 2015/2366 για τις υπηρεσίες πληρωμών «επιτρέπει στα κράτη-μέλη να περιορίσουν το όριο της ευθύνης του πληρωτή σε περίπτωση που δεν υφίσταται δόλος/πρόθεση, καθιστώντας δυνατό τον νομοθετικό περιορισμό της ευθύνης του πληρωτή σε περίπτωση βαριάς αμέλειας, το οποίο ωστόσο δεν επιλέχθηκε στον ν. 4537/2018. Λαμβάνοντας υπόψη την εμπειρία άλλων κρατών που έχουν προβλέψει νομοθετικό ποσοτικό περιορισμό της ευθύνης του καταναλωτή σε περίπτωση βαριάς αμέλειας (Σουηδία, Δανία και Νορβηγία), αλλά και την ανάγκη προστασίας του καταναλωτικού κοινού, ενόψει της έκτασης του φαινομένου “phishing”, κρίνεται απαραίτητη πλέον η εισαγωγή της προτεινόμενης διάταξης».
Η προτεινόμενη διάταξη ορίζει ότι «ο πληρωτής ευθύνεται για όλες τις ζημίες που σχετίζονται με κάθε μη εγκεκριμένη πράξη πληρωμής, που προξένησε από δόλο, καθώς για τη με δόλο αθέτηση των υποχρεώσεών του. (…) Αν ο πληρωτής είναι καταναλωτής και εφόσον οι ζημιές οφείλονται σε βαριά αμέλεια, ευθύνεται μέχρι του ανώτατου ποσού των χιλίων (1.000) ευρώ, λαμβάνοντας υπόψη ιδίως τη φύση των εξατομικευμένων διαπιστευτηρίων ασφαλείας και τις ειδικότερες περιστάσεις υπό τις οποίες το μέσο πληρωμής απωλέσθη, εκλάπη ή υπεξαιρέθηκε».
Καταναλωτικές οργανώσεις αντιμετωπίζουν θετικά την προτεινόμενη διάταξη, υποδεικνύοντας στο υπουργείο να ξεκαθαρίσει με ακόμη πιο σαφή τρόπο ότι οι καταναλωτές θα καλύπτονται από τις τράπεζες για περιπτώσεις βαριάς αμέλειας.
Σχολιάζοντας τη νομοθετική πρωτοβουλία, και ο Συνήγορος του Καταναλωτή τονίζει ότι «κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση ρυθμίζοντας ένα ζήτημα, που έχει λάβει μεγάλη έκταση και έχει προκαλέσει σημαντική οικονομική ζημία σε καταθέτες – καταναλωτές τα τελευταία έτη. Επισημαίνεται ότι ήδη η Αρχή έχει καλέσει τις τράπεζες να επικαιροποιούν και να αναβαθμίζουν διαρκώς τα συστήματα και το λογισμικό ασφαλείας, που χρησιμοποιούν για τη διενέργεια ηλεκτρονικών τραπεζικών συναλλαγών, λαμβάνοντας μέτρα αυξημένης επιμέλειας για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των καταναλωτών έναντι κακόβουλων και παραπλανητικών ενεργειών τρίτων».