Περί τα 2,5 δισ. ευρώ επενδύθηκαν από τις αλυσίδες των σούπερ μάρκετ στο διάστημα της τελευταίας δεκαετίας, από το 2012, τη χρονιά που στο επίκεντρο της συζήτησης ήταν το Grexit ως και φέτος, το 2022, που η ελληνική οικονομία εμφανίζει πρόδρομα συμπτώματα οικονομικής επιβράδυνσης.
Σ΄αυτό το διάστημα, με τη συρρίκνωση των τραπεζικών δικτύων, που έχει ήδη συντελεστεί ή συντελείται ακόμη σε ορισμένες περιπτώσεις και παράλληλα την ανάπτυξη του λιανεμπορίου, ο κλάδος έχει αναδειχθεί στον μεγαλύτερο εργοδότη της ελληνικής αγοράς. Και να σκεφτεί κανείς πως σ΄ αυτή την περίοδο άλλαξε εντελώς το τοπίο του κλάδου, άλλες αλυσιδες κατέρρευσαν, άλλες μικρού και μεγάλου μεγέθους εταιρείες εξαγοράστηκαν.
Σ΄ αυτό το ποσό των 2,5 δισ., όπως σημειώνουν πηγές που είναι σε θέση να γνωρίζουν, δεν υπολογίζονται ούτε τα δάνεια, ούτε οι πληρωμές των προμηθευτών εταιρειών που εξαγοράστηκαν. Αφορά αποκλειστικά ανακαινίσεις και δημιουργία νέων καταστημάτων. Μόνο εφέτος υπολογίζεται ότι θα επενδυθούν περί τα 250 – 300 εκατ. ευρώ.
Σύμφωνα με πηγές της αγοράς –κι αυτό έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον– παρά τις αντιξοότητες και τις αναστατώσεις της ελληνικής οικονομίας, ο κλάδος των σούπερ μάρκετ δεν περιόρισε τους επενδυτικούς του σχεδιασμούς. Καμία από τις εταιρείες δεν ανέστειλε το επενδυτικό της πρόγραμμα. Τούτο βεβαίως οφείλεται κατά κύριο λόγο στην ένταση του ανταγωνισμού που επικρατεί στη συγκεκριμένη αγορά, αφού όποιος αναστείλει ή περιορίσει το επενδυτικό του πλάνο παρέχει εμμέσως συγκριτικό πλεονέκτημα στους ανταγωνιστές του.
Βέβαια, όπως λένε οι ίδιες πηγές, στο διάστημα των τελευταίων τριών χρόνων με την εκδήλωση της πανδημίας, όπως είναι γνωστό διαταράχθηκαν οι εφοδιαστικές αλυσίδες, με αποτέλεσμα να υπάρξουν καθυστερήσεις, που κυρίως αφορούσαν τον κατασκευαστικό κλάδο ή μηχανολογικό εξοπλισμό που χρησιμοποιείται στα καταστήματα, αλλά σε καμία περίπτωση δεν υπήρξε αναστολή του επενδυτικού προγράμματος.
Σε δήλωση του, εξάλλου, προς το Business Daily ο κ. Αριστοτέλης Παντελιάδης, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Μετρό ΑΕ –στην εταιρεία ανήκουν τα σούπερ μάρκετ My Market και τα cash & carry Metro– επιβεβαιώνοντας τα παραπάνω αναφέρει πως «τα επενδυτικά πλάνα των εταιρειών του κλάδου υλοποιούνται κανονικά, παρά τη μεγάλη αναταραχή που επέφερε η ουκρανική κρίση. Είναι τέτοια η ένταση του ανταγωνισμού, που δεν επιτρέπει αναστολές ή καθυστερήσεις. Το ίδιο συνέβη και κατά τη διάρκεια της δεκαετούς οικονομικής ύφεσης. Θα έλεγα μάλιστα ότι υπάρχει η τάση αύξησης των επενδυτικών κονδυλίων, καθώς αφενός οι τιμές των ακινήτων πλέον αυξάνονται, αφετέρου οι απαιτήσεις κονδυλίων για τον ψηφιακό μετασχηματισμό γίνονται ολοένα και μεγαλύτερες».
Αρχίζουν δυσκολίες στην εύρεση προσωπικού
Εν τω μεταξύ και οι αλυσίδες σούπερ μάρκετ αρχίζουν και εντάσσονται δειλά – δειλά στην κατηγορία των κλάδων στους οποίους η ζήτηση για εργασία φαίνεται σε ορισμένες περιπτώσεις να μην καλύπτεται από την προσφορά. Όπως έλεγε πηγή της αγοράς, σε ορισμένες περιοχές, όπως οι τουριστικές ή και σε ορισμένες ειδικότητες, όπως π.χ. οι οδηγοί, «αντιμετωπίζουμε ελλείψεις στις θέσεις εργασίας».
Από την άλλη πλευρά το λιανεμπόριο των τροφίμων, σύμφωνα με το ΙΕΛΚΑ και τα στοιχεία του 2021 έχει φτάσει να απασχολεί περί τους 220.000 εργαζομένους –εφέτος εκτιμάται ότι ο αριθμός αυτός θα είναι σαφώς μεγαλύτερος κατά 2% - 3%. Μόνο στη διάρκεια της πανδημίας προστέθηκαν 12.000 εργαζόμενοι. Βέβαια δεν είναι σαφές πόσες από αυτές τις θέσεις είναι πλήρους και πόσες μερικής απασχόλησης. Υπολογίζεται πάντως ότι πάνω από το 50% είναι πλήρους απασχόλησης. Βέβαια αυτό το ποσοστό ποικίλει από εταιρεία σε εταιρεία, καθώς υπάρχουν εταιρείες που έχουν σε καθεστώς πλήρους απασχόλησης πάνω από το 70% των εργαζομένων τους και άλλες που έχουν το 40% με 45% των εργαζομένων τους.
Ο κ. Παντελιάδης προσθέτει ότι «όπως είναι φυσικό, οι επενδύσεις αυτές δημιουργούν και νέες θέσεις εργασίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο κλάδος του λιανεμπορίου τροφίμων είναι από τους ελάχιστους που αυξάνει τον αριθμό των απασχολουμένων του κάθε χρόνο. Και θέλω να τονίσω ότι στο οργανωμένο λιανεμπόριο οι συνθήκες εργασίας συνεχώς βελτιώνονται, ενώ δεν είναι τυχαίο πως η ψηφιακή κάρτα εργασίας ξεκινά από εμάς, καθώς το υπουργείο θεωρεί ότι αποτελούμε ένα πολύ "ομαλό" περιβάλλον, το οποίο σέβεται απόλυτα την εργατική νομοθεσία ενώ -και παρότι- ταυτόχρονα παρουσιάζει μεγάλη περιπλοκότητα».
Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι πράγματι στο διάστημα 2000 – 2021 στο λιανεμπόριο των τροφίμων η απασχόληση αυξήθηκε κατά 57%, ενώ στο υπόλοιπο λιανεμπόριο μειώθηκε κατά 11%. Σύμφωνα με το ΙΕΛΚΑ, η αύξηση αυτή της απασχόλησης στο λιανεμπόριο τροφίμων προέρχεται κυρίως από την αξιοποίηση νέων καναλιών πώλησης - τα ηλεκτρονικά σούπερ μάρκετ, οι τηλεφωνικές παραγγελίες, εκτέλεση και παράδοση των παραγγελιών. Αυτές οι ανάγκες απαιτούν νέες επενδύσεις στην οργάνωση, μηχανογράφηση και συντήρηση του δικτύου, οι οποίες παράλληλα προκαλούν νέες ανάγκες σε προσωπικό υψηλών προσόντων. Επίσης επισημαίνεται ότι στο προσωπικό των αλυσίδων σούπερ μάρκετ οι γυναίκες είναι η συντριπτική πλειοψηφία με ποσοστό 65%-70%.