Σε μία προσπάθεια να βάλει φρένο στο συνεχώς διογκούμενο κύμα των «κόκκινων» οφειλών στην εφορία που έχουν εκτιναχθεί στα 113 δισ. ευρώ, το υπ. Οικονομικών δίνει κίνητρα στους φορολογούμενους να ρυθμίσουν τα χρέη τους και προχωρά στην ενεργοποίηση ρύθμισης που είχε ψηφιστεί το 2019 αλλά «πάγωσε» λόγω της πανδημίας σύμφωνα με την οποία οι συνεπείς οφειλέτες θα κερδίζουν σταδιακή αύξηση του ακατάσχετου ποσού στο τραπεζικό τους λογαριασμό.
Με βάση τη ρύθμιση, που αναμένεται να τεθεί σε εφαρμογή έως το τέλος του έτους για όσους είναι συνεπείς στην εξυπηρέτηση του προγράμματος διακανονισμού των οφειλών τους, το ακατάσχετο όριο των 1.250 ευρώ θα προσαυξάνεται με συγκεκριμένους συντελεστές ανάλογα με τον αριθμό και το ύψος των δόσεων που θα εξοφλούν.
Το ποσό του τραπεζικού λογαριασμού στο οποίο η εφορία δεν θα μπορεί να «βάζει χέρι» θα αναπροσαρμόζεται εφόσον ο οφειλέτης έχει ρυθμίσει τα χρέη του και έχει καταβάλλει δυο δόσεις, έχει δηλώσει τον λογαριασμό για τον οποίο ζητά εξαίρεση από τις κατασχέσεις και πληρώνει εμπρόθεσμα τις δόσεις.
Ειδικότερα με το νέο καθεστώς η αύξηση του ορίου του ακατάσχετου λογαριασμού θα γίνεται ως εξής:
Ο φορολογούμενος, αφού υπαχθεί σε ρύθμιση θα πρέπει να πληρώσει δύο δόσεις των ρυθμισμένων οφειλών του για να μπορεί τον τρίτο μήνα να ζητήσει αύξηση του ακατάσχετου ορίου στο τραπεζικό του λογαριασμό.
Ως βάση υπολογισμού για την αναπροσαρμογή του ορίου θα λαμβάνεται υπόψη το άθροισμα των δόσεων ρυθμίσεων του μήνα. Στο ποσό αυτό θα εφαρμόζεται ο πρώτος συντελεστής 3 ο οποίος δίνει το νέο ύψος του ακατάσχετου λογαριασμού. Για παράδειγμα εάν η μηνιαία δόση ανέρχεται σε 500 ευρώ με την έναρξη της νέας διαδικασίας ο οφειλέτης θα κερδίζει ακατάσχετο όριο 1.500 ευρώ (500Χ3) από 1.250 ευρώ που ισχύει για όλους.
Αν η δόση ή οι δόσεις, στο βαθμό που εξυπηρετούνται παράλληλα περισσότερες από μια ρυθμίσεις, που μετρά ως βάση αναφοράς είναι για παράδειγμα 50 ευρώ, με την εφαρμογή συντελεστή 3, οδηγεί σε αποτέλεσμα 150 ευρώ. Επειδή το ποσό υπολείπεται των 1.250 ευρώ του ακατάσχετου, το όριο των 1.250 ευρώ παραμένει αμετάβλητο. Επισημαίνεται ότι για να αυξήσει κάποιος το όριο του ακατάσχετου θα πρέπει η μηνιαία δόση της ρύθμισης που εξυπηρετεί να είναι μεγαλύτερη των 400 ευρώ.
Με την πάροδο του χρόνου και υπό την προϋπόθεση ότι η ρύθμιση τηρείται, ο συντελεστής θα αυξάνεται. Για παράδειγμα, σε έναν φορολογούμενο ο οποίος έχει ρυθμίσει τις οφειλές του με την πάγια ρύθμιση των 24 δόσεων, εξοφλώντας 5 δόσεις των 500 ευρώ μπορεί να «κερδίσει» συντελεστή 3,8 αυξάνοντας τον ακατάσχετο λογαριασμό στα 1.900 ευρώ (500Χ3,8). Ανάλογα με το πλήθος των δόσεων η αύξηση του πολλαπλασιαστή που θα οδηγεί στο ακατάσχετο θα ποικίλλει.
Όσο πλησιάζει ο χρόνος για την πλήρη εξόφληση της οφειλής, το ακατάσχετο ποσό θα φθάνει στο ανώτατο όριο με την εφαρμογή του μέγιστου συντελεστή 4,5. Τα όρια του ακατάσχετου θα καθορίζονται κάθε μήνα και θα ισχύουν για ένα μήνα.
Σε περίπτωση που ο οφειλέτης απολέσει τη ρύθμιση λόγω μη καταβολής δύο συνεχόμενων δόσεων χάνει το αυξημένο ακατάσχετο αλλά και το δικαίωμα να το διεκδικήσει εκ νέου.
Τα όρια για κατασχέσεις
Με βάση το ισχύον νομοθετικό καθεστώς για κάθε οφειλέτη του Δημοσίου ισχύει ακατάσχετο όριο 1.250 ευρώ για τα ποσά των καταθέσεών του σε έναν λογαριασμό που έχει ανοίξει σε ένα μόνο τραπεζικό ίδρυμα.
Αν ο μηνιαίος μισθός ή η μηνιαία σύνταξη ή άλλο βοήθημα υπερβαίνει τα 1.000 ευρώ αλλά δεν ξεπερνά τα 1.500 ευρώ, επιτρέπεται η κατάσχεση ποσοστού 50% του τμήματος πάνω από τα 1.000 και μέχρι τα 1.500 ευρώ, ενώ αν το ποσό υπερβαίνει τα 1.500 ευρώ το μήνα επιτρέπεται η κατάσχεση του συνόλου του υπερβάλλοντος των 1.500 ευρώ ποσού. Για παράδειγμα αν κάποιος οφειλέτης εισπράττει μισθό 1.600 ευρώ το μήνα, η εφορία μπορεί να του κατάσχει κάθε μήνα το 100% του ποσού άνω των 1.500 ευρώ, δηλαδή 100 ευρώ, συν το 50% της διαφοράς μεταξύ 1.000 και 1.500 ευρώ δηλαδή άλλα 250 ευρώ.
Επισημαίνεται ότι για να ισχύσει το ακατάσχετο όριο των 1.250 ευρώ ο οφειλέτης θα πρέπει να δηλώσει τον συγκεκριμένο τραπεζικό του λογαριασμό στην ειδική ηλεκτρονική εφαρμογή στο Taxisnet. Για κοινό λογαριασμό, το ακατάσχετο όριο ισχύει για τον καθένα από τους συνδικαιούχους μόνο εφόσον και οι δύο έχουν δηλώσει τον ίδιο λογαριασμό ως ακατάσχετο.