Από το «φίλτρο» της δημοσιονομικής προσαρμογής άνω των 10 δισ. ευρώ που θα πρέπει να επιτευχθεί το 2022 περνούν τα μέτρα στήριξης σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις με κόστος στα κρατικά ταμεία, σύμφωνα με τη γραμμή πλεύσης του οικονομικού επιτελείου, ενώ «πέφτει αυλαία» σε νέες φορολογικές ελαφρύνσεις, οι οποίες μετατίθενται στο επόμενο έτος.
Άλλωστε το μήνυμα από τις Βρυξέλλες είναι τα κράτη μέλη και κυρίως εκείνα με υψηλά ελλείμματα και δημόσιο χρέος, όπως η Ελλάδα, να επιταχύνουν τον βηματισμό τους για επιστροφή στη δημοσιονομική εξυγίανση και να βάλουν τέλος σε οριζόντιες και μόνιμες παρεμβάσεις, εστιάζοντας σε επιλεκτικές και στοχευμένες.
Παρά το γεγονός ότι ο προϋπολογισμός του 2021 έκλεισε με χαμηλότερο κατά 2 δισ. ευρώ πρωτογενές έλλειμμα, ο στόχος για δραστική μείωση του σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης κατά 10,586 δισ. ευρώ -στα 2,296 δισ. ευρώ από 12,882 δισ. ευρώ φέτος με βάση τους όρους της ενισχυμένης εποπτείας- δεν επιτρέπει «χαλαρές» πολιτικές και μάλιστα εν μέσω αβεβαιοτήτων για την έκταση της ζημιάς από την πανδημία και τον πληθωρισμό στη πραγματική οικονομία και το ισοζύγιο του δημοσίου. Είναι χαρακτηριστική η επισήμανση του αναπληρωτή υπουργού Οικονομικών, Θ. Σκυλακάκη ότι η καλύτερη των προβλέψεων εκτέλεση του προϋπολογισμού του 2021 δεν σημαίνει διεύρυνση των περιθωρίων για παροχές.
Στο πλαίσιο αυτό, η επέκταση της κατάργησης της εισφοράς αλληλεγγύης στις αποδοχές των δημοσίων υπαλλήλων και των συνταξιούχων και η περαιτέρω μείωση των ασφαλιστικών εισφορών μετατίθενται για το 2023, υπό την αίρεση των εξελίξεων στο δημοσιονομικό μέτωπο που θα σφραγίσουν τόσο η επίτευξη των στόχων του φετινού προϋπολογισμού όσο και οι κανόνες για το έλλειμμα και το χρέος που θα προβλέπει το αναθεωρημένο Σύμφωνο Σταθερότητας.
Αρμόδια πηγή τόνιζε χθες ότι πρόθεση της κυβέρνησης είναι η κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης για όλους το 2023, σπεύδοντας να επισημάνει ότι η υλοποίηση του μέτρου έχει να κάνει με τον «ελεύθερο χώρο», καθώς έχει υψηλό δημοσιονομικό κόστος. Διευκρίνιζε ακόμα ότι κατ’ αρχάς θα πρέπει να βρεθούν τα δημοσιονομικά περιθώρια για να μονιμοποιηθούν η κατάργηση της εισφοράς στον ιδιωτικό τομέα και η μείωση κατά 3% των ασφαλιστικών εισφορών που «αφαιρούν» έσοδα 1,6 δισ. ευρώ.
Στο φορολογικό πεδίο, τα μέτρα που θα «τρέξουν» φέτος αφορούν στη μεσοσταθμική μείωση κατά 3% του ΕΝΦΙΑ με τις αλλαγές στο σύστημα υπολογισμού του φόρου λόγω των νέων αντικειμενικών τιμών και σε στοχευμένα κίνητρα με έξτρα έκπτωση φόρου για ηλεκτρονικές δαπάνες προς συγκεκριμένα επαγγέλματα και μείωση του συντελεστή για συγχωνεύσεις και συνεργασίες μικρομεσαίων επιχειρήσεων και ελεύθερων επαγγελματιών.
Την ίδια ώρα, το οικονομικό επιτελείο κινείται με «το σταγονόμετρο» στις ενισχύσεις για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων από την εξάπλωση της μετάλλαξης Όμικρον και απορρίπτει κατηγορηματικά «φορολογικά αναχώματα» στην ακρίβεια όπως η μείωση του ΦΠΑ στα τρόφιμα και των ειδικών φόρων κατανάλωσης στα υγρά καύσιμα.
Αρμόδια στελέχη κάνουν λόγο για κρίσιμο δημοσιονομικό έτος, καθώς εν μέσω υγειονομικών και πληθωριστικών κραδασμών θα πρέπει, αφενός, να μην τρυπήσει το δίχτυ προστασίας για τους πραγματικά πληττόμενους και, αφετέρου, να διασφαλιστεί η προσγείωση του ελλείμματος της γενικής κυβέρνησης στη περιοχή του 1,2% του ΑΕΠ από 7,3% το 2021, με κύριους μοχλούς την εξοικονόμηση δαπανών από τη μαζική απόσυρση μέτρων στήριξης ύψους 13,650 δισ. ευρώ και την αύξηση κατά 3,5 δισ. ευρώ των φορολογικών εσόδων λόγω της οικονομικής ανάκαμψης.
Σημειώνεται ότι ο συνολικός λογαριασμός του δημοσίου από τις φορολογικές ελαφρύνσεις και τις ενισχύσεις σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του προϋπολογισμού προβλέπεται να συμπιεστεί στα 3,297 δισ. ευρώ από 16,947 δισ. ευρώ που ήταν το 2021, με τον κόφτη να πέφτει κυρίως στις δαπάνες που αφορούν μεταβιβάσεις, οι οποίες από 37,946 δισ. ευρώ διαμορφώνονται φέτος στα 29,825 δισ. ευρώ.
Πάντως το κυβερνητικό εγχείρημα καθίσταται εξαιρετικά δύσκολο, καθώς το σκηνικό στην οικονομία παραμένει ομιχλώδες, με την πανδημία και το πληθωρισμό να εγκυμονούν κινδύνους για την ανάπτυξη και το προϋπολογισμό.