Σε κατάσταση «συναγερμού» μπαίνει η Ευρώπη που, παρά τους υψηλούς στόχους για αποθήκευση φυσικού αερίου πριν τη χειμερινή σεζόν, κινδυνεύει να δεχτεί διπλό χτύπημα τον επόμενο χειμώνα. Με το «παιχνίδι» της Ρωσίας σχετικά με τις παραδόσεις φυσικού αερίου που ήδη ξετυλίγεται, η Ευρώπη είναι πιθανό να βρεθεί χωρίς αρκετά αποθέματα ενέργειας και παράλληλα αντιμέτωπη με ένα νέο – και ακόμα χειρότερο – ράλι τιμών. Ήδη, η μία μετά την άλλη μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες σχεδιάζουν και βάζουν μπροστά σχέδια εκτάκτου ανάγκης για να ανταποκριθούν στην πιθανότητα διακοπής παραδόσεων φυσικού αερίου από τη Ρωσία. Πολλές χώρες στρέφονται και πάλι στον άνθρακα, κάτι που έχει προγραμματίσει και η Ελλάδα από τον Απρίλιο, χωρίς προς το παρόν να έχει σημειωθεί πρόοδος στην εφαρμογή του σχεδίου για αύξηση της παραγωγής λιγνίτη.
Χαρακτηριστική της κατάστασης είναι η προειδοποίηση του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας (ΙΕΑ) ότι η Ευρώπη θα πρέπει να προετοιμαστεί άμεσα για την πλήρη διακοπή των ρωσικών προμηθειών φυσικού αερίου τον χειμώνα που έρχεται, με προτροπή να προχωρήσουν οι χώρες στην εφαρμογή μέτρων μείωσης της ζήτησης. Ο επικεφαλής του IEA, Φατίχ Μπιρόλ σημείωσε ότι οι πρόσφατες κινήσεις της Μόσχας για μείωση των εξαγωγών φυσικού αερίου προς ευρωπαϊκές χώρες την περασμένη εβδομάδα μόνο τυχαίες δεν είναι. Αφήνοντας να εννοηθεί πως πρόκειται για μία συντονισμένη κίνηση της Ρωσίας, ο Μπίρολ υπογράμμισε ότι οι κινήσεις αυτές μπορεί να είναι προάγγελος νέων περικοπών που θα λειτουργήσουν σαν μοχλός πίεσης από τη Μόσχα. Για τον Μπιρόλ, στόχος της Ρωσίας είναι να εμποδίσει την Ευρώπη να φθάσει τον φετινό στόχο για αποθήκευση φυσικού αερίου στο 80% έως την έναρξη της χειμερινής σεζόν. Σύμφωνα με τον ΙΕΑ η στροφή προς τον άνθρακα και την πυρηνική ενέργεια και η μείωση της κατανάλωσης είναι προς τη σωστή κατεύθυνση για τη δεδομένη στιγμή, ωστόσο είναι πιθανόν να μην αποδειχτούν ικανά μέτρα, εάν οι ρωσικές εξαγωγές διακοπούν εντελώς.
Ήδη η Γερμανία «τρέχει» ένα σχέδιο έκτακτης ανάγκης που είναι ένα βήμα πριν περάσει στο τρίτο στάδιο του «συναγερμού» που θα σημαίνει ρεύμα με δελτίο για νοικοκυριά και βιομηχανίες. Με την πλήρωση των αποθεμάτων της σε φυσικό αέριο να φθάνει μόλις το 58%, η γερμανική κυβέρνηση ανακοίνωσε χθες την επαναλειτουργία μονάδων άνθρακα ενώ αυξάνει και τις εισαγωγές σε LNG. Ωστόσο, με δεδομένη την αύξηση του κόστους της ενέργειας πολλές μεγάλες βιομηχανίες μπορεί να βρεθούν αντιμέτωπες με το κλείσιμο μονάδων τους προκειμένου να μειώσουν την παραγωγή λόγω του υψηλότερου ενεργειακού κόστους.
Την ίδια ώρα η Αυστρία ετοιμάζεται να επαναλειτουργήσει μονάδα παραγωγής ενέργειας από άνθρακα, ενώ και η Πολωνία σχεδιάζει να προχωρήσει στην επιδότηση του άνθρακα που χρησιμοποιείται για τη θέρμανση των κατοικιών. Ήδη αυτή την εβδομάδα και η Ολλανδία πήρε την απόφαση να μην προχωρήσει τα σχέδιά της για τον περιορισμό της παραγωγής από 4 σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής από άνθρακα.
Μέχρι στιγμής, η Gazprom έχει διακόψει τουλάχιστον 20 δισ. κυβικά μέτρα της ετήσιας προμήθειας φυσικού αερίου σε πελάτες σε έξι ευρωπαϊκές χώρες, σε Πολωνία, Βουλγαρία, Φινλανδία, Δανία, Γερμανία και Ολλανδία. Αυτό αντιστοιχεί σχεδόν στο 13% των συνολικών ετήσιων εισαγωγών φυσικού αερίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τη Ρωσία, σύμφωνα με στοιχεία του ΙΕΑ. Όπως σημειώνει ο Τζέιμς Χάκστεπ, αναλυτής στην S&P Global Commodity Insights στο CNN Business, οι τιμές του φυσικού αερίου έχουν αυξηθεί κατά μέσο όρο στα 96 ευρώ ανά μεγαβατώρα το 2022, δημιουργώντας νέο κύμα ανησυχίας για την πορεία των τιμών τον χειμώνα που έρχεται όταν αυξηθεί εποχικά η ζήτηση και η προσφορά συνεχίσει να είναι περιορισμένη.
Στασιμότητα στο ελληνικό πρόγραμμα εξορύξεων λιγνίτη
Στην Ελλάδα, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, οι ρωσικές εισαγωγές φυσικού αερίου έφθαναν στο 46,5% της διαθέσιμης ενέργειας το 2020 ενώ η ημερήσια κατανάλωση φυσικού αερίου φθάνει περίπου σε 200.000 MWh. Οι εισαγωγές στη χώρα πραγματοποιούνται κυρίως μέσω της ΔΕΠΑ Εμπορίας, ενώ εισαγωγές πραγματοποιούν και η Mytilineos και ο Όμιλος Κοπελούζου.
Το ελληνικό σχέδιο που παρουσίασε η κυβέρνηση στις αρχές Απριλίου προβλέπει, ανάμεσα σε άλλα, ότι όλες οι διαθέσιμες λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ θα μπουν σε λειτουργία για να αντιμετωπιστεί ο κίνδυνος διακοπής των ροών φυσικού αερίου από τη Ρωσία. Μάλιστα, όπως είχε δηλώσει ο ίδιος ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, στους σχεδιασμούς της κυβέρνησης ήταν η αύξηση της παραγωγής ενέργειας από λιγνίτη την επόμενη διετία, με αύξηση της εξόρυξης κατά 50% ώστε να μειωθεί βραχυπρόθεσμα η εξάρτηση από το φυσικό αέριο. Προκειμένου να υπάρξει αύξηση της παραγωγής ενέργειας, η νέα μονάδα της ΔΕΗ στην Πτολεμαΐδα 5 θα λειτουργήσει ως λιγνιτική μέχρι το 2028, ενώ αν χρειάζεται θα μείνουν ανοικτές για μεγαλύτερο διάστημα και οι παλιότερες λιγνιτικές μονάδες του Αγίου Δημητρίου 5 και της Μελίτης.
Σχεδόν τρεις μήνες αργότερα, όμως, δεν έχει υπάρξει νεότερη τοποθέτηση για την πορεία του παραπάνω σχεδίου, ενώ σύμφωνα με τον πρόεδρο της ΓΕΝΟΠ ΔΕΗ, Γιώργο Αδαμίδη, έχει υπάρξει μηδενική πρόοδος από τις πρώτες αυτές εξαγγελίες. Τους φόβους για μία τέτοια εξέλιξη τους είχε εκφράσει ο κ. Αδαμίδης ήδη από τον Απρίλιο, μιλώντας στο Business Daily. Όπως είχε τονίσει λόγω της χαμηλής συμμετοχής του λιγνίτη στο μείγμα όλη η εξορυκτική δραστηριότητα αποθηκευόταν στις αυλές λιγνίτη και τα αποθέματα σήμερα είναι ικανά να τροφοδοτήσουν τις μονάδες σε βορρά και νότο για ένα μήνα. Όπως τόνισε, η αύξηση της εξόρυξης κατά 40-50% που προβλέπεται στο σχέδιο έκτακτης ανάγκης που έχει συνταχθεί, δεν είναι εύκολη και χρειάζεται το απαραίτητο προσωπικό που αυτή τη στιγμή δεν διαθέτει η ΔΕΗ, καθώς τα τελευταία χρόνια έχουν φύγει 4.500 εργαζόμενοι στην παραγωγή και εξόρυξη λιγνίτη. Επανερχόμενος σήμερα σε αυτό υπογραμμίζει πως δεν έχει υπάρξει καμία κινητικότητα για αύξηση του προσωπικού ή των εξορύξεων με τη χώρα να μένει ακριβώς στο ίδιο σημείο που ήταν και τον περασμένο Απρίλιο.
Τους ίδιους φόβους είχε εκφράσει και πρώην ανώτατο στέλεχος της ΔΕΗ, τονίζοντας ότι τα ορυχεία έχουν μείνει εκτός δραστηριότητας για καιρό δημιουργώντας σημαντικά ζητήματα στο να επιτευχθεί η αυξημένη παραγωγή που θέλει η κυβέρνηση. Η διαδικασία επαναφοράς της παραγωγής χρειάζεται τουλάχιστον 6 μήνες, ώστε να καταφέρουμε να «πιάσουμε» παραγωγή σε επίπεδα που απαιτούνται για να αυξηθεί ουσιωδώς η συμμετοχή του λιγνίτη.
Σε πρόσφατη συνάντηση με τον Πρόεδρο του Τμήματος Δυτικής Μακεδονίας του ΤΕΕ, Νικόλαο Συλλίρη ο κ. Αδαμίδης υποστήριξε ότι με δεδομένη την ανάγκη για 60 τεραβατώρες ετησίως, έως 10 από αυτές θα μπορούσαν να καλυφθούν από τη λιγνιτική παραγωγή με στόχο να συγκρατηθεί η αύξηση του ενεργειακού κόστους και να καλυφθούν οι ενεργειακές ανάγκες της χώρας.