ΓΔ: 1390.49 0.56% Τζίρος: 113.37 εκ. € Τελ. ενημέρωση: 17:25:02 DATA
Φωτο: Shutterstock

S&P: Η Ελλάδα έχει ανοσία στα επιτόκια, θα αρχίσει μείωση πληθωρισμού

Το «μαξιλάρι» διαθεσίμων και η εξαιρετικά ευνοϊκή διάρθρωση του χρέους προστατεύουν τη χώρα από την παγκόσμια άνοδο επιτοκίων, εκτιμά ο οίκος. Ο πληθωρισμός έφθασε σε κορύφωση και θα μειωθεί. Αμετάβλητη στο BB+ η βαθμολογία με σταθερή προοπτική.

Με ιδιαίτερα σημαντικές, θετικές επισημάνσεις για την ελληνική οικονομία συνοδεύει ο κορυφαίος οίκος αξιολόγησης S&P Global Ratings την απόφασή του να διατηρήσει σταθερή τη βαθμολογία της χώρας στο BB+.

Μεταξύ άλλων, κάνει λόγο για αποδεδειγμένη αποτελεσματικότητα της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης, τονίζει ότι η Ελλάδα έχει εξασφαλίσει ανοσία στην αύξηση των επιτοκίων, χάρη στο μεγάλο «μαξιλάρι» ταμειακών αποθεμάτων και την εξαιρετικά ευνοϊκή διάρθρωση του χρέους, εκτιμά ότι η χώρα δεν θα χρειασθεί τη στήριξη από την ΕΚΤ με το νέο εργαλείο TPI και σημειώνει ότι ο πληθωρισμός πιθανότατα έχει φθάσει ήδη στην κορύφωση του και θα αρχίσει να υποχωρεί.

Σχετικά με τις προοπτικές της οικονομίας, ο οίκος τονίζει ότι η Ελλάδα θα είναι σε θέση να διαχειριστεί τον αντίκτυπο του πολέμου στην Ουκρανία και τον αναμενόμενο στασιμοπληθωρισμό στην ευρωζώνη τα επόμενα τρία χρόνια και προβλέπει ότι η οικονομική ανάπτυξη της χώρας θα ξεπεράσει τον μέσο όρο της ευρωζώνης,

Ο αμερικανικός οίκος αξιολόγησης δεν αναμενόταν να αναβαθμίσει χθες το αξιόχρεο της χώρας, καθώς ήδη, τον περασμένο Απρίλιο, είχε ανεβάσει τη βαθμολογία ένα σκαλοπάτι χαμηλότερα από την επενδυτική βαθμίδα. Η αξιολόγηση BB+ συνοδεύεται από σταθερές προοπτικές, κάτι που σημαίνει ότι δεν είναι πιθανή μια αλλαγή μέσα στο επόμενο 12μηνο. Πάντως, οι θετικές επισημάνσεις του οίκου για την ελληνική οικονομία λειτουργούν υποστηρικτικά για τα ελληνικά ομόλογα, σε μια περίοδο ισχυρής πίεσης στις αποδόσεις. Χθες, η απόδοση του 10ετούς τίτλου ανέβηκε ακόμη και πάνω από το 5,1%, για να κλείσει την ημέρα στο 5,077%.

Η σύνοψη των εκτιμήσεων

Η S&P αναφέρει στην ανακοίνωσή της ότι επιβεβαιώθηκαν οι αξιολογήσεις «ΒΒ+/Β» της Ελλάδας με σταθερές προοπτικές και εξηγεί ότι, μετά από ένα ισχυρό 2022, αναμένεται ότι η οικονομική ανάπτυξη στην Ελλάδα θα επιβραδυνθεί το 2023 κάτω από το 2%, με πιθανές περαιτέρω ενεργειακές διαταραχές στην Ευρώπη να επισκιάζουν τις προοπτικές.

Ο πληθωρισμός 12 μηνών στην Ελλάδα φαίνεται πιθανό να υποχωρήσει από το υψηλό πολλών δεκαετιών τον Σεπτέμβριο, ωθώντας τους μισθούς προς τα πάνω μόνο ελαφρώς (0,9% σε ετήσια βάση το δεύτερο τρίμηνο του 2022) και αμβλύνοντας τη ζήτηση.

Παρά τα δημοσιονομικά μέτρα της κυβέρνησης για την άμβλυνση των οικονομικών επιπτώσεων των διαταραχών στις τιμές της ενέργειας και των τροφίμων, το δημοσιονομικό έλλειμμα του 2022 αναμένεται να μειωθεί σε περίπου 4% του ΑΕΠ φέτος, να μειωθεί περαιτέρω το 2023 και να θέσει το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ σε καθοδική πορεία.

Οι σταθερές προοπτικές αντικατοπτρίζουν την προσδοκία μας ότι τα δημοσιονομικά αποθέματα ασφαλείας της Ελλάδας και η αποδεδειγμένη αποτελεσματικότητα της πολιτικής θα επιτρέψουν στη χώρα να απορροφήσει τις έμμεσες επιπτώσεις στην οικονομία και τα δημόσια οικονομικά της από τον πόλεμο Ρωσίας-Ουκρανίας.

Δυσμενές σενάριο: Θα μπορούσαμε να μειώσουμε τις αξιολογήσεις για την Ελλάδα εάν η οικονομία αποδυναμωθεί σημαντικά περισσότερο από ό,τι αναμένουμε ή εάν οι δημοσιονομικές επιδόσεις επιδεινωθούν σημαντικά χαμηλότερα από τις προβλέψεις μας.

Θετικό σενάριο: Θα μπορούσαμε να αυξήσουμε τις αξιολογήσεις μας για την Ελλάδα εάν συνεχιστούν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, παράλληλα με ισχυρότερες από τις αναμενόμενες οικονομικές και δημοσιονομικές επιδόσεις.

Το σκεπτικό της αξιολόγησης

Οι επιδόσεις της Ελλάδας όσον αφορά τα δημόσια έσοδα ενισχύθηκαν από την υψηλή ονομαστική οικονομική ανάπτυξη το 2022 (εκτιμάται ότι υπερβαίνει το 13%). Τα οφέλη προήλθαν από εκτιμώμενη αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά σχεδόν 6%, με πλήρη ανάκαμψη του τουριστικού τομέα, ισχυρή άνοδο της απασχόλησης και υψηλό πληθωρισμό. Σε ταμειακή βάση, μεταξύ Ιανουαρίου και Αυγούστου, τα έσοδα της γενικής κυβέρνησης αυξήθηκαν σχεδόν 18% σε σχέση με την ίδια περίοδο το 2021 (επίσης χάρη στις μεγαλύτερες μεταβιβάσεις από τον Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης φέτος). Για την ίδια περίοδο, οι κρατικές δαπάνες μειώθηκαν κατά σχεδόν 4% λόγω της σταδιακής κατάργησης της στήριξης που σχετίζεται με τη νόσο COVID-19. Τα ενεργειακά μέτρα το 2022 προβλέπεται να ανέλθουν σε 13,4 δισεκατομμύρια ευρώ (ή 6,7% του ΑΕΠ), εκ των οποίων 6 δισεκατομμύρια ευρώ (ή 2,8% του ΑΕΠ) θα έχουν δημοσιονομικό αντίκτυπο. Οι ισχυρές δημοσιονομικές επιδόσεις θα οδηγήσουν, κατά την άποψή μας, σε σημαντική μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος φέτος σε περίπου 4,0% του ΑΕΠ από 7,4% το 2021.

Το 2023, η κυβέρνηση στοχεύει σε πρωτογενές πλεόνασμα, κυρίως μέσω του περαιτέρω περιορισμού των δαπανών για την εξάλειψη των υπόλοιπων μέτρων που σχετίζονται με τη νόσο COVID-19 και της μη ανανέωσης ορισμένων μέτρων που σχετίζονται με την ενέργεια, καθώς και του έκτακτου φόρου στις επιχειρήσεις ενέργειας. Αν και πιστεύουμε ότι η οικονομική επιβράδυνση και οι πιθανές πρόσθετες πιέσεις στις δημόσιες δαπάνες ενόψει των γενικών εκλογών του 2023 μπορεί να εμποδίσουν την ικανότητα της κυβέρνησης να επιτύχει τον στόχο της για το δημοσιονομικό αποτέλεσμα, αναμένουμε ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα θα μειωθεί περαιτέρω, θέτοντας ευδιάκριτα το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ σε πτωτική τροχιά.

Η πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας εξακολουθεί να επωφελείται από τα σημαντικά δημοσιονομικά αποθέματα ασφαλείας της κυβέρνησης --χάρη στη διατήρηση σημαντικών αποθεμάτων ρευστότητας στον ισολογισμό της κυβέρνησης-- και από την ευνοϊκή δομή του δημόσιου χρέους. Τα πολύ μεγάλα ταμειακά αποθέματα στον ενιαίο λογαριασμό διαθεσίμων και οι χαμηλές απαιτήσεις αναχρηματοδότησης του χρέους θα συμβάλουν στην ανοσία των δημόσιων οικονομικών έναντι της αύξησης των παγκόσμιων επιτοκίων. Ωστόσο, η αύξηση των πραγματικών επιτοκίων θα μπορούσε να ασκήσει πίεση στα δημόσια οικονομικά επιβαρύνοντας την αύξηση του ΑΕΠ.

Λαμβάνοντας υπόψη τη λήξη και το μέσο κόστος των τόκων, η Ελλάδα έχει ένα από τα πιο ευνοϊκά προφίλ χρέους από όλα τα κράτη που αξιολογούμε. Αναμένουμε ότι το διαπραγματεύσιμο στην αγορά τμήμα του χρέους της κεντρικής κυβέρνησης της Ελλάδας θα αντιπροσωπεύει περίπου το 25% του συνολικού χρέους, ή λίγο περισσότερο από το 50% του ΑΕΠ, στο τέλος του 2022. Προβλέπουμε ότι οι δείκτες ακαθάριστου και καθαρού χρέους προς το ΑΕΠ της γενικής κυβέρνησης της Ελλάδας θα συνεχίσουν να παρουσιάζουν πτωτική τάση την περίοδο 2022-2025, υποβοηθούμενοι από την ανάκαμψη της αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ και τη δημοσιονομική εξυγίανση. Οι αξιολογήσεις μας για την Ελλάδα περιορίζονται από το υψηλό εξωτερικό και δημόσιο χρέος της χώρας.

Η οικονομία θα επιβραδυνθεί απότομα το 2023.

Οι υψηλότερες τιμές της ενέργειας και ο επιταχυνόμενος πληθωρισμός θα επιβραδύνουν την αύξηση του ΑΕΠ της Ελλάδας το 2023 κάτω από το 2,0% έναντι εκτιμώμενου 5,8% το 2022. Πιστεύουμε ότι η ελληνική οικονομία θα επωφεληθεί σημαντικά από τις διαθέσιμες χρηματοδοτήσεις στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης (NextGenerationEU - NGEU).

Παρόλο που η Ελλάδα ενδέχεται να λάβει στήριξη μέσω του Μέσου Προστασίας της Μετάδοσης (TPI) της ΕΚΤ, το οποίο ανακοινώθηκε τον Ιούλιο του 2022 μετά την προηγούμενη απόφαση της τράπεζας να τερματίσει τις καθαρές αγορές στο πλαίσιο του έκτακτου προγράμματος αγοράς στοιχείων ενεργητικού λόγω πανδημίας (PEPP), δεν πιστεύουμε ότι θα απαιτηθεί η πρόσθετη βοήθεια.

Αναμένουμε ότι η ελληνική οικονομία θα αναπτυχθεί κατά σχεδόν 6% το 2022 (αύξηση 7,8% σε ετήσια βάση το πρώτο εξάμηνο). Αυτό είναι πολύ ισχυρότερο από το 3,5% που περιμέναμε μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, καθώς το αρχικό σοκ στις τιμές της ενέργειας και των τροφίμων αντισταθμίστηκε με το παραπάνω από την ισχυρή κατανάλωση λόγω της συσσωρευμένης ζήτησης και της υψηλής αύξησης της απασχόλησης (12% σε ετήσια βάση κατά το πρώτο εξάμηνο του έτους). Η επενδυτική δραστηριότητα και η εξωτερική ζήτηση στήριξαν επίσης την οικονομική δραστηριότητα, ιδίως κατά το πρώτο εξάμηνο του έτους. Παράλληλα, οι δυναμικές επιδόσεις του τουριστικού κλάδου επεκτάθηκαν και στο τρίτο τρίμηνο και εκτιμούμε ότι η σεζόν θα ξεπεράσει τα προ πανδημίας αποτελέσματα.

Υποθέτουμε ότι η Ελλάδα θα είναι σε θέση να διαχειριστεί τον αντίκτυπο του πολέμου στην Ουκρανία και τον αναμενόμενο στασιμοπληθωρισμό στην ευρωζώνη τα επόμενα τρία χρόνια. Αναμένουμε ότι η οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας θα ξεπεράσει τον μέσο όρο της ευρωζώνης, συμπεριλαμβανομένου του πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Τούτου λεχθέντος, υπάρχουν μεγάλες αβεβαιότητες γύρω από αυτές τις προβλέψεις, κυρίως προς τα κάτω, εάν ο πόλεμος παραταθεί, κλιμακωθεί στα μέλη του NATO ή προκαλέσει πιο σοβαρές διαταραχές στον ενεργειακό εφοδιασμό.

Ο τουρισμός εκτιμάται ότι αντιπροσωπεύει το 10% της συνολικής απασχόλησης και λίγο λιγότερο από το 7% της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας. Το 2019, οι καθαρές τουριστικές εξαγωγές της Ελλάδας έφτασαν στο ιστορικό υψηλό των 15,4 δισεκατομμυρίων ευρώ, που ισοδυναμεί με το 8,4% του ΑΕΠ. Κατά την περίοδο Ιανουαρίου-Ιουλίου 2022, οι ταξιδιωτικές εισπράξεις και αφίξεις ανήλθαν στο 97% και 88%, αντίστοιχα, του επιπέδου του 2019. Αυτό υποδηλώνει ότι η ανάκαμψη του τουρισμού έχει στηρίξει σημαντικά την οικονομική ανάπτυξη και αναμένεται να συμβάλει στη σταδιακή μείωση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μόλις υποχωρήσει η διαταραχή των τιμών της ενέργειας.

Η ανάκαμψη του τουρισμού ενίσχυσε και την αγορά εργασίας. Η απασχόληση αυξήθηκε 12,0% σε ετήσια βάση κατά το πρώτο εξάμηνο του 2022, ενώ η ανεργία διαμορφώθηκε στο 12,2% τον Αύγουστο --το χαμηλότερο επίπεδο από τον Απρίλιο του 2010. Προς το παρόν, υπήρξε μικρή ανοδική πίεση στους μισθούς (0,9% σε ετήσια βάση το δεύτερο τρίμηνο του 2022).

Τους τελευταίους μήνες, ωστόσο, οι πληθωριστικές πιέσεις, που σχετίζονται ιδιαίτερα με τις υψηλές τιμές της ενέργειας και της ηλεκτρικής ενέργειας, έχουν περιορίσει την εμπιστοσύνη των επιχειρήσεων και των καταναλωτών, καθώς και τις τάσεις στη βιομηχανική παραγωγή. Τα υποστηρικτικά οικονομικά και δημοσιονομικά μέτρα της κυβέρνησης, σε συνδυασμό με τις ισχυρές επιδόσεις της αγοράς εργασίας, ενίσχυσαν το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και την ανάκαμψη της εγχώριας ζήτησης. Ωστόσο, η απότομη άνοδος του πληθωρισμού και των επιτοκίων, παράλληλα με τον στασιμοπληθωρισμό στην ευρωζώνη, θα επηρεάσουν αρνητικά την ιδιωτική κατανάλωση και τις επενδύσεις το 2023. Αναμένουμε ότι ο ρυθμός αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ θα επιβραδυνθεί κάτω από το 2% το 2023 και στη συνέχεια θα επιταχυνθεί το 2024.

Αρκετά έργα ιδιωτικοποίησης βρίσκονται στο τελικό στάδιο (ΔΕΠΑ Υποδομών) ή βρίσκονται σε καλό δρόμο (περιφερειακοί  λιμένες και παραχωρήσεις για την Αττική Οδό και την Εγνατία Οδό). Εάν ολοκληρωθούν όπως έχει προγραμματιστεί, τα έργα αυτά, σε συνδυασμό με τη δόση από την παραχώρηση του Ελληνικού, θα ανέλθουν φέτος τα έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις σε 2,2 δισ.

Πιστεύουμε ότι η ελληνική οικονομία θα ωφεληθεί σημαντικά από τις διαθέσιμες διευκολύνσεις στο πλαίσιο της συμφωνίας NGEU. Η Ελλάδα πρόκειται να λάβει επιχορηγήσεις ύψους 17,8 δισεκατομμυρίων ευρώ έως το 2026 και δάνεια ύψους 12,7 δισεκατομμυρίων ευρώ. Έλαβε επίσης δάνεια μέσω της στήριξης για τον μετριασμό των κινδύνων ανεργίας στο πλαίσιο καθεστώτος έκτακτης ανάγκης και περισσότερα από 40 δισεκατομμύρια ευρώ από το τρέχον πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο της ΕΕ. Το 2022, η Ελλάδα έχει προγραμματιστεί να λάβει 5,2 δισ. Περισσότερο από το ένα τρίτο των κονδυλίων από τον Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) σχεδιάζεται για την πράσινη μετάβαση της χώρας, σχεδόν το ένα τέταρτο για την ψηφιοποίηση και το υπόλοιπο για τη στήριξη των ιδιωτικών επενδύσεων, των πολιτικών για την αγορά εργασίας, της υγειονομικής περίθαλψης και της δημόσιας διοίκησης, συμπεριλαμβανομένης της φορολογικής διοίκησης και του δικαστικού σώματος. Πιστεύουμε ότι, εάν χρησιμοποιηθούν αποτελεσματικά, τα κεφάλαια αυτά θα μπορούσαν να επιταχύνουν τις διαρθρωτικές βελτιώσεις στην οικονομία, να συμβάλουν στην ισχυρότερη ανάπτυξη και να βελτιώσουν την ικανότητα εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους κατά τη διάρκεια του χρονικού ορίζοντα των προβλέψεών μας, ιδίως εν μέσω αυξημένων αβεβαιοτήτων που απορρέουν από τη σύγκρουση Ρωσίας-Ουκρανίας.

Η ΕΚΤ εγκαινίασε το PEPP το 2020 για να σταθεροποιήσει τις χρηματοπιστωτικές αγορές και να απορροφήσει τους οικονομικούς κλυδωνισμούς που συνδέονται με την πανδημία COVID-19, μεταξύ άλλων και στην Ελλάδα. Μετά την απόφασή της να διακόψει τις καθαρές αγορές στοιχείων ενεργητικού στο πλαίσιο του PEPP στα τέλη Μαρτίου 2022, η ΕΚΤ διευκρίνισε ότι θα μπορούσε να συνεχίσει να αγοράζει ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου πέραν της επανατοποθέτησης εσόδων από το PEPP, εάν παρατηρήσει επιδείνωση της μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής στην Ελλάδα, ενώ η οικονομία εξακολουθεί να ανακάμπτει από τις επιπτώσεις της πανδημίας. Τον Ιούλιο του 2022 η ΕΚΤ ανακοίνωσε το TPI, ένα νέο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων που θα βοηθήσει τα πιο χρεωμένα κράτη της ευρωζώνης και θα αποτρέψει τον χρηματοπιστωτικό κατακερματισμό εντός της νομισματικής ένωσης. Προς το παρόν, δεν πιστεύουμε ότι η Ελλάδα θα χρειαστεί αυτήν την πρόσθετη στήριξη.

Κατά τη γνώμη μας, η μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ) των τραπεζών είναι καίριας σημασίας για την ταχύτερη οικονομική ανάκαμψη, δεδομένου ότι θα τονώσει τις πιστώσεις του ιδιωτικού τομέα, οι οποίες σε καθαρούς όρους εξακολουθούν να συρρικνώνονται. Οι τράπεζες μείωσαν σταθερά το μεγάλο απόθεμα ΜΕΑ, παρά τις επιπτώσεις της πανδημίας στους εταιρικούς ισολογισμούς. Το μερίδιο των ΜΕΑ στο σύνολο των δανείων του τραπεζικού συστήματος μειώθηκε απότομα στο 10% τον Ιούνιο του 2022 από 31% το 2020. Επιπλέον, η κυβέρνηση αντλεί δάνεια ύψους 12,7 δισεκατομμυρίων ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης της ΕΕ και τα διοχετεύει στον ιδιωτικό τομέα με χαμηλό κόστος δανεισμού μέσω του τραπεζικού συστήματος, γεγονός που αναμένεται να συμβάλει στην αντιμετώπιση του χάσματος μεταξύ της ζήτησης και της προσφοράς πιστώσεων στην οικονομία, καθώς και στην τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας τα επόμενα χρόνια.

Μετά τη λήξη του πλαισίου ενισχυμένης εποπτείας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής τον Αύγουστο του τρέχοντος έτους, η Ελλάδα θα συνεχίσει να υπόκειται σε μεταπρογραμματική εποπτεία με έμφαση στην επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων και τη συνεχή εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Η συνεχιζόμενη ελάφρυνση του χρέους και η επιστροφή κερδών από ελληνικά ομόλογα που κατέχουν η ΕΚΤ και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες της ευρωζώνης υπόκεινται στη συνεχή συμμόρφωση με τους στόχους του προγράμματος.

Λαμβάνοντας υπόψη τις γενικές εκλογές του Ιουλίου 2023, πιστεύουμε ότι αυτά τα προγράμματα και τα διαθέσιμα κονδύλια του NGEU παρέχουν ισχυρά κίνητρα στην επόμενη κυβέρνηση να συνεχίσει να εφαρμόζει διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, ανεξάρτητα από το εκλογικό αποτέλεσμα.

Συνεχίζεται η δημοσιονομική εξυγίανση

Προβλέπουμε ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα θα μειωθεί στο 4,0% του ΑΕΠ το 2022 λόγω των έντονων επιδόσεων των εσόδων και της συγκράτησης των δαπανών, προτού μειωθεί περαιτέρω την περίοδο 2023-2025. Ως αποτέλεσμα, προβλέπουμε μείωση του ακαθάριστου χρέους της γενικής κυβέρνησης τα επόμενα χρόνια, φθάνοντας περίπου το 171% του ΑΕΠ το 2022 από περίπου 193% το 2021, ενώ η κυβέρνηση διατηρεί σημαντικά δημοσιονομικά αποθέματα ασφαλείας.

Δεδομένου του πολύ μεγάλου όγκου ολοκληρωμένων και συνεχιζόμενων πωλήσεων ΜΕΑ, αναμένουμε ότι ο συστημικός δείκτης ΜΕΑ θα μειωθεί κάτω από το 8,0% έως το τέλος του 2022 από 12,8% το 2021.

Η υψηλή ονομαστική οικονομική ανάπτυξη το 2022, που χαρακτηρίζεται από εκτιμώμενη αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ σχεδόν 6% -με πλήρη ανάκαμψη στον τουριστικό τομέα, ισχυρή αύξηση της απασχόλησης και υψηλό πληθωρισμό-- ενίσχυσε τις επιδόσεις των κρατικών εσόδων. Για παράδειγμα, σε ταμειακή βάση, μεταξύ Ιανουαρίου και Αυγούστου, τα έσοδα της γενικής κυβέρνησης αυξήθηκαν κατά σχεδόν 18% σε σύγκριση με την ίδια περίοδο το 2021 (επίσης χάρη στις μεγαλύτερες μεταβιβάσεις από το Ταμείο Ανάκαμψης κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου), ενώ οι κρατικές δαπάνες περιορίστηκαν λόγω της σταδιακής κατάργησης των πακέτων στήριξης που σχετίζονται με τη νόσο COVID-19, με μείωση σχεδόν 4% κατά την ίδια περίοδο. Τα ενεργειακά μέτρα το 2022 προβλέπεται να ανέλθουν σε 13,2 δισεκατομμύρια ευρώ (ή 6,7% του ΑΕΠ) εκ των οποίων 4,3 δισεκατομμύρια ευρώ (ή 2,0% του ΑΕΠ) με δημοσιονομικό αντίκτυπο. Οι ισχυρές δημοσιονομικές επιδόσεις θα οδηγήσουν σε σημαντική μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος φέτος, περίπου στο 4% του ΑΕΠ.

Το 2023, η κυβέρνηση επιδιώκει πρωτογενές πλεόνασμα 0,7% του ΑΕΠ, κυρίως λόγω του περαιτέρω περιορισμού των δαπανών που σχετίζεται με την εξάλειψη των υπόλοιπων μέτρων που σχετίζονται με τη νόσο COVID-19 και τη μη ανανέωση ορισμένων μέτρων που σχετίζονται με την ενέργεια, καθώς και του έκτακτου φόρου στις επιχειρήσεις ενέργειας. Το καθαρό δημοσιονομικό κόστος των μέτρων στήριξης προβλέπεται να μειωθεί από 2,8% του ΑΕΠ το 2022 σε 1,5% το 2023 (η ακαθάριστη αξία θα μειωθεί λιγότερο, από 13,4 δισεκατομμύρια ευρώ το 2022 σε 10,3 δισεκατομμύρια ευρώ το 2023). Αν και υποθέτουμε ότι η κυβέρνηση είναι απίθανο να επιτύχει τον δημοσιονομικό της στόχο λόγω της επιδείνωσης της οικονομικής δραστηριότητας και των γενικών εκλογών του 2023, αναμένουμε ότι η πρωτογενής δημοσιονομική θέση θα είναι σχεδόν ισοσκελισμένη, με το δημοσιονομικό έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης να μειώνεται περαιτέρω, θέτοντας σαφώς το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ σε καθοδική πορεία.

Δεδομένης της προσωρινής αναστολής του δημοσιονομικού πλαισίου του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης της ΕΕ, ανεστάλη η απαίτηση να επιτύχει η Ελλάδα πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ την περίοδο 2020-2023.

Λαμβάνοντας υπόψη την ονομαστική οικονομική ανάπτυξη και τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος, αναμένουμε ότι το ακαθάριστο χρέος της γενικής κυβέρνησης θα μειωθεί σε περίπου 171% του ΑΕΠ το 2022, από περίπου 193% το 2021 και στη συνέχεια θα μειωθεί περαιτέρω την περίοδο 2023-2025. Χωρίς να υπολογίζονται τα ταμειακά αποθέματα ασφαλείας, προβλέπουμε μείωση του καθαρού χρέους της γενικής κυβέρνησης κάτω από το 160 % του ΑΕΠ το 2022 και σχεδόν σε σχεδόν 152% το 2023 από περίπου 176% του ΑΕΠ το 2021.

Παρά την επιδείνωση του δημοσιονομικού αποτελέσματος που προκλήθηκε από την πανδημία την περίοδο 2020-2021, η Ελλάδα αντιμετώπισε τις επιπτώσεις της νόσου COVID-19 με σημαντικά δημοσιονομικά αποθέματα ασφαλείας. Αυτό αποδεικνύεται από την υποκείμενη προ πανδημίας διαρθρωτική δημοσιονομική θέση της (εκτιμώμενη σε πλεόνασμα περίπου 2% του ΑΕΠ το 2019), καθώς και από την πρόσβασή της σε σημαντικά αποθέματα ρευστότητας (εκτιμώνται σε περίπου 15% του ΑΕΠ στο τέλος του 2022 -εξαιρουμένης της χορήγησης ειδικών τραβηκτικών δικαιωμάτων από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), η οποία εκτιμάται σε 3 δισ. ευρώ, γεγονός που μείωσε σημαντικά τις δανειακές της ανάγκες. Οι μεταβιβάσεις των αποδόσεων SMP/ANFA από το Ευρωσύστημα θα συνεχιστούν, καθώς η Ελλάδα συμμορφώνεται σε γενικές γραμμές με τους σχετικούς δείκτες αναφοράς. Επιπλέον, η απόφαση της ΕΚΤ να συνεχίσει να αγοράζει ελληνικά κρατικά ομόλογα πέραν της επανεπένδυσης εσόδων του PEPP (και η επιλεξιμότητά τους ως εξασφαλίσεων για πράξεις αναχρηματοδότησης), καθώς και η πρόσφατη εισαγωγή του νέου εργαλείου στήριξης TPI -εάν παρατηρήσει η ΕΚΤ επιδείνωση της μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής στην Ελλάδα- είναι καίριας σημασίας για την πρόσβαση της Ελλάδας σε χρηματοδότηση με προσιτά επιτόκια.

Εκτιμούμε το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους της Ελλάδας σε περίπου 1,4% στο τέλος του 2022. Αυτό, παρά το μεγάλο χρέος της χώρας, είναι σημαντικά χαμηλότερο από το μέσο κόστος αναχρηματοδότησης για τα περισσότερα κράτη στην κατηγορία αξιολόγησης «ΒΒ». Η μέση σταθμισμένη εναπομένουσα διάρκεια του χρέους της κεντρικής κυβέρνησης ανήλθε σε 18,2 έτη στο τέλος Ιουνίου 2022. Αναμένουμε ότι αυτή και οι μελλοντικές πράξεις διαχείρισης του χρέους, μεταξύ άλλων όσον αφορά τα διμερή δάνεια, θα συμβάλουν στην ελάφρυνση του βάρους των τόκων της κυβέρνησης, ακόμη και λαμβάνοντας υπόψη τη σημαντική αύξηση του δημόσιου χρέους λόγω των οικονομικών και δημοσιονομικών επιπτώσεων της πανδημίας, καθώς και τη συνεχιζόμενη αύξηση των επιτοκίων δανεισμού. Είναι σημαντικό ότι τον Μάρτιο του 2022, η Ελλάδα προκατέβαλε το υπόλοιπο ποσό του δανείου του ΔΝΤ (1,86 δισ. ευρώ), δύο χρόνια νωρίτερα από το χρονοδιάγραμμα. Καθώς η Ελλάδα συνεχίζει να αντικαθιστά ένα αυξανόμενο μερίδιο του δημόσιου χρέους της με την έκδοση ομολόγων, το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους της ως μερίδιο των κρατικών εσόδων θα μπορούσε να αυξηθεί.

Συνεχίζουμε να βλέπουμε το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα ως μια ακραία περίπτωση της ευρωζώνης. Ο υψηλός αριθμός ΜΕΑ, παρά τις πρόσφατες σημαντικές βελτιώσεις, η χαμηλή ποιότητα κεφαλαίου λόγω του υψηλού ποσού αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων και των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων ως ποσοστό της μετοχικής βάσης των τραπεζών και οι περιορισμένες αν και βελτιωμένες προοπτικές κερδών συνεχίζουν να περιορίζουν την πιστοληπτική ικανότητα των ελληνικών τραπεζών. Η συνεχιζόμενη αναδιάρθρωση της Attica Bank --της πέμπτης μεγαλύτερης τράπεζας της χώρας από άποψη ενεργητικού-- αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα. Η καθυστερημένη εμφάνιση των μεγάλων ζητημάτων ποιότητας ενεργητικού και οι επακόλουθες μεγάλες ζημίες και η αφερεγγυότητα το 2021 πυροδότησαν τη μετατροπή των αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων, καθιστώντας το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας τον μεγαλύτερο μέτοχο μέσω εισφοράς κεφαλαίου ύψους 245 εκατομμυρίων ευρώ. Τούτου λεχθέντος, θεωρούμε ότι αυτό το πρόσφατο περιστατικό είναι μεμονωμένο και η Attica Bank δεν είναι συστημικά σημαντική.

Όσον αφορά τα ΜΕΑ, οι τέσσερις μεγαλύτερες τράπεζες έχουν προχωρήσει ουσιαστικά προς την εξομάλυνση από την εφαρμογή του 2018 του Σχεδίου Προστασίας Περιουσιακών Στοιχείων «Ηρακλής», στο πλαίσιο του οποίου η κυβέρνηση επεκτείνει τις εγγυήσεις πρώτης ζημίας σε τμήματα ομολόγων υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας που υποστηρίζονται από ομάδες ΜΕΑ που τιτλοποιούνται από ελληνικές τράπεζες. Με τη μόχλευση του «Ηρακλή» και το αυξημένο ενδιαφέρον από διαχειριστές προβληματικών περιουσιακών στοιχείων και αγοραστές επισφαλών απαιτήσεων, το απόθεμα NPE των ελληνικών τραπεζών μειώθηκε κάτω από τα 20 δισεκατομμύρια ευρώ στο τέλος του 2021 από 88 δισεκατομμύρια ευρώ στο τέλος του 2018. Δεδομένου του πολύ μεγάλου όγκου ολοκληρωμένων και συνεχιζόμενων πωλήσεων ΜΕΑ, αναμένουμε ότι ο δείκτης ΜΕΑ σε επίπεδο συστήματος θα μειωθεί κοντά στο 8% έως το τέλος του 2022. Ωστόσο, αναμένουμε ότι οι δείκτες μέτρησης της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού των ελληνικών τραπεζών θα παραμείνουν ασθενέστεροι από τον μέσο όρο της ΕΕ.

Προβλέπουμε ότι το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της Ελλάδας θα διευρυνθεί πέραν του 7,0% του ΑΕΠ την περίοδο 2022-2023 από 6,7% πέρυσι, πριν μειωθεί το 2024. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η προβλεπόμενη αύξηση των εισαγωγών, ιδίως λόγω των υψηλότερων τιμών του πετρελαίου και της ενέργειας, είναι απίθανο να αντισταθμιστεί πλήρως από την περαιτέρω ανάκαμψη του τουρισμού. Παρατηρούμε επίσης πολύ ευνοϊκές τάσεις στο ισοζύγιο πρωτογενούς εισοδήματος της Ελλάδας, αντανακλώντας το χαμηλό μέσο κόστος του δημόσιου χρέους που κατέχουν οι μη μόνιμοι κάτοικοι, και το ισοζύγιο δευτερογενών εισοδημάτων της, αντανακλώντας τις εισροές κεφαλαίων της ΕΕ. Ταυτόχρονα, η αύξηση των εξαγωγών είναι πιθανό να είναι υποτονική, δεδομένου του στασιμοπληθωρισμού στην ευρωζώνη.

Ωστόσο, κατά την άποψή μας, οι διαρθρωτικές οικονομικές αλλαγές των τελευταίων ετών έχουν φέρει τον εξαγωγικό τομέα της Ελλάδας σε θέση να επωφεληθεί από την αυξημένη ανταγωνιστικότητά της, την οποία παρατηρούμε στις σταθερές εξαγωγικές επιδόσεις των αγαθών. Ωστόσο, με λιγότερο από το 20% του ΑΕΠ, ο τομέας εξαγωγών εμπορευμάτων της Ελλάδας είναι σημαντικά χαμηλότερος από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Γενικότερα, η ανταγωνιστικότητα του κόστους εργασίας έχει βελτιωθεί στα επίπεδα που είχαν καταγραφεί πριν από το 2000 και η εξωτερική ζήτηση παρουσιάζει ανοδική τάση. Κατά συνέπεια, το μερίδιο των εξαγόμενων αγαθών και υπηρεσιών υπερδιπλασιάστηκε σε 51,7% του ΑΕΠ το 2021, σε σύγκριση με 19% του ΑΕΠ το 2009 και αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω έως το 2025. Επιπλέον, μετά από μια προσωρινή πτώση το 2020, οι εισροές Άμεσων Ξένων Επενδύσεων αυξάνονται από το 2021. Πιστεύουμε ότι οι μεγάλες επιχορηγήσεις από τη συμφωνία NGEU θα ωφελήσουν τις εξελίξεις στο ισοζύγιο πληρωμών κατά την περίοδο 2022-2026.

Ο ελληνικός πληθωρισμός έφτασε σε υψηλό πολλών δεκαετιών 12% τον Σεπτέμβριο (σύμφωνα με τον Εναρμονισμένο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή), αντανακλώντας την άνοδο των τιμών της ενέργειας και των τροφίμων. Τα ευμετάβλητα αποτελέσματα του πληθωρισμού περιπλέκουν τις αποφάσεις για επενδύσεις και δαπάνες για τον ιδιωτικό τομέα της Ελλάδας και θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο την ανάπτυξη. Ωστόσο, μέχρι στιγμής, σε αντίθεση με τις τάσεις στις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο, υπάρχουν λίγες ενδείξεις ότι ο υψηλότερος πληθωρισμός τιμών καταναλωτή και παραγωγού αυξάνει τους μισθούς στην ελληνική οικονομία. Προβλέπουμε ότι ο πληθωρισμός 12 μηνών θα μπορούσε να είναι πολύ κοντά στην κορύφωσή του. Γενικότερα, οι προοπτικές του πληθωρισμού εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από γεγονότα εκτός του ελέγχου της ΕΚΤ, ιδίως από τη διάρκεια του πολέμου στην Ουκρανία και, με τη σειρά τους, από τη συμπεριφορά των παγκόσμιων τιμών των βασικών εμπορευμάτων, καθώς και από το ενδεχόμενο κάποιας ανατίμησης του ευρώ έναντι του δολαρίου ΗΠΑ.

Google news logo Ακολουθήστε το Business Daily στο Google news

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Giannis Stournaras, Trapeza tis Ellados, TtE
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Σίγουρη η επενδυτική βαθμίδα φέτος, κύμα επενδύσεων βλέπει ο Στουρνάρας

Μόνο το 10% των funds επενδύουν σε χώρες που δεν έχουν επενδυτική βαθμίδα, θα αυξηθούν σημαντικά οι ροές ξένων επενδύσεων, τονίζει ο διοικητής της ΤτΕ. Προστατευμένο το ελληνικό χρέος από τις αυξήσεις επιτοκίων.
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Αναβάθμισε το outloook η S&P, η Ελλάδα έτοιμη για επενδυτική βαθμίδα

Ο οίκος τονίζει την ευχάριστη έκπληξη από το πρωτογενές πλεόνασμα του 2022 και την πρόοδο των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Εκτιμά ότι και η επόμενη κυβέρνηση θα κινηθεί στην ίδια πορεία λόγω του Ταμείου Ανάκαμψης.