Τη βεβαιότητά τους ότι η οικονομία της ευρωζώνης δεν πρόκειται να διολισθήσει σε ύφεση και να βρεθεί αντιμέτωπη με φαινόμενα στασιμοπληθωρισμού ανάλογα της δεκαετίας του ’70 εκφράζουν οι οικονομολόγοι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας σε ανάλυσή τους.
Παρά το γεγονός ότι η ΕΚΤ προχώρησε σε υποβάθμιση των εκτιμήσεων για την ανάπτυξη, λόγω της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, η οικονομική δραστηριότητα αναμένεται ότι θα συνεχίσει να κινείται ανοδικά και το 2023, ενώ ο πληθωρισμός θα υποχωρήσει κάτω του 2% στο β’ εξάμηνο του επόμενου έτους. Όπως σημειώνεται στην έκθεση «οι τρέχουσες εκτιμήσεις των ειδικών δείχνουν ότι η ευρωζώνη απέχει πολύ από ένα σενάριο αποπληθωρισμού. Βέβαια οι αβεβαιότητες έχουν αυξηθεί σημαντικά».
Παράλληλα σημειώνεται ότι υπάρχουν ορισμένες διαφορές μεταξύ της τρέχουσας κατάστασης και αυτής που επικράτησε στη δεκαετία του ’70, εκτιμώντας ότι το φαινόμενο του στασιμοπληθωρισμού θα αποφευχθεί. Όπως τονίζουν στην έκθεσή της οι οικονομολόγοι της ΕΚΤ Malin Andersson, Niccolò Battistini, Roberto De Santis και Aidan Meyler πριν από τον πόλεμο στην Ουκρανία, η επαναλειτουργία της οικονομίας το 2021 αντιμετώπιζε αντίθετους ανέμους που σχετίζονταν με τις παρατεταμένες διαταραχές της αλυσίδας εφοδιασμού και ο πληθωρισμός είχε ήδη αυξηθεί.
Ο πόλεμος που ξέσπασε τον Φεβρουάριο του 2022 επιδείνωσε τη δυναμική του πληθωρισμού λόγω των επιπτώσεών του στις τιμές της ενέργειας και αύξησε τις ανησυχίες σχετικά με τις προοπτικές της οικονομικής δραστηριότητας. Αυτό συνδέθηκε, αναπόφευκτα, με διαθέσεις, βραχυπρόθεσμα, εμφάνισης στασιμοπληθωρισμού. Η εμφάνισή τους έχει πυροδοτήσει μια συζήτηση μεταξύ των οικονομικών σχολιαστών σχετικά με το κατά πόσον είναι εύλογη μια παρατεταμένη περίοδος στασιμοπληθωρισμού.
Ο "στασιμοπληθωρισμός" δεν έχει μοναδικό ορισμό, αλλά συνδέεται με τη στασιμότητα της παραγωγής και τον επίμονα υψηλό πληθωρισμό που συμβαίνουν ταυτόχρονα. Ένα αναμενόμενο στασιμοπληθωριστικό επεισόδιο πληροί τρεις προϋποθέσεις:
- οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό είναι υψηλές ή αυξάνονται σε επίπεδα που δεν συνάδουν με τον στόχο της ΕΚΤ για τη σταθερότητα των τιμών πέριξ του 2%,
- η οικονομία αναμένεται να βρίσκεται σε στασιμότητα ή ύφεση, και
- οι δύο συνθήκες αναμένεται να συνεχιστούν για τουλάχιστον μια διετία (στην προκειμένη περίπτωση μέχρι το τέλος του 2023).
Συνεπώς, οι προσδοκίες στασιμοπληθωρισμού μπορούν να θεωρηθούν ότι σχετίζονται με τις μεσοπρόθεσμες εξελίξεις της αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ και του πληθωρισμού και όχι με τη βραχυπρόθεσμη δυναμική της οικονομικής δραστηριότητας και του πληθωρισμού τα τρίμηνα αμέσως μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.
Επί του παρόντος, η ζώνη του ευρώ αντιμετωπίζει ένα σοκ προσφοράς, παρόμοιο με το σοκ προσφοράς πετρελαίου της δεκαετίας του 1970, το οποίο έχει επηρεάσει τις προσδοκίες των νοικοκυριών για την οικονομική ανάπτυξη και τον πληθωρισμό. Αντιμέτωποι με το πρόσθετο δυσμενές σοκ της προσφοράς λόγω του πολέμου, οι καταναλωτές αναθεώρησαν αισθητά τις προσδοκίες τους για τις γενικές οικονομικές προοπτικές του επόμενου έτους. Αυτό αποδεικνύεται από τις απόψεις των νοικοκυριών από την έρευνα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τους καταναλωτές μεταξύ Φεβρουαρίου και Μαΐου 2022.
Η έρευνα δείχνει ότι οι καταναλωτές στη ζώνη του ευρώ έχουν προσαρμόσει τις προσδοκίες τους προς τα πάνω για τον πληθωρισμό και προς τα κάτω για την οικονομική κατάσταση. Πώς συγκρίνεται αυτό με τις εθνικές έρευνες από το γνωστό επεισόδιο του στασιμοπληθωρισμού στη δεκαετία του 1970; Εκείνο το επεισόδιο προκλήθηκε από την κήρυξη εμπάργκο πετρελαίου από τις χώρες του ΟΠΕΚ τον Οκτώβριο του 1973. Οι πρόσφατες αναθεωρήσεις των προσδοκιών των νοικοκυριών σε ορισμένες χώρες της ζώνης του ευρώ είναι συγκρίσιμες με τις αναθεωρήσεις που σημειώθηκαν στη Γαλλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες λίγο μετά το εμπάργκο πετρελαίου. Ωστόσο, θα πρέπει να υπάρξει προσοχή κατά την αξιολόγηση των ποσοτικών συνεπειών του αντίκτυπου του σοκ σε διάφορες χώρες και διαχρονικά, καθώς οι έρευνες στα νοικοκυριά παρέχουν μόνο ποιοτικές πληροφορίες.
Σε αντίθεση με σήμερα, οι αρχές της δεκαετίας του 1970 χαρακτηρίζονταν από επίμονα υψηλό πληθωρισμό τιμών και κόστους, εν μέσω φθίνουσας ανάπτυξης και αυξανόμενης ανεργίας. Μετά το εμπάργκο πετρελαίου τον Οκτώβριο του 1973, οι περισσότερες από τις μεγαλύτερες χώρες της ζώνης του ευρώ και οι Ηνωμένες Πολιτείες είδαν σημαντική αύξηση του πληθωρισμού ακολουθούμενη από πτώση της πραγματικής παραγωγής.
Στη Γερμανία, η πορεία του πληθωρισμού ήταν πιο συγκρατημένη, καθώς η Bundesbank εισήγαγε έναν στόχο ποσοτικής αύξησης του χρήματος για να βοηθήσει στον έλεγχο του πληθωρισμού μετά την κατάρρευση του συστήματος Bretton Woods. Σε αντίθεση με τις προσδοκίες της τρέχουσας περιόδου, το σοκ από την πλευρά της προσφοράς τη δεκαετία του 1970 προκάλεσε επίσης αύξηση της ανεργίας και του κόστους εργασίας σε ορισμένες από τις μεγαλύτερες χώρες της ζώνης του ευρώ, αν και στη Γερμανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες η αύξηση του κόστους εργασίας παρέμεινε πιο συγκρατημένη.
Οι τρέχουσες προβλέψεις των εμπειρογνωμόνων παραμένουν μακριά από ένα σενάριο στασιμοπληθωρισμού. Αυτό συμβαίνει παρά το γεγονός ότι οι πιο πρόσφατες έρευνες των επαγγελματιών αναλυτών του Απριλίου και του Μαΐου 2022, π.χ. η Consensus Economics, το Βαρόμετρο της ευρωζώνης, η έρευνα της ΕΚΤ για τους νομισματικούς αναλυτές και η έρευνα της ΕΚΤ για τους επαγγελματίες αναλυτές, χαρακτηρίζονται από υψηλότερες προβλέψεις για τον πληθωρισμό και χαμηλότερες προβλέψεις για την πραγματική ανάπτυξη τόσο για το 2022 όσο και για το 2023 σε σύγκριση με νωρίτερα φέτος. Οι αναθεωρήσεις των προβλέψεων είναι εντονότερες για το 2022 από ό,τι για το 2023.
Για το 2023, ωστόσο, η πρόβλεψη της Consensus Economics για την αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ παραμένει πάνω από 2% και μόνο τρεις προβλέψεις προβλέψεων αναμένουν ανάπτυξη κάτω από 1%, ενώ οι προβλέψεις για τον πληθωρισμό από το ξέσπασμα του πολέμου προβλέπουν ότι ο πληθωρισμός θα είναι πάνω από 2% κατά μέσο όρο το 2023, οι περισσότεροι προβλέψεις προβλέπουν ότι ο πληθωρισμός θα πέσει κάτω από το 2% το δεύτερο εξάμηνο του 2023. Ωστόσο, η αβεβαιότητα έχει αυξηθεί και η διασπορά των προβλέψεων έχει αυξηθεί.
Οι συντελεστές διακύμανσης τόσο για τις προβλέψεις για τον πληθωρισμό όσο και για την ανάπτυξη έχουν αυξηθεί κατά περισσότερο από 30% και 50% αντίστοιχα από την έναρξη του πολέμου.
Οι διαφορές μεταξύ της σημερινής οικονομικής κατάστασης και της οικονομικής κατάστασης της δεκαετίας του 1970 καθιστούν λιγότερο πιθανό το ενδεχόμενο εμφάνισης στασιμοπληθωρισμού σήμερα.
- Πρώτον, η εξάρτηση από το πετρέλαιο έχει μειωθεί σημαντικά, μειώνοντας τις πιθανές οικονομικές επιπτώσεις των κλυδωνισμών των τιμών του πετρελαίου. Ταυτόχρονα, η εξάρτηση από το φυσικό αέριο έχει αυξηθεί σημαντικά, οπότε οι εξωτερικοί κλυδωνισμοί στις τιμές του φυσικού αερίου παίζουν πλέον σημαντικότερο ρόλο.
- Δεύτερον, ο κίνδυνος μεγάλων δευτερογενών επιδράσεων στον πληθωρισμό έχει μειωθεί παρά την πολύ σφιχτή αγορά εργασίας, καθώς τα επίσημα συστήματα αναπροσαρμογής των μισθών είναι λιγότερο συνηθισμένα και οι εργαζόμενοι έχουν γίνει λιγότερο συνδικαλισμένοι. Αυτό οφείλεται όχι μόνο στη χαλάρωση των περιορισμών και στην επαναλειτουργία της οικονομίας, αλλά και στη στήριξη της πολιτικής (π.χ. το Ταμείο Ανάκαμψης και τα εθνικά σχέδια εφαρμογής).
- Τέλος, σε σύγκριση με τις στρατηγικές που εφάρμοζαν οι διάφορες εθνικές νομισματικές αρχές τη δεκαετία του 1970, η σημερινή στρατηγική νομισματικής πολιτικής της ζώνης του ευρώ έχει σαφέστερο στόχο την εδραίωση των προσδοκιών για τον πληθωρισμό και την επίτευξη πληθωρισμού στο 2% μεσοπρόθεσμα.