Σε… καμίνι που απειλεί να «κάψει» τις ευρωπαϊκές οικονομίες έχει μετατραπεί η αγορά φυσικού αερίου, με την τιμή του προθεσμιακού συμβολαίου στην Ολλανδία να έχει ενισχυθεί σήμερα έως και 24%, φθάνοντας έως τα 148,75 ευρώ, με μια αύξηση έως 75% από το επίπεδο της Δευτέρας.
Η βασική αιτία της αναταραχής είναι πολιτική και σχετίζεται με τα αντίποινα της Ρωσίας στις κυρώσεις που της έχουν επιβληθεί μετά την εισβολή στην Ουκρανία, καθώς μειώνει συνεχώς τις προμήθειες προς ευρωπαϊκές αγορές. Το Βερολίνο δηλώνει ανοικτά ότι ότι πρόκειται για μία κίνηση «πολιτικά υποκινούμενη» και αμφισβητεί ευθέως την ανακοίνωση της Gazprom ότι η μείωση ροών οφείλεται σε τεχνικά προβλήματα που υπήρξαν στον αγωγό Nord Stream.
Οι φόβοι των Ευρωπαίων ότι η Ρωσία θα συνεχίσει να χρησιμοποιεί το φυσικό αέριο ως πολιτικό όπλο επιβεβαιώνονται πλήρως, ενώ η τρέχουσα φάση της κρίσης θα μπορούσε να πλήξει βασικές βιομηχανίες, από τις χημικές μέχρι τις χαλυβουργίες, ένα πλήγμα για την περιοχή που ήδη παλεύει με τον καλπάζοντα πληθωρισμό και την ισχνή ανάπτυξη.
Ράλι για την τιμή του φυσικού αερίου στην αγορά της Ολλανδίας
Η κίνηση της Μόσχας έρχεται την ώρα που ο Γερμανός καγκελάριος Όλαφ Σολτς, ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν και ο Ιταλός πρωθυπουργός Μάριο Ντράγκι έφτασαν στο Κίεβο σήμερα για συνομιλίες με τον πρόεδρο Βολοντίμιρ Ζελένσκι, στην επίσκεψη με το υψηλότερο προφίλ στη χώρα από την εισβολή της Ρωσίας στα τέλη Φεβρουαρίου.
Η Ρωσία κλείνει σταδιακά τη στρόφιγγα στις ευρωπαϊκές αγορές ενέργειας, έχοντας διακόψει τις μεταφορές φυσικού αερίου προς την Πολωνία, τη Βουλγαρία και τη Φινλανδία λόγω διαφωνίας σχετικά με την απαίτηση του προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν να πληρώνεται το καύσιμο σε ρούβλια. Τώρα, ακόμη και οι χώρες που βρήκαν λύσεις για να διατηρήσουν τη ροή του ρωσικού φυσικού αερίου αποκόπτονται.
Το Βερολίνο έχει ήδη ενεργοποιήσει το πρώτο στάδιο ενός σχεδίου έκτακτης ανάγκης τριών βημάτων για τη διασφάλιση της ασφάλειας του εφοδιασμού και ενδέχεται να αναγκαστεί να προχωρήσει σε περαιτέρω ενέργειες εάν οι περικοπές βαθύνουν. Οι αρχές, ωστόσο, δήλωσαν ότι μπορεί προς το παρόν να εξασφαλίσει εναλλακτικές προμήθειες. Παρόλα αυτά, η γερμανική ρυθμιστική αρχή προέτρεψε τους καταναλωτές και τη βιομηχανία να μειώσουν την κατανάλωση και να επικεντρωθούν στην πλήρωση των χώρων αποθήκευσης.
Η εταιρεία εμπορίας φυσικού αερίου Uniper δήλωσε την Τετάρτη ότι έλαβε από τη Ρωσία 25% λιγότερο από ό,τι είχε συμφωνηθεί, ενώ η αυστριακή OMV AG η γαλλική Engie έλαβαν επίσης χαμηλότερες ποσότητες. Η ιταλική Eni δήλωσε ότι η Gazprom παρείχε μόνο το 65% της ζητούμενης ποσότητας σήμερα.
Η τελευταία κρίση μεταξύ της Ρωσίας και της Ευρώπης έρχεται να προστεθεί σε μια κρίση εφοδιασμού που έχει ήδη δημιουργηθεί από μια αντίστοιχη στις ΗΠΑ. Μια σημαντική εγκατάσταση εξαγωγής υγροποιημένου φυσικού αερίου στο Τέξας - ζωτικής σημασίας πηγή εφοδιασμού της Ευρώπης - θα παραμείνει κλειστή για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από ό,τι αρχικά αναμενόταν μετά από πυρκαγιά που εκδηλώθηκε την περασμένη εβδομάδα.
Η ήπειρος, η οποία βασίστηκε στο αμερικανικό LNG για να καλύψει το κενό που προέκυψε από τη μείωση των ρωσικών ροών, μπορεί να χρειαστεί να ανταγωνιστεί πιο έντονα με τους Ασιάτες αγοραστές για να εξασφαλίσει εφεδρική προσφορά, καθώς σπεύδουν να αναπληρώσουν τις εγκαταστάσεις αποθήκευσης πριν η ζήτηση κορυφωθεί και πάλι το χειμώνα.
Οι καθυστερήσεις στην πλήρωση των αποθεμάτων θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε έναν σκληρό χειμώνα, ιδίως εάν η ρωσική προσφορά εκείνη την περίοδο συνεχίσει να περιορίζεται. «Οι τιμές του φυσικού αερίου θα συνεχίσουν και τον χειμώνα να είναι πολύ υψηλές», δήλωσε ο Μάρκο Αλβέρα, πρώην διευθύνων σύμβουλος της ιταλικής εταιρείας εκμετάλλευσης δικτύων Snam και προσέθεσε ότι «οι χειμερινές τιμές του φυσικού αερίου θα είναι υψηλές, οι χειμερινές τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας θα είναι, επίσης, ιδιαίτερα υψηλές».
Η έκρηξη στην τιμή του φυσικού αερίου προκαλεί αρκετούς πονοκεφάλους και στο οικονομικό επιτελείο, καθώς αρμόδιες κυβερνητικές πηγές τόνιζαν χθες ότι η εξέλιξη της τιμής του φυσικού αερίου τους επόμενους μήνες θα έχει μεγάλη επίδραση στην πορεία εκτέλεσης του προϋπολογισμού και η αβεβαιότητα που επικρατεί δυσκολεύει όλους τους υπολογισμούς για τον διαθέσιμο δημοσιονομικό χώρο για μέτρα στήριξης των νοικοκυριών έναντι του πληθωρισμού.