Με τον ρυθμό της ανάκαμψης να υπερβαίνει τις προσδοκίες και τις συνθήκες στην αγορά να γίνονται πιο ευνοϊκές, οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις αναμένουν ότι θα αυξήσουν ξανά τις επενδύσεις τους, όπως αποκαλύπτει έρευνα της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ), η οποία δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα.
Σύμφωνα με την έρευνα η οικονομική υποστήριξη προς τις επιχειρήσεις κατά τη διάρκεια των lockdowns ήταν ζωτικής σημασίας για να διατηρηθεί ζωντανή η οικονομία: περισσότερες από τις μισές (56%) επιχειρήσεις στην ΕΕ έχουν λάβει κάποιας μορφής οικονομική στήριξη ως μέρος των δράσεων για την αντιμετώπιση της COVID-19.
Επιπλέον, παρά τις δύσκολες συνθήκες, τέσσερις στις πέντε επιχειρήσεις σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση (82%) πιστεύουν ότι οι επενδυτικές τους δραστηριότητες τα τελευταία τρία χρόνια ήταν σύμφωνες με τις ανάγκες τους, ποσοστό παρόμοιο με το μερίδιο των επιχειρήσεων στις ΗΠΑ.
Στα βασικά συμπεράσματα επισημαίνονται τα ακόλουθα:
- Οι δράσεις της ΕΕ και των κρατών απέναντι στην COVID-19 υποστήριξαν την επιχειρηματική συνέχεια και συνέβαλαν στη θωράκιση των επενδύσεων.
- Ο ηγετικός ρόλος της ΕΕ σε ό,τι αφορά το κλίμα έχει αρχίσει να αποδίδει, με το 43% των επιχειρήσεων της ΕΕ να έχουν ήδη πραγματοποιήσει επενδύσεις σχετικές με το κλίμα, σε σύγκριση με το 28% στις Ηνωμένες Πολιτείες.
- Το 46% των επιχειρήσεων της ΕΕ δηλώνουν ότι χρησιμοποίησαν την κρίση ως ευκαιρία για να γίνουν περισσότερο ψηφιακές.
- Η πρόσβαση σε ειδικευμένο εργατικό δυναμικό παραμένει ένα σημαντικό επενδυτικό εμπόδιο.
Τι δείχνει η έρευνα για τις ελληνικές επιχειρήσεις
Βάσει των επιμέρους στοιχείων που παρουσιάζονται στην έρευνα της ΕΤΕπ, οι ελληνικές επιχειρήσεις συγκαταλέγονται σε ποσοστό 15% μεταξύ αυτών που θεωρούν ότι έχουν κάνει πολλές επενδύσεις κατά τη διάρκεια των τελευταίων τριών ετών, ενώ το 18% των επιχειρήσεων δηλώνει ότι δεν έχουν κάποιο επενδυτικό πλάνο για την επόμενη 3ετία.
Παράλληλα η Ελλάδα βρίσκεται στην κορυφή, με ποσοστό 16%, μεταξύ των χωρών όπου υπάρχουν αρκετές επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν προβλήματα χρηματοδότησης, αλλά ταυτόχρονα το χαμηλότερο ποσοστό – φθάνει στο 12% - σε ό,τι αφορά τον φόβο ότι η πράσινη μετάβαση θα πλήξει τη δραστηριότητά τους.