Πότε πρέπει να σταματήσει αυτός ο γύρος αύξησης επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα; Πόσο ψηλά πρέπει να ανεβούν τα επιτόκια για να τεθεί υπό έλεγχο ένας πληθωρισμός που έχει εκτοξευθεί στο 10%; Αυτά είναι τα πολύ δύσκολα ερωτήματα που θα κληθούν να απαντήσουν οι κεντρικοί τραπεζίτες της ευρωζώνης στις επόμενες συνεδριάσεις τους και ήδη φαίνεται ότι οι συζήτηση θα έχει αυξημένες εντάσεις, καθώς τα «γεράκια» του συμβουλίου άρχισαν να ασκούν δημόσια πίεση για μεγάλη αύξηση των επιτοκίων.
Με το βασικό επιτόκιο να έχει ήδη ανεβεί στο 2% και το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων από τις εμπορικές τράπεζες στο 1,50%, ενώ μέχρι πρόσφατα ήταν αρνητικό (-0,50%) οι αγορές θέλησαν να δουν στις ανακοινώσεις αυτής της Πέμπτης, όπου η ΕΚΤ προχώρησε σε μια ακόμη «τζάμπο» αύξηση επιτοκίων (0,75%), τα πρώτα «σινιάλα» ενός επερχόμενου φρεναρίσματος στις αυξήσεις επιτοκίων.
Δηλαδή, ότι στην επόμενη συνεδρίαση του συμβουλίου, την 1η Δεκεμβρίου, δεν θα αποφασισθεί άλλη μια «τζάμπο» αύξηση, αλλά η ΕΚΤ θα αρκεσθεί σε μια αύξηση κατά μισή μονάδα και, από αυτό το σημείο, ίσως και να τηρήσει στάση αναμονής, μέχρι να φανεί με ποιο ρυθμό υποχωρεί ο πληθωρισμός και πόσο μεγάλη ζημιά έχει γίνει στην ανάπτυξη της ευρωζώνης από το σφίξιμο της νομισματικής πολιτικής.
Όσοι θέλησαν να πιστέψουν αυτή την, ευνοϊκή για τις αγορές, εκδοχή προτίμησαν να μην λάβουν τοις μετρητοίς όσα είπε στους δημοσιογράφους την Πέμπτη η Κριστίν Λαγκάρντ, που τόνισε ότι υπάρχει ακόμη αρκετός δρόμος μέχρι να εκπληρώσει η ΕΚΤ την αποστολή της για τη μείωση του πληθωρισμού κοντά στον στόχο του 2%.
Αλλά και την, ίσως σημαντικότερη, απάντηση που έδωσε σε ερώτηση δημοσιογράφου, η οποία ζήτησε να διευκρινισθεί αν με την αύξηση του επιτοκίου αποδοχής καταθέσεων στο 2% η ΕΚΤ θα θεωρήσει ότι φθάσει στο ουδέτερο επίπεδο επιτοκίων, ώστε κάπου εκεί να σταματήσουν οι αυξήσεις: η Λαγκάρντ επανειλημμένα έχει πει ότι ακόμη και στην ίδια την ΕΚΤ δεν υπάρχει ένας σαφής ορισμός του ουδέτερου επιτοκίου σε αυτές τις συνθήκες υψηλού πληθωρισμού και αβεβαιότητας, ενώ η απάντησή της, την Πέμπτη, άφησε σαφώς να εννοηθεί ότι η ΕΚΤ θα μπορούσε και να ξεπεράσει το ουδέτερο επίπεδο και να φθάσει σε μια περιοριστική νομισματική πολιτική, αν κρίνει ότι είναι απαραίτητο για τον έλεγχο του πληθωρισμού.
Πάντως, για τους αναλυτές που εκτιμούν ότι πλησιάζει η ώρα να «φρενάρει» ο ρυθμός αύξησης των επιτοκίων, υπήρξαν ορισμένες ενδείξεις που συνηγορούν σε αυτό το συμπέρασμα: ο Γάλλος κεντρικός τραπεζίτης, ντε Γκαλό, που συχνά εκφράζει την κοινή συνισταμένη των αντιτιθέμενων απόψεων στο συμβούλιο, δήλωσε ότι δεν είναι ανάγκη να γίνει μεγάλη αύξηση επιτοκίων και στην επόμενη συνεδρίαση του συμβουλίου, κατά 0,75%.
«Δεν είμαστε δεσμευμένοι σε αυτό που ονομάζουμε αυξήσεις τζάμπο», τόνισε ο διοικητής της Τράπεζας της Γαλλίας. «Δεν είμαστε σε καμία περίπτωση υποχρεωμένοι στην επόμενη συνάντησή μας να επαναλάβουμε την αύξηση των 75 μονάδων βάσης που κάναμε τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο», πρόσθεσε.
Άλλη μια ένδειξη που για πολλούς συνηγορεί υπέρ της επιβράδυνσης της αύξησης επιτοκίων ήταν και η απόφαση της ΕΚΤ, την Πέμπτη, να ανεβάσει στο 1,75% το κόστος χρηματοδότησης των τραπεζών (που είναι αρνητικό, έως τώρα) από το πρόγραμμα TLTRO III, το οποίο αξιοποιήθηκε στη διάρκεια της πανδημίας για να ενισχυθεί η χορήγηση δανείων σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Με αυτό το αντικίνητρο, όσες τράπεζες δεν έχουν πιεστικές ανάγκες χρηματοδότησης θα αρχίσουν από τον Νοέμβριο να επιστρέφουν σταδιακά τη ρευστότητα που πήραν από την ΕΚΤ, ύψους 2,1 τρισ. ευρώ σήμερα (51 δισ. στις ελληνικές τράπεζες) και, έτσι, θα αρχίσει να συρρικνώνεται ο ισολογισμός της κεντρικής τράπεζας, αφαιρώντας ρευστότητα από την οικονομία, ώστε να γίνει πιο αυστηρή η νομισματική πολιτική και από μια ακόμη πλευρά και να μειωθεί η πίεση για ενίσχυση των επιτοκίων.
Τον Δεκέμβριο, εξάλλου, η ΕΚΤ θα συζητήσει και τη μείωση του ισολογισμού με περιορισμό των θέσεων σε ομόλογα, που είχε πάρει μέσα από το μόνιμο πρόγραμμα APP (στο οποίο η Ελλάδα δεν συμμετείχε). Αυτό σημαίνει ότι από το 2023 η ρευστότητα θα αρχίσει να περιορίζεται αισθητά και από αυτή την πλευρά, ώστε επιταχυνθεί η εξομάλυνση της νομισματικής πολιτικής, ενδεχομένως χωρίς να χρειάζονται μεγάλες αυξήσεις στα επιτόκια.
Κλονίζεται η αισιοδοξία, αντεπιτίθενται τα «γεράκια»
Αυτό το οικοδόμημα αισιοδοξίας, ωστόσο, άρχισε ήδη να κλονίζεται όχι μόνο από νεότερα στοιχεία που έδειξαν ότι ο πληθωρισμός εξακολουθεί να... καίει, αλλά και από εξαιρετικά επιθετικές δηλώσεις κεντρικών τραπεζιτών, οι οποίοι εντάσσονται στην ευρύτερη ομάδα των «γερακιών», και που ζητούν οι αυξήσεις επιτοκίων να είναι μεγάλες, να ξεπερασθεί το θεωρούμενο ουδέτερο επίπεδο επιτοκίων και να γίνει η νομισματική πολιτική περιοριστική μέχρι να πέσει αρκετά ο πληθωρισμός.
Προς το παρόν δεν έχουν μιλήσει τα δύο ισχυρότερα «γεράκια» του συμβουλίου, οι κεντρικοί τραπεζίτες Γερμανίας και Ολλανδίας, όμως πρέπει να σημειωθεί ότι ο διοικητής της Bundesbank, Γιόακιμ Νάγκελ, μερικές ημέρες πριν τη συνεδρίαση της Πέμπτης, είχε υιοθετήσει αρκετά επιθετικούς τόνους για τα επιτόκια. Μιλώντας στην τηλεόραση του Bloomberg και απαντώντας σε ερώτηση για το χρονοδιάγραμμα των αυξήσεων επιτοκίων είχε αρνηθεί μεν να πάρει θέσει, επικαλούμενος την αβεβαιότητα, αλλά είχε τονίσει ότι υπάρχει πολύ μεγάλη απόκλιση ανάμεσα στο βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ (που τότε ήταν 1,25%, σήμερα 2%) και στον πληθωρισμό που έχει εκτιναχθεί στο 10%.
Αμέσως μετά τη συνεδρίαση του συμβουλίου, την Πέμπτη, άρχισαν οι επιθετικές τοποθετήσεις από κεντρικούς τραπεζίτες που τοποθετούνται στην ομάδα των «γερακιών». Ο Γκεντιμίνας Σίμκους, κεντρικός τραπεζίτης της Λιθουανίας προέτρεψε σε νέα μεγάλη αύξηση επιτοκίων τον Δεκέμβριο, ενώ ο Σλοβάκος, Πέτερ Καζιμίρ υπογράμμισε ότι η νομισματική πολιτική θα πρέπει να γίνει περιοριστική για να συγκρατηθεί ο πληθωρισμός.
«Θα περάσουμε από το ουδέτερο επιτόκιο -ανεξάρτητα από το πού το βλέπει κανείς αυτή τη στιγμή- σαν τρένο που περνάει με μεγάλη ταχύτητα από ένα σταθμό», είπε χαρακτηριστικά ο Καζιμίρ. «Πρέπει να βάλουμε τη νομισματική πολιτική στο λεγόμενο περιοριστικό περιβάλλον τουλάχιστον για μια ορισμένη περίοδο», πρόσθεσε.
Ο Λιθουανός κεντρικός τραπεζίτης δήλωσε ότι οι αυξητικές τάσεις του πληθωρισμού συνεχίζουν να εντείνονται και ότι παραμένει σημαντικό να αναληφθεί «αποφασιστική δράση». «Η νομισματική πολιτική εξακολουθεί να είναι επεκτατική», τόνισε, και πρόσθεσε: «Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι θα έχουμε μια ακόμη αύξηση και ότι θα πρέπει να είναι σημαντική».
Ο κεντρικός τραπεζίτης της Εσθονίας, Μάντις Μίλερ ξεκαθάρισε σε δηλώσεις τους ότι τα επιτόκια της ΕΚΤ απέχουν ακόμη από το θεωρούμενο ως ουδέτερο επίπεδο. «Είναι απολύτως σαφές ότι τα επιτόκια θα συνεχίσουν να αυξάνονται στη ζώνη του ευρώ στο εγγύς μέλλον», ανέφερε σε δήλωσή του. «Τα επιτόκια εξακολουθούν να είναι μάλλον χαμηλά σε ιστορική σύγκριση και δεν έχουν ακόμη σαφή περιοριστική επίδραση στην οικονομική δραστηριότητα ή στις αυξήσεις των τιμών», τόνισε.
Ταυτόχρονα, όσοι έχουν λάβει υπόψη τους τη σταθερή επωδό της Λαγκάρντ, πως οι αποφάσεις για τα επιτόκια θα λαμβάνονται σε κάθε συμβούλιο με βάση και τα νεότερα οικονομικά στοιχεία, μάλλον θα απογοητεύθηκαν από τα πρώτα στοιχεία για τον πληθωρισμό του Οκτωβρίου, πριν υπάρξει μια συνολικότερη εικόνα, την επόμενη εβδομάδα. Στοιχεία που δημοσιεύθηκαν την Παρασκευή έδειξαν ένα τεράστιο άλμα στις τιμές καταναλωτή στην Ιταλία, οι οποίες εκτιμήθηκε ότι αυξήθηκαν τον Οκτώβριο στο επίπεδο ρεκόρ του 12,8%. Παράλληλα, πάνω από τις προβλέψεις των αναλυτών κινούνται και οι πρώτες ενδείξεις για τον πληθωρισμό στη Γαλλία και τη Γερμανία.
Με αυτά τα δεδομένα, όσοι βιάζονται να στοιχηματίσουν υπέρ μιας αύξησης κατά μισή μονάδα στη συνεδρίαση του Δεκεμβρίου, όπως ο οικονομολόγος της Goldman Sachs, Γιάρι Στεν, είναι πιθανό να βγουν χαμένοι. Όσο και αν οι κεντρικοί τραπεζίτες θα ήθελαν να αποφύγουν μια ακόμη, τρίτη κατά σειρά, «τζάμπο» αύξηση επιτοκίων την 1η Δεκεμβρίου, που δεν θα είναι ευχάριστη για τις αγορές και θα επιταχύνει την πορεία της ευρωζώνης στην ύφεση, οι συνθήκες που διαμορφώνονται δεν αποκλείεται να τους οδηγήσουν στο... πικρό φάρμακο.