Νέα πληθωριστικά σύννεφα στον ορίζοντα φέρνουν η κρίση στην Ουκρανία και το ράλι τιμών στην ενέργεια, εντείνοντας τις ανησυχίες του οικονομικού επιτελείου για κραδασμούς στη πραγματική οικονομία και στα δημόσια οικονομικά και βάζοντας στο τραπέζι σενάρια για επέκταση, ακόμα και διεύρυνση του πακέτου των αντισταθμιστικών μέτρων.
Οι φωτιές στο μέτωπο των τιμών δεν λένε να κοπάσουν. Η ένταση στις σχέσεις Ρωσίας και Ουκρανίας σε συνδυασμό με την κακοκαιρία σπρώχνουν προς τα πάνω το ενεργειακό κόστος, με την τιμή του πετρελαίου να κάνει νέο άλμα τον Ιανουάριο και το φυσικό αέριο να συνεχίζει την υψηλή πτήση του. Παράλληλα, επιταχύνονται οι αυξήσεις σε βασικά είδη διατροφής όπως τα οπωροκηπευτικά λόγω των καταστροφών στη παραγωγή. Παράγοντες της αγοράς κάνουν λόγο για επερχόμενο κύμα ανατιμήσεων σε ευρύ φάσμα αγαθών και υπηρεσιών που θα φθάσει έως 30%, οι αγρότες παραγωγοί ανεβάζουν τις τιμές σε φρούτα, λαχανικά και άλλα προϊόντα λόγω των ζημιών στις καλλιέργειες ενώ πρατηριούχοι προβλέπουν ότι η λιανική τιμή πώλησης της βενζίνης θα αγγίξει ακόμα και τα 2 ευρώ το λίτρο.
Η πληθωριστική καταιγίδα και το κλίμα ανασφάλειας και αρνητικών προσδοκιών στα νοικοκυριά και την αγορά απειλούν την δυναμική της ανάπτυξης, συρρικνώνοντας τα εισοδήματα και την κατανάλωση ενώ ασκούν πιέσεις στον προϋπολογισμό για αύξηση των κονδυλίων ή φορολογικές παρεμβάσεις και αναστολές πληρωμών με στόχο την απόσβεση ζημιών στα νοικοκυριά και την αγορά.
Και όλα αυτά σε μία κρίσιμη συγκυρία για την επανεκκίνηση της οικονομίας και τη διασφάλιση της αναπτυξιακής δυναμικής, καθώς και για την επάνοδο των δημοσιονομικών σε τροχιά εξυγίανσης με ραγδαία συρρίκνωση του πρωτογενούς ελλείμματος που φούσκωσε επικίνδυνα λόγω των μέτρων για την αναχαίτιση των επιπτώσεων από την πανδημία. Επιπρόσθετα η άλλη μεγάλη απειλή πηγάζει από τις πιέσεις στα επιτόκια με τις αποδόσεις στα κρατικά ομόλογα να αυξάνονται, πράγμα που οδηγεί σε άνοδο του κόστους δανεισμού για το Δημόσιο, επιβαρύνοντας τον προϋπολογισμό.
Με βάση τις επικαιροποιημένες εκτιμήσεις του υπουργείου Οικονομικών, η ταχύτητα του πληθωρισμού θα παραμείνει υψηλή τουλάχιστον καθ’ όλη τη διάρκεια του πρώτου τριμήνου του έτους με την αποκλιμάκωση να τοποθετείται προς το τέλος του εξαμήνου υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα υπάρξει υποτροπή της Ουκρανικής κρίσης και νέες διαταραχές στη διεθνή αγορά ενέργειας. Ο υπουργός Οικονομικών, εμφανώς προβληματισμένος, εκτίμησε ότι ο πληθωρισμός θα κινείται στη περιοχή του 5% έως και τον Μάρτιο ενώ παραδέχθηκε ότι οι αρχικές προβλέψεις δεν επιβεβαιώθηκαν, κάνοντας λόγο για πληθωρισμό της τάξης του 1,5%-2% στο σύνολο του έτους έναντι στόχου για 1% που έχει εγγραφεί στον προϋπολογισμό που ψηφίσθηκε τον Δεκέμβριο.
Τα καυτά μέτωπα που έχει να αντιμετωπίσει το οικονομικό επιτελείο είναι:
- Η διάρκεια, το εύρος και το είδος των μέτρων για τη στήριξη νοικοκυριών και επιχειρήσεων και συνακόλουθα το κόστος για τα δημόσια ταμεία. Ήδη η κυβέρνηση μπροστά στο διογκούμενο κύμα των ανατιμήσεων στην ενέργεια εξετάζει την αύξηση των επιδοτήσεων για συγκεκριμένους κλάδους που πλήττονται, ενώ στο τραπέζι βρίσκεται και η κάλυψη μεγαλύτερου μέρους των επιβαρύνσεων για τα νοικοκυριά. Την ίδια ώρα οι εκπρόσωποι της αγοράς ζητούν αναστολές στις φορολογικές και ασφαλιστικές υποχρεώσεις, περαιτέρω «κούρεμα» των ποσών από τις επιστρεπτέες προκαταβολές και μειώσεις φόρων λόγω πτώσης του τζίρου και περιορισμό της ρευστότητας. Αν και ο υπουργός Οικονομικών δηλώνει ότι τα περιθώρια για ενισχύσεις είναι στενά και ότι η κυβέρνηση παραμένει προσηλωμένη στον κεντρικό δημοσιονομικό στόχο για δραστική μείωση του ελλείμματος το τρέχον έτος με την απόσυρση των οριζόντιων μέτρων, ωστόσο αφήνει ανοιχτά όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά σε περίπτωση επιδείνωσης της κατάστασης τόσο στο υγειονομικό όσο και στο πληθωριστικό πεδίο.
«Όλα τα αξιολογούμε, θα δούμε πως θα διαμορφωθεί η κατάσταση τους επόμενους μήνες» επισημαίνει ο κ Σταϊκούρας λέγοντας ότι «με τα σημερινά δεδομένα δεν υπάρχουν αλλαγές» στην πολιτική των μέτρων στήριξης. «Αν ωστόσο υπάρχουν αρνητικές εξελίξεις στο πεδίο των κρίσεων, ανάλογα και με την πορεία εκτέλεσης του προϋπολογισμού θα εξετασθεί τι μέτρα μπορεί να ληφθούν».
Πάντως, σύμφωνα με πληροφορίες, τον Ιανουάριο εμφανίσθηκαν αρρυθμίες στα έσοδα του προϋπολογισμού γεγονός που αποδίδεται κυρίως στις αναστολές πληρωμών φόρων και τελών μετά την εφαρμογή των περιοριστικών μέτρων-ανάχωμα στην εξάπλωση της μετάλλαξης Όμικρον.
- Οι παρενέργειες στη πραγματική οικονομία και την ανάπτυξη από το εκρηκτικό κοκτέιλ της πανδημίας και του πληθωρισμού. Αρμόδια στελέχη εκφράζουν τη βεβαιότητα ότι η κρίση είναι προσωρινή και σε καμία περίπτωση δεν θα ανακόψει την αναπτυξιακή τροχιά, απλά να τη φρενάρει χαρακτηρίζοντας ιάσιμες τις ουλές στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. Είναι χαρακτηριστική η αναφορά του υπουργού Οικονομικών για τις παρενέργειες στην ανάπτυξη σε «εικόνα που πρόσκαιρα θολώνει λόγω των δίδυμων κρίσεων αλλά δεν ξεθωριάζει γιατί υπάρχουν ισχυρά θεμέλια».
Τους κινδύνους στην οικονομία και το κλίμα αβεβαιότητας που δημιουργεί η ανάφλεξη της ακρίβειας αποτυπώνουν οι εκθέσεις και οι έρευνες του ΙΟΒΕ σύμφωνα με τις οποίες:
- Σημαντικό μέρος της ευρωπαϊκής οικονομίας πιέζει για γρήγορη αύξηση επιτοκίων για να αμβλυνθεί ο πληθωρισμός. Πέρα από την επιβάρυνση, ειδικά για οικονομίες με υψηλό χρέος όπως η δική μας, υπάρχει ο κίνδυνος μια υπερβολικά γρήγορη αύξηση του κόστους χρήματος να υποβιβάσει συνολικά τις προοπτικές ανάπτυξης.
- Αυξήσεις τιμών σε προϊόντα και υπηρεσίες είναι αναμενόμενες όταν οι οικονομίες ανακάμπτουν έντονα μετά από βαθιά ύφεση και η ζήτηση αυξάνεται. Μπορεί, όμως, να οδηγήσουν σε ισχυρή και επικίνδυνη ανοδική περιδίνηση τιμών και μισθών που θα υποσκάψει την πραγματική ανάπτυξη και να μειώσει τα πραγματικά εισοδήματα.
- Τον Ιανουάριο υπήρξε αισθητή ενίσχυση των προβλέψεων των νοικοκυριών για άνοδο των τιμών Το 58% (από 49%) των νοικοκυριών προέβλεψε άνοδο τιμών με τον ίδιο ή ταχύτερο ρυθμό και το 17% (από 24%) αναμένει σταθερότητα.
- Η πρόθεση των καταναλωτών για σημαντικές αγορές τους προσεχείς 12 μήνες (επίπλων, ηλεκτρικών συσκευών κ.λπ.) εξασθένισε ήπια, με το σχετικό δείκτη να διαμορφώνεται στις -52,1 (από -47,4) μονάδες. Το 59% των καταναλωτών (από 51%) προέβλεψε ότι θα προβεί σε λιγότερες ή πολύ λιγότερες δαπάνες, ενώ το 5% (από 6%) αναμένει το αντίθετο. Το 83% (από 81%) των νοικοκυριών δεν θεωρεί πιθανή την αποταμίευση στο επόμενο 12μηνο, ενώ το 17% τη θεωρεί πιθανή ή πολύ πιθανή.