Ισχυροί προβληματισμοί επικρατούν στις διοικήσεις των μεγάλων γαλακτοβιομηχανιών για την προβληματική κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στην αγορά των γαλακτοκομικών προϊόντων και, κυρίως, στην αγορά του φρέσκου παστεριωμένου γάλακτος, όσο και στην κτηνοτροφική παραγωγή. Υπάρχουν σοβαρές σκέψεις και μελετώνται προτάσεις ακόμη και για γεωγραφικό περιορισμό της διανομής του, δεδομένου ότι έχουν ξεφύγει πλέον οι λεγόμενες επιστροφές –πρόκειται για έναν αστάθμητο κοστολογικό παράγοντα, τον πιο ισχυρό, που κάνει το προϊόν ζημιογόνο, εφόσον αυξηθεί πάνω από κάποιο σημείο, το οποίο είναι διαφορετικό για κάθε εταιρεία.
Σε μία περίοδο εξαιρετικά δύσκολη, με το ενεργειακό κόστος να παραμένει σε υψηλά επίπεδα, την αύξηση των υλικών συσκευασίας και την αύξηση της τιμής της πρώτης ύλης, που κινείται πλέον πάνω από 55 λεπτά το κιλό σε αρκετές περιπτώσεις, οι διοικήσεις των εταιρειών προσπαθούν να σχεδιάσουν την εμπορική πολιτική του 2023. Το παστεριωμένο αγελαδινό γάλα –των επτά ημερών– είναι ένα προϊόν με πολύ μικρό περιθώριο κέρδους που πολύ εύκολα μπορεί να γυρίσει στη ζημιά και η αύξηση των επιστροφών το έχει κάνει πια ζημιογόνο. Ο γεωγραφικός περιορισμός, ίσως, σε κάποιες περιπτώσεις, επισημαίνουν πηγές της αγοράς, μπορεί να ήταν μία λύση, ίσως πρόσκαιρη. Ωστόσο δεν έχουν ληφθεί ακόμη οριστικές αποφάσεις.
Ενδεικτικό στοιχείο του σοβαρού προβλήματος που αντιμετωπίζουν οι γαλακτοβιομηχανίες, κυρίως αυτές που έχουν πανελλήνιο δίκτυο διανομής, είναι το γεγονός ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσε προσφάτως το BD, στη διάρκεια του περασμένου Ιουλίου ο όγκος των πωλήσεων του παστεριωμένου γάλακτος μειώθηκε κατά 6,9% κι η αξία των πωλήσεων έφτασε στο 2,4%. Τον επόμενο μήνα, λόγω της έντασης του τουρισμού, τον Αύγουστο η μείωση του όγκου των πωλήσεων, δηλαδή της κατανάλωσης περιορίστηκε ελαφρά και η μείωση υποχώρησε στο 6,7%, ενώ η μείωση αξίας των πωλήσεων περιορίστηκε στο 1%. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σ΄αυτό το περιβάλλον ο συντελεστής των επιστροφών έχει γίνει εφιάλτης στις διοικήσεις των γαλακτοβιομηχανιών.
Εν τω μεταξύ, έχει μειωθεί η ήδη ελλειμματική παραγωγή αγελαδινού γάλακτος –ένα πρόβλημα που ξεκίνησε από τους τελευταίους μήνες του 2021 και έχει ενταθεί μετά από τον περασμένο Φεβρουάριο, με την έναρξη του πολέμου. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΛΓΟ Δήμητρα, από τον Ιανουάριο ως και τον Ιούλιο του 2022 παραδόθηκαν στις γαλακτοβιομηχανίες 385.610 τόνοι αγελαδινού γάλακτος, ενώ στο ίδιο διάστημα του 2021 είχαν παραδοθεί 402.506 τόνοι, μια μείωση κατά 4,2%. Η φθίνουσα πορεία της ήδη ελλειμματικής παραγωγής, ως προς τις ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας έχει αποτελέσει σήμα κινδύνου σε όλους τους εμπλεκόμενους.