Ακολουθεί το πλήρες άρθρο: Ο πληθωρισμός στην Ευρώπη προέρχεται σχεδόν αποκλειστικά από την αύξηση των τιμών ενεργειας και προϊόντων. Το πόσο ψηλά θα φτάσει και πόσο καιρό θα κρατήσει εξαρτάται από πάρα πολλούς παράγοντες. Στην Ελλάδα μπορεί να έχουμε πολύ υψηλό πληθωρισμό, αλλά ταυτόχρονα έχουμε και πολύ υψηλό ρυθμό ανάπτυξης, συγκριτικά με τις άλλες χώρες της ευρωζώνης. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει πως ο πληθωρισμός δεν επηρεάζει το «καλάθι» των νοικοκυριών, τις τιμές των κατοικιών, τις ανάγκες των καταναλωτών και δεν ενσωματώνεται στις τιμές όλων των προϊόντων.
Αντιθέτως παρ’ όλο που αυξήθηκαν τα εισοδήματα το 2022, στην ουσία συρρικνώνονται γιατί η πραγματική τους αύξηση μέσα στον πληθωρισμό είναι αρνητική. Αυτό οδηγεί σε μείωση της κατανάλωσης και πιθανότατα θα οδηγήσει το 2023 την Ελλάδα σε χαμηλότερο ρυθμό ανάπτυξης και την υπόλοιπη Ευρώπη σε ύφεση. Η σημερινή μορφή πληθωρισμού στην Ευρώπη είναι τελείως διαφορετική από ότι είχαν να αντιμετωπίσουν οι ευρωπαϊκές οικονομίες στο παρελθόν και η ΕΚΤ δεν μπορεί ουσιαστικά να κάνει πάρα πολλά πράγματα για να τον μειώσει, παρά μόνο να αυξήσει τα επιτόκια. Ο μόνος κλασικός τρόπος για να μειωθεί ο πληθωρισμός είναι να αυξηθούν πολύ τα επιτόκια, που σημαίνει πως γίνεται πιο ακριβή η πρόσβαση σε κεφάλαια ώστε να μειωθεί η χρηματοδότηση και η ρευστότητα στις αγορές.
Το θέμα είναι ότι έχει αρχίσει να αλλάζει με ταχείς ρυθμούς ο χάρτης των επιτοκίων στην εγχώρια αγορά, καθώς η συνεχής αύξηση του κόστους δανεισμού στη ευρωζώνη οδηγεί τις τράπεζες σε μπαράζ αναπροσαρμογών στους όρους διάθεσης καταθετικών και χορηγητικών προγραμμάτων. Όπως αναμενόταν η ΕΚΤ έχει προχωρήσει σε νέες επιθετικές αυξήσεις των επιτοκίων και θα συνεχίσει τουλάχιστον έως και τις αρχές του 2023 για τον έλεγχο του διψήφιου πλέον πληθωρισμού. Ο βασικός παρεμβατικός δείκτης ενισχύθηκε στη συνεδρίαση της 27ης Οκτωβρίου κατά 75 μονάδες βάσης στο 1,5%, και έως το τέλος του 2022 είναι βέβαιο πως θα ανέλθει στο 2%, ενώ την επόμενη χρονιά εκτιμάται να φτάσει στο 3%. Η επίδραση αυτών των παρεμβάσεων στην ελληνική αγορά χρήματος θα είναι σημαντική στα υφιστάμενα δάνεια, τις νέες χρηματοδοτήσεις και τέλος στις καταθέσεις.
Επί του παρόντος πάντως οι τράπεζες είναι «ακριβές στα δάνεια και φτηνές στις καταθέσεις». Την περασμένη εβδομάδα συστημική τράπεζα προχώρησε στην πρώτη αύξηση επιτοκίων στις προθεσμιακές καταθέσεις μετά από σχεδόν 10 χρόνια. Η νέα οροφή των αποδόσεων που προσφέρει διαμορφώθηκε στο 0,20% από μόλις 0,02%. Πρόκειται για μία στρατηγική που θα ακολουθήσουν και οι υπόλοιπες τράπεζες εντός του Νοεμβρίου, ενώ όσο θα ενισχύονται τα διατραπεζικά επιτόκια, θα γίνονται κατά διαστήματα και νέες αναπροσαρμογές. Στα υφιστάμενα δάνεια από αρνητικό έδαφος τον Ιούλιο, τα επιτόκια euribor με τα οποία είναι συνδεδεμένες οι περισσότερες χορηγήσεις, έχουν αναρριχηθεί σε υψηλό 11 ετών.
Σε 90 ημέρες η ΕΚΤ αύξησε συνολικά τα επιτόκια κατά 200 μ.β. με τον τριμηνιαίο δείκτη τον Οκτώβριο να διαμορφώνεται στο 1,5%. Έτσι, σε ένα στεγαστικό με spread 2%, το τελικό ονομαστικό ετήσιο κόστος έχει αυξηθεί μέσα σε τρεις μήνες περίπου στο 3,5%. Δεν αποκλείεται μάλιστα στο πρώτο εξάμηνο του 2023 να προσεγγίσει ή να ξεπεράσει ακόμη και το 5% με τον οφειλέτη να πρέπει να καταβάλλει 2,5 φορές περισσότερους τόκους επί του ανεξόφλητου κεφαλαίου. Στις νέες χρηματοδοτήσεις οι τράπεζες εφαρμόζουν μία πολιτική προσαρμογής των επιτοκίων τους στα δεδομένα της εποχής, χωρίς ωστόσο υπερβολές που θα διαταράξουν σε μεγάλο βαθμό τη ζήτηση για χρήμα. Στα στεγαστικά δάνεια από τη μία πλευρά αυξάνουν τα επιτόκια σε προγράμματα σταθερού επιτοκίου για μακροχρόνια ή τα καταργούν και από την άλλη διατηρούν σε ελκυστικά επίπεδα στη ζώνη του 3%-3,50% τα σταθερά μικρότερης διάρκειας, 3 και 5 ετών, ενώ μειώνουν τα περιθώρια τους στα κυμαινόμενα.
Το γεγονός ότι ο διψήφιος «υβριδικός» ευρωπαϊκός πληθωρισμός επιχειρείται να αντιμετωπισθεί από την ΕΚΤ με τα υψηλότερα επιτόκια από το 2009 στην ευρωζώνη, αυτόματα σημαίνει πως η πλειονότητα των υφιστάμενων και νέων δανείων θα καθίσταται ολοένα και πιο ακριβή, επιβαρύνοντας τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς και τους ισολογισμούς των επιχειρήσεων. Το μόνο παρήγορο είναι πως οι ελληνικές τράπεζες έχουν πετύχει ένα εντυπωσιακό γύρισμα από τη χρεοκοπία στη βιωσιμότητα. Με καθαρούς πλέον ισολογισμούς μετά το κύμα τιτλοποιήσεων και πωλήσεων κόκκινων δανείων τη τελευταία τριετία, εμφανίζουν ισχυρούς δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας, τόσο με εκδόσεις νέων μετοχών και ομολόγων, όσο και με αρκετή ρευστότητα για τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας, ευελπιστούμε να τη διαθέσουν με τους καλύτερους δυνατούς όρους.