Οι εκλογές, είτε προκηρυχθούν πρόωρα -εντός του 2022- είτε το πρώτο εξάμηνο του 2023, θα καθηλώσουν τη χώρα σε μια παρατεταμένη (προ)εκλογική περίοδο. Το γεγονός αυτό δεν λειτουργεί ανασταλτικά μόνο για την απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, ζήτημα κομβικής σημασίας για την Ελλάδα προκειμένου να στηρίξει την αναπτυξιακή της προοπτική, αλλά και για την απορρόφηση πόρων ύψους 31 δισ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης.
Οι προσδοκίες που έχουν επενδυθεί στο Ταμείο Ανθεκτικότητας και Ανάκαμψης (RRF) είναι υψηλές: αύξηση των επενδύσεων, ενίσχυση της παραγωγικότητας και της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, άμβλυνση των οικονομικών ανισοτήτων και, εν τέλει, «μετάβαση σε ένα βιώσιμο, εξωστρεφές και χωρίς κοινωνικούς αποκλεισμούς παραγωγικό πρότυπο», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η Τράπεζα της Ελλάδος στην Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής που δημοσιεύτηκε στο τέλος του 2021.
Πράγματι, στην κατάταξη των ευρωπαϊκών κρατών που θα αντλήσουν πόρους από το RRF, η Ελλάδα κατέχει την πρώτη θέση, με τα εγκεκριμένα κεφάλαια (επιδοτήσεις και δάνεια) να αναλογούν στο 16,6% του ΑΕΠ. Ακολουθούν η Ρουμανία (13,1%), η Κροατία (11,6%) και η Ιταλία (10,7%). Για να αξιοποιήσει η χώρα αυτή την ιστορική «πρωτιά», απαιτείται προετοιμασία, σκληρή δουλειά, ευελιξία και ετοιμότητα από όλα τα εμπλεκόμενα μέρη: από τα αρμόδια υπουργεία και τους ειδικούς συντονιστικούς φορείς, έως τους φορείς του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα αλλά και τις τράπεζες.
Πηγές του τραπεζικού κλάδου, με τους οποίους συνομίλησε το Business Daily εμφανίζονται καθησυχαστικές για το αξιόμαχο των πιστωτικών ιδρυμάτων που συμμετέχουν στη διαδικασία (Εθνική Τράπεζα, Alpha Bank, Eurobank, Τράπεζα Πειραιώς, Παγκρήτια Τράπεζα και Optima Bank). Υποστηρίζουν ότι έχουν γίνει επενδύσεις σε προσωπικό και συστήματα που θα υποστηρίξουν επαρκώς την αξιολόγηση των αιτημάτων και την προετοιμασία των φακέλων από τις ενδιαφερόμενες (μεγάλες) επιχειρήσεις. Εκτιμούν δε ότι η επίδραση στην οικονομία θα είναι πολλαπλασιαστική, καθώς εμμέσως θα ωφεληθούν από τις επενδύσεις των μεγάλων και πολύ μεγάλων εταιρειών μικρότερες επιχειρήσεις που θα συμμετέχουν στην υλοποίηση σημαντικών έργων υποδομής, έργων ψηφιοποίησης, ενεργειακής μετάβασης κ.α.
Με ρυθμούς… χελώνας οι διαγωνισμοί στο Δημόσιο
Έντονες ανησυχίες διατυπώνονται, ωστόσο, για την ικανότητα του Δημοσίου να «τρέξει» τις διαγωνιστικές διαδικασίες που απαιτούνται ώστε να αξιοποιηθούν οι επιχορηγήσεις του RRF ύψους 17,8 δισ. ευρώ. Η ΤτΕ αναφέρει στην ίδια έκθεση: «Μια πρόσθετη σημαντική πρόκληση αφορά την ικανότητα του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα να απορροφήσουν πλήρως και εγκαίρως τους διαθέσιμους χρηματοδοτικούς πόρους από το ευρωπαϊκό μέσο ανάκαμψης την περίοδο 2021-2026 και από το ΕΣΠΑ την περίοδο 2021-2027».
Χαρακτηριστική είναι η πρόσφατη δήλωση του υπουργού Ψηφιακής Διακυβέρνησης Κυριάκου Πιερρακάκη: «Στόχος μας είναι να προλάβουμε να υλοποιήσουμε τα έργα της Βίβλου Ψηφιακού Μετασχηματισμού που χρηματοδοτούνται από το Ταμείο Ανάκαμψης έως το 2025». Η δήλωση αυτή υποδηλώνει την αγωνία να κινηθούν τα «γρανάζια» του Δημοσίου ώστε να δημοπρατηθούν εγκαίρως τα έργα για να αξιοποιηθεί το σύνολο των ευρωπαϊκών πόρων. Και το υπουργείο Ψηφιακής Πολιτικής είναι ένα καλό παράδειγμα αποτελεσματικότητας, αφού έως το 2022 αναμένεται να έχει ολοκληρώσει μεγάλο μέρος της διαγωνιστικής διαδικασίας.
Σε άλλους τομείς του Δημοσίου, αντιθέτως, οι ενδείξεις είναι κάθε άλλο παρά ευοίωνες. Ενδεικτικό είναι ότι, παρότι οι τράπεζες απηύθυναν τις προηγούμενες ημέρες πρόσκληση ενδιαφέροντος στις επιλέξιμες επιχειρήσεις, η πλατφόρμα για την υποβολή των αιτήσεων αναμένεται να κλείσει στο τέλος Μαρτίου. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ένα μέρος των αιτήσεων να γίνουν χειρόγραφα στις τράπεζες -ιδίως για ώριμα επενδυτικά σχέδια πολύ μεγάλων επιχειρήσεων.
Άλλο παράδειγμα είναι η γενική γραμματεία παραγωγικού υπουργείου που καλείται να συμβασιοποιήσει υπό ένταξη έργα ύψους 1,2 δισ. ευρώ. Για να τρέξουν τις διαδικασίες -από τους διαγωνισμούς μέχρι όλη τη γραφειοκρατία που απαιτούν οι Βρυξέλλες- υπάρχουν διαθέσιμοι μόλις τρεις υπάλληλοι. Εάν στην ένδεια ανθρώπινων πόρων προστεθεί η (προ)εκλογική αδράνεια, οι αβεβαιότητες εντείνονται ακόμη περισσότερο. Σε αυτές προστίθενται και οι ενδεχόμενες προσφυγές και δικαστικές διαμάχες που κάθε άλλο παρά σπάνιες είναι στους διαγωνισμούς που τρέχουν φορείς του στενού και ευρύτερου δημόσιου τομέα.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της HSBC, τα 60 δισ. ευρώ που αναμένεται να κινητοποιήσει το Ταμείο Ανάκαμψης τα επόμενα χρόνια θα συνεισφέρουν κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες στο ΑΕΠ ετησίως. Το ερώτημα που τίθεται, στην τρέχουσα συγκυρία, είναι κατά πόσο το «τρένο» του Ταμείου Ανάκαμψης είναι ικανό να οδηγήσει και τις πολιτικές εξελίξεις στη χώρα, ιδίως εάν απαιτηθούν περισσότερες από μία εκλογικές αναμετρήσεις.