Επιπτώσεις στην καλλιέργεια του Κρόκου Κοζάνης έχει επιφέρει η ένταση φαινομένων που σχετίζονται με τη κλιματική αλλαγή. Η φετινή παραγωγή, όπως δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο πρόεδρος του «Αναγκαστικού Συνεταιρισμού Κροκοπαραγών Κοζάνης», Βασίλης Μητσόπουλος, είναι η χειρότερη των τελευταίων 40 χρόνων από πλευράς όγκου και δεν αναμένεται να ξεπεράσει τον έναν τόνο, έναντι των δύο πέρυσι και των τεσσάρων υπό φυσιολογικές συνθήκες, με βάση και την αναμενόμενη απόδοση των 800 γρ/στρέμμα, που είναι καταγεγραμμένη στους καταλόγους του ΕΛΓΑ.
Η μείωση στην παραγωγή, όπως εξήγησε ο κ. Μητσόπουλος, συνεπάγεται απώλεια εισοδήματος για τους παραγωγούς -από 50% έως και 75%, μη ικανοποίηση συμβολαίων με πελάτες εντός και εκτός ελληνικών συνόρων και «φυγή» αγροτών από την καλλιέργεια.
Η μειωμένη παραγωγή κρόκου κατά την περσινή χρονιά οφειλόταν στις βροχές που είχαν εκδηλωθεί στις αρχές Νοεμβρίου και οι οποίες σε συνδυασμό με την έντονη ομίχλη που ακολούθησε, κατέστρεψαν το άνθος του κρόκου, το οποίο έπεσε στο χώμα, όπως ανέφερε ο κ. Μητσόπουλος, εξηγώντας ότι «λόγω της εξέλιξης αυτής είχαμε αποφασίσει να ισοσκελίσουμε την περσινή ζημιά, με αύξηση στην τιμή του τελικού προϊόντος κατά 10%, από τις αρχές του 2022».
Η αύξηση αυτή, όπως διευκρίνισε ο ίδιος, «δεν έκανε πλούσιους τους κροκοπαραγωγούς, αλλά τους έδωσε τη δυνατότητα να καλύψουν μέρος των εξόδων τους που ολοένα και αυξάνονται», εν μέσω των διεθνών γεωπολιτικών και οικονομικών εξελίξεων που έχουν οδηγήσει στην αύξηση των τιμών ενέργειας, πετρελαίου και αγροεφοδίων και με δεδομένη την έλλειψη εργατών, που «κάθε χρόνο η εύρεσή τους γίνεται ολοένα και με μεγαλύτερη δυσκολία».
Σε αντίθεση με τις βροχές πέρυσι, η φετινή μειωμένη παραγωγή κρόκου, οφείλεται στην καλοκαιρία και τις υψηλές θερμοκρασίες που επικρατούσαν αρχές Νοεμβρίου -έως και 29 βαθμούς Κελσίου-, «συνθήκες που επηρέασαν την ανθοφορία και δημιούργησαν φαινόμενο σαν την ακαρπία».
Οι κροκοπαραγωγοί Κοζάνης δεν προσανατολίζονται φέτος σε αύξηση της τιμής στο τελικό προϊόν, και για διατηρήσουν την ανταγωνιστικότητα των προϊόντων τους δηλώνουν ότι «ψάχνουμε σε συνεργασία με την Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας και τον ΕΛΓΑ, να βρούμε μία δίκαιη λύση για την αναπλήρωση του χαμένου μας εισοδήματος».
Σημειώνεται ότι 860 οικογένειες στον νομό Κοζάνης -από 925 πέρυσι- καλλιεργούν συνολικά 5.250 στρέμματα, με τη μέση ετήσια παραγωγή να κυμαίνεται σε 2,5-3 τόνους και το κόστος παραγωγής, να διαμορφώνεται σε περίπου 500 ευρώ το στρέμμα, ανάλογα και με τη διαχείριση που κάποιος παραγωγός κάνει και υπό την προϋπόθεση ότι διαθέτει φυτικό κεφάλαιο, η αξία του οποίου ανέρχεται στα 1.000 ευρώ/στρέμμα. Το προϊόν διατίθεται κατά 70% στο εξωτερικό, κυρίως σε Ισπανία, Ιταλία και Γαλλία και το υπόλοιπο 30% απορροφάται στην ελληνική αγορά.
Ο πρόεδρος του συνεταιρισμού των κροκοπαραγωγών επανέφερε το θέμα της συνδεδεμένης ενίσχυσης στον κρόκο, με στόχο να στηριχθεί το εισόδημα των καλλιεργητών, σημειώνοντας ότι μόνο η παροχή οικονομικών κινήτρων θα μπορούσε να δελεάσει τους νέους να ασχοληθούν με την κροκοκαλλιέργεια, που είναι ιδιαίτερα απαιτητική ως ενασχόληση. Παραπέμποντας δε στα δεδομένα παλαιότερης έρευνας, σημείωσε ότι το 70% των κροκοκαλλιεργητών είναι ηλικίας από 50 έως και 75 χρόνων και πρόσθεσε ότι «αν δεν αντιστραφεί η αναλογία με τους νέους, το μέλλον της κροκοκαλλιέργειας είναι σαφές ότι απειλείται».