Eπενδύσεις ύψους 15 δισ. ευρώ σε υδροηλεκτρικά έργα ή 20 δισ. ευρώ σε αιολικά, υπολογίζεται ότι θα χρειαζόταν να πραγματοποιήσουν οι χώρες των Δυτικών Βαλκανίων, προκειμένου να πετύχουν τους στόχους τους για τη καθαρή ενέργεια και τις Ανανεώσιμες Πηγές της (ΑΠΕ) ώς το 2030, όπως προκύπτει από εκτιμήσεις, τις οποίες παρουσίασε σήμερα, στη Θεσσαλονίκη, ο Κώστας Θεοφύλακτος, πρόεδρος της Επιτροπής για την Ενεργειακή Αποδοτικότητα του Ινστιτούτου Ενέργειας ΝΑ Ευρώπης (ΙΕΝΕ).
Μιλώντας στο 13ο συνέδριο με τίτλο «SEE Energy Dialogue», που διοργανώνει υβριδικά το Ινστιτούτο Ενέργειας ΝΑ Ευρώπης (ΙΕΝΕ), ο κ. Θεοφύλακτος επισήμανε ότι οι έξι χώρες της περιοχής (Αλβανία, Σερβία, Βοσνία- Ερζεγοβίνη, Κόσοβο, Μαυροβούνιο και Βόρεια Μακεδονία) υστερούν σημαντικά στον εκσυγχρονισμό του ενεργειακού τους τομέα, ο οποίος χαρακτηρίζεται από μειωμένη ύπαρξη μηχανισμών της αγοράς και περιορισμένη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα, ανεπαρκείς και «γερασμένες» υποδομές, μεγάλη εξάρτηση από ορυκτά καύσιμα και καθυστερημένη υιοθέτηση των ΑΠΕ.
Βάσει στοιχείων που παρουσίασε, η Αλβανία, η Βόρεια Μακεδονία, η Σερβία και το Κόσοβο δεν έχουν επιτύχει τους στόχους που είχαν θέσει ως προς τις ΑΠΕ για το 2020. Αντίθετα, το Μαυροβούνιο πέτυχε τους εθνικούς του στόχους το 2015. Ωστόσο, κατά τον κ. Θεοφύλακτο υπάρχει αρκετή προοπτική στο συγκεκριμένο πεδίο για το 2023 όσον αφορά τις χώρες της περιοχής, ενώ κρίσιμο ρόλο ως προς την επίτευξη των στόχων τους για τις ΑΠΕ μπορούν να διαδραματίσουν οι μεγάλες υδροηλεκτρικές μονάδες. «Υπάρχει δυναμικό στην περιοχή, το οποίο όμως δεν έχει ακόμα αξιοποιηθεί», επισήμανε, υπενθυμίζοντας ότι η πιο βασική αλλαγή για την ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης είναι το κάθετα μειούμενο μερίδιο της βασισμένης σε λιγνίτη και άνθρακα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.
Η Τουρκία τριπλασίασε την εγκατεστημένη ισχύ ΑΠΕ
Γενικά στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, οι ΑΠΕ αύξησαν το περιφερειακό τους μερίδιο στην παραγωγή ενέργειας στο 34% το 2019, με τη βιομάζα, τη ρηχή γεωθερμία και τις ηλιακές θερμικές εφαρμογές να κατέχουν σημαντικό μερίδιο σε αυτή την επίδοση. Πάντως, αν τα Δυτικά Βαλκάνια φαίνεται να υστερούν, η Τουρκία έχει κατορθώσει να παρουσιάζει αξιοσημείωτες επιδόσεις στον χώρο των ΑΠΕ. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε ο κ. Θεοφύλακτος, η γειτονική χώρα τριπλασίασε τα τελευταία χρόνια την εγκατεστημένη ισχύ της σε ΑΠΕ, η οποία φτάνει πλέον στα 45.000 MW, κι έχει επενδύσει σχεδόν 50 δισ. ευρώ σε έργα Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας. Κατατάσσεται δε, έκτη στην Ευρώπη και δέκατη τρίτη παγκοσμίως ως προς τη δυναμικότητα των ΑΠΕ, ενώ το 2020 παρήγε το 12% του ηλεκτρισμού της από ηλιακή και αιολική ενέργεια, έναντι μέσου όρου 9,4% παγκοσμίως.
Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά έχει και η αγορά του Ισραήλ, το οποίο αντλεί το 70% της ενέργειας από το φυσικό αέριο και το 10% από ανανεώσιμες πηγές, σχεδόν αποκλειστικά φωτοβολταϊκά. Στη χώρα υπάρχουν πάνω από 1,6 εκατομμύρια ηλιακοί θερμοσίφωνες για θέρμανση νερού και «το καταπληκτικό είναι ότι ενώ κάποτε η εγκατάστασή τους ήταν υποχρεωτική σε κάθε σπίτι βάσει νόμου, πλέον υπάρχουν τόσο πολλοί, που δεν χρειάζεται πλέον ένας τέτοιος νόμος», όπως χαρακτηριστικά είπε ο κ. Θεοφύλακτος, σύμφωνα με τον οποίο η χώρα επιλέγει να αναθέτει έργα προγραμμάτων ενεργειακής αποδοτικότητας βάσει διαγωνισμών, κάτι που σημαίνει ότι «τα χρήματα τα παίρνει ο καλύτερος», δεν τα λαμβάνουν όλοι αδιακρίτως.