Ένα σχέδιο στήριξης ευάλωτων, αλλά συνεπών δανειοληπτών, οι οποίοι εξυπηρετούν δάνεια για κύρια κατοικία με κυμαινόμενο επιτόκιο και επιβαρύνονται από τις αυξήσεις στα επιτόκια της ΕΚΤ και στο Euribor, θα παρουσιάσουν αύριο οι τράπεζες στον υπουργό Οικονομικών, Χρήστο Σταϊκούρα και αναμένεται να αποτελέσει τη βάση μιας συμφωνίας μεταξύ των δύο πλευρών, ύστερα από τις εντάσεις που προκάλεσε τις τελευταίες εβδομάδες η συζήτηση για αυτό το θέμα.
Το σχέδιο θα βασισθεί στα πρότυπα του προγράμματος «Γέφυρα 1», το οποίο εφαρμόσθηκε στη διάρκεια της πανδημίας, με ορισμένες διαφοροποιήσεις ως προς τα κριτήρια επιλογής των δικαιούχων, οι οποίες θα φέρουν αντίστοιχη διαφοροποίηση στην περίμετρο των δανειοληπτών που θα ωφεληθούν. Η σημαντικότερη διαφορά, ωστόσο, εντοπίζεται στη χρηματοδότηση του προγράμματος: ενώ με το πρόγραμμα «Γέφυρα» το κόστος είχε αναλάβει ο κρατικός προϋπολογισμός, το νέο σχέδιο θα χρηματοδοτηθεί από τις τράπεζες. Μάλιστα, πληροφορίες αναφέρουν ότι έχει συμφωνηθεί ότι οι συστημικές τράπεζες θα μοιράσουν μεταξύ τους εξίσου την επιβάρυνση, ασχέτως από τον αριθμό των δανειοληπτών που τελικά θα υποστηρίξει η κάθε τράπεζα.
Με το νέο πρόγραμμα στήριξης, οι τράπεζες θα επιδοτήσουν τη μείωση στο μισό της επιβάρυνσης που θα έχουν ευάλωτοι δανειολήπτες από την αύξηση των επιτοκίων και υπολογίζεται ότι θα ωφεληθούν περίπου 30.000 δανειολήπτες, με αρκετά μεγαλύτερο αριθμό δανείων. Με το πρόγραμμα «Γέφυρα 1» είχαν επιδοτηθεί από το κράτος περίπου 50.000 δανειολήπτες για περισσότερα από 75.000 δάνεια.
Ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός της ΕΚΤ (SSM) έχει ενημερωθεί για τις παραμέτρους του σχεδίου και έχει ζητήσει από τις τράπεζες να περιλάβουν στα αναθεωρημένα, τριετή επιχειρησιακά τους σχέδια τις αυξημένες προβλέψεις για τον πιστωτικό κίνδυνο που φέρνει η στήριξη των δανειοληπτών, αλλά εκτιμάται ότι το κόστος δεν θα είναι τόσο σημαντικό, ώστε να αλλάξει ουσιωδώς τα capital plans, δηλαδή να απαιτηθούν αλλαγές σχεδιασμού για την κεφαλαιακή βάση των τραπεζών ή τη μερισματική πολιτική.
Όπως σημειώνουν, ειδικότερα, τραπεζικές πηγές:
- Το νέο πρόγραμμα θα λειτουργεί υπό την εποπτεία και ευθύνη της Ειδικής Γραμματεία Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους. Θα επιδοτεί τους δανειολήπτες με ποσό που θα καλύπτει το 50% της επιβάρυνσης που προκαλεί η αύξηση των επιτοκίων, ενώ η επιλογή των δικαιούχων θα γίνεται από την πολιτεία και όχι από τις τράπεζες.
- Ημερομηνία αναφοράς του προγράμματος είναι η 1.7.2022 και οι δικαιούχοι θα επιδοτούνται με το 50% της αύξησης της δόσης που σημειώνεται από την ημερομηνία αναφοράς.
- Η διάρκεια του προγράμματος έχει ορισθεί σε 12 μήνες μετά την ένταξη των δικαιούχων στο πρόγραμμα. Οι αιτήσεις θα πρέπει να υποβληθούν μέσω ειδικής πλατφόρμας που θα δημιουργηθεί εντός τριμήνου από την έναρξη λειτουργίας του προγράμματος στήριξης.
- Εκτιμάται ότι η περίμετρος των δικαιούχων θα φθάσει τους 30.000. Ο δανειολήπτης, εκτός από την κάλυψη των εισοδηματικών και περιουσιακών κριτηρίων, θα πρέπει να είναι ενήμερος, δηλαδή να μην έχει εμφανίσει καθυστέρηση στις δόσεις άνω των 90 ημερών από τις αρχές του 2022 ή κατά τη στιγμή υποβολής της αίτησης. Αν υπάρξει καθυστέρηση άνω των 30 ημερών κατά τη διάρκειας εφαρμογής του προγράμματος επιδότησης, ο δανειολήπτης θα τίθεται εκτός προγράμματος και η επιδότηση θα διακόπτεται.
Σύμφωνα με πρόχειρους υπολογισμούς που δημοσίευσε πρόσφατα η Morgan Stanley, η αύξηση των ευρωπαϊκών επιτοκίων θα προκαλέσει μια συνολική επιβάρυνση περίπου κατά 30% στους δανειολήπτες με δάνεια κύριας κατοικίας, κυμαινόμενου επιτοκίου. Ο οίκος εκτιμά ότι το μέσο στεγαστικό δάνειο έχει υπόλοιπο 60.000 ευρώ και με μια συνολική αύξηση του επιτοκίου κατά 3,50%, από 1,90% σε 4,90%, η μέση μηνιαία δόση θα αυξηθεί σχεδόν κατά 100 ευρώ, από τα 301 στα 393 ευρώ. Το μισό από αυτό το κόστος θα καλυφθεί για τους ευάλωτους δανειολήπτες από τις τράπεζες.
Το τελευταίο κομμάτι στο παζλ του προγράμματος είναι τα εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια που θα τεθούν για την επιλογή των δικαιούχων, όπου θα γίνουν μικρές προσαρμογές σε σχέση με όσα ίσχυσαν στο αρχικό πρόγραμμα «Γέφυρα». Για παράδειγμα, είναι πιθανό να μειωθεί ελαφρώς το ανώτατο, βασικό εισοδηματικό όριο, που είχε τεθεί στα 24.000 ευρώ με το αρχικό πρόγραμμα και να διαμορφωθεί στα 21.000 ευρώ.
Τα αρχικά κριτήρια όριζαν ότι η αξία της κύριας κατοικίας δεν έπρεπε να υπερβαίνει τα 300.000 ευρώ. Το οικογενειακό εισόδημα του αιτούντος φυσικού προσώπου δεν έπρεπε να ξεπερνά τα 24.000 ευρώ, με προσαύξηση 18.000 για τον/την σύζυγο και κατά 5.000 για κάθε εξαρτώμενο μέλος και μέχρι τρία εξαρτώμενα μέλη. Οι καταθέσεις και τα επενδυτικά προϊόντα δεν έπρεπε να υπερβαίνουν τα 40.000 ευρώ και η ακίνητη περιουσία του αιτούντος, του/της συζύγου και των εξαρτώμενων μελών, συμπεριλαμβανομένης της κύριας κατοικίας, να μην ήταν μεγαλύτερη από 600.000 ευρώ. Τα μεταφορικά μέσα που είχαν αποκτηθεί εντός της τελευταίας τριετίας για ιδιωτική χρήση έπρεπε να είχαν αξία όχι μεγαλύτερη από 80.000 ευρώ.