Παλιές «πληγές» του ελληνικού κράτους, σε ό,τι αφορά την απασχόληση στο Δημόσιο, φαίνεται ότι ανοίγουν πάλι, όσο η χώρα απομακρύνεται από τις ακραίες οικονομικές συνθήκες της μεγάλης κρίσης και το αυστηρό καθεστώς επιτήρησης της εποχής των μνημονίων. Όπως επισημαίνει η Κομισιόν στη 12η έκθεση ενισχυμένης εποπτείας, κρύβοντας με δυσκολία την ανησυχία της, από το τέλος του 2018 έχει «φουσκώσει» η απασχόληση έκτακτου προσωπικού στο Δημόσιο σχεδόν κατά 25%, χωρίς μάλιστα να υπολογίζονται έκτακτες προσλήψεις που μπορεί να έγιναν για την αντιμετώπιση της πανδημίας.
Τα στοιχεία που παραθέτει η Κομισιόν (βλ. πίνακα) δείχνουν ότι από το 2018, όταν και έληξε (τον Ιούνιο) το τρίτο μνημόνιο, δύο διαδοχικές κυβερνήσεις (αρχικά και για λίγο χρόνο του ΣΥΡΙΖΑ, ακολούθως της ΝΔ) ακολούθησαν μια πολιτική σταθερής διόγκωσης της απασχόλησης στο Δημόσιο, κυρίως μέσα από το κανάλι της πρόσληψης υπαλλήλων με σχέσεις προσωρινής απασχόλησης, ενώ ο αριθμός των μονίμων υπαλλήλων οριακά μειώθηκε, καθώς ο αριθμός των συνταξιοδοτήσεων ξεπέρασε τον μικρό αριθμό προσλήψεων.
Ειδικότερα, το μόνιμο προσωπικό από 601.789 άτομα στο τέλος του 2018 μειώθηκε σε 600.934, δηλαδή σε ποσοστό 0,1%, ως το τέλος του Σεπτεμβρίου 2021. Όμως, την ίδια περίοδο αυξήθηκαν θεαματικά οι υπάλληλοι με προσωρινές σχέσεις απασχόλησης, απόο 8.887 σε 11.033, δηλαδή σε ποσοστό 24,5%. Επιπλέον, αποδεικνύοντας ότι η Δημοκρατία... κοστίζει, οι αιρετοί που μισθοδοτούνται από το Δημόσιο αυξήθηκαν κατά 24,1%, με τον αριθμό τους να φθάνει τους 11.033. Έτσι, ο συνολικός αριθμός των μισθοδοτούμενων από το Δημόσιο, περιλαμβανομένων και λοιπών κατηγοριών, έχει πλέον αυξηθεί στη διάρκεια αυτής της πρώτης περιόδου μετά τη λήξη των μνημονίων κατά 2,6%, φθάνοντας σε σχεδόν 700.000 υπαλλήλους (699.455, για την ακρίβεια).
Η εξέλιξη της απασχόλησης στο Δημόσιο
Η Κομισιόν σημειώνει τη δέσμευση που έχει αναλάβει η ελληνική κυβέρνηση για την ενίσχυση του ελέγχου των προσλήψεων του δημόσιου τομέα μέσω του καθορισμού ετήσιου ανώτατου ορίου έκτακτου προσωπικού. Αυτή η δέσμευση είχε επιβληθεί στις ελληνικές αρχές κατά την έξοδο της χώρας από το μνημόνιο, καθώς είχε γίνει αντιληπτό από τους ευρωπαϊκούς Θεσμούς ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις έχουν... έφεση στις προσλήψεις εκτάκτων, που συνήθως χαρακτηρίζονται και από χαμηλό βαθμό διαφάνειας των διαδικασιών και διευκολύνουν τις πελατειακές εξυπηρετήσεις πολύ περισσότερο από τις... δύσκαμπτες διαδικασίες πρόσληψης μόνιμου προσωπικού, μέσω του ΑΣΕΠ.
Όπως αναφέρουν οι Θεσμοί στην έκθεσή τους, για την εκπλήρωση αυτής της δέσμευσης εγκρίθηκε πράξη του υπουργικού συμβουλίου που ορίζει ανώτατο όριο για τους έκτακτους υπαλλήλους που θα προσληφθούν το 2022. Το ανώτατο όριο για το 2022 ορίζεται σε 25.344, το οποίο είναι 10% χαμηλότερο από τις προσωρινές θέσεις για το 2020. Η Κομισιόν σημειώνει ότι οι ανάγκες για έκτακτο προσωπικό που προέκυψαν λόγω έκτακτων περιστάσεων, όπως πανδημία ή φυσικές καταστροφές, δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του εγκριθέντος ανώτατου ορίου. Δηλαδή, στην πραγματικότητα, το όριο των 25.344 είναι βέβαιο ότι θα ξεπερασθεί, χωρίς ακόμη να μπορεί να υπολογισθεί ο βαθμός αυτής της υπέρβασης.
Λόγω απρόβλεπτων εξελίξεων, τονίζεται, δεν κατέστη δυνατή η αναμενόμενη μείωση των προσωρινών εκπαιδευτικών μετά τη μετατροπή της σχέσης εργασίας 10.500 εκπαιδευτικών σε μόνιμες συμβάσεις. Η απογραφή για τον Σεπτέμβριο του 2021 έδειξε μείωση του έκτακτου προσωπικού που προσλήφθηκε από το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων και ήταν κοντά στον αριθμό των εκπαιδευτικών (10.500) που προσλήφθηκαν πριν από το νέο σχολικό έτος με μόνιμη σύμβαση.
Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι εδώ εξαντλούνται οι ανάγκες για εκπαιδευτικούς. Η Κομισιόν υπογραμμίζει ότι οι αρχές ενημέρωσαν ότι υπάρχει εξαιρετική ανάγκη για 3 000 νέους προσωρινούς εκπαιδευτικούς για το τρέχον σχολικό έτος. Αυτό οφείλεται στις απροσδόκητα υψηλές συνταξιοδοτήσεις εκπαιδευτικών και στην αυξημένη ζήτηση για ειδική στήριξη των μαθητών, σε συνδυασμό με ανάγκες που δημιουργεί η συνεχιζόμενη πανδημία. Οι αρχές δεσμεύτηκαν να προβούν σε επανεξέταση των αναγκών των μόνιμων και προσωρινών εκπαιδευτικών μεσομακροπρόθεσμα, ενώ η έκτακτη αύξηση των προσωρινών εκπαιδευτικών θα αντισταθμισθεί για το επόμενο σχολικό έτος (2022-2023) με αντίστοιχη μείωση.
Το μέγεθος της δημόσιας διοίκησης που επιβαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό έχει αυξηθεί κατά 2,6% από το 2018, γεγονός που οφείλεται κυρίως στην αύξηση του έκτακτου προσωπικού, τονίζει η Κομισιόν. Αυτό συνάδει επίσης με την πορεία της μισθολογικής δαπάνης, που εκτιμάται ότι θα έχει αυξηθεί κατά 6% την περίοδο 2018-2022.
Παράλληλα, ένα άλλο χρόνιο πρόβλημα από την εποχή που καθιερώθηκε το ενιαίο μισθολόγιο στο Δημόσιο με πίεση των δανειστών, δηλαδή οι αποκλίσεις που παρουσιάζονται στις αμοιβές σε σχέση με τις προβλέψεις του μισθολογίου, δεν έχει λυθεί. Όπως αναφέρει η Κομισιόν, συνεχίζονται οι προσπάθειες για την αντιμετώπιση αδικαιολόγητων μισθολογικών αποκλίσεων, στο πλαίσιο της δέσμευσης των αρχών για ενίσχυση του κεντρικού ελέγχου των προσλήψεων και των μισθολογικών διατάξεων. Ένας κατάλογος που προσδιορίζει όλες τις αποκλίσεις από το ενιαίο μισθολόγιο, που καλύπτει την περίοδο από το 2016 έως σήμερα, αναμένεται να ολοκληρωθεί έως το τέλος του 2021. Δεν γίνεται σαφές, πάντως, από την έκθεση αν αυτές οι αποκλίσεις θα καταγραφούν για να εξαλειφθούν ή για να... μονιμοποιηθούν.
Σε ό,τι αφορά το επίδομα για την επικίνδυνη και ανθυγιεινή εργασία στο Δημόσιο, η Κομισιόν σημειώνει ότι η διυπουργική επιτροπή που έχει εξουσιοδοτηθεί να εκπονήσει μεθοδολογία με στόχο τον εξορθολογισμό του ολοκλήρωσε τις εργασίες της και οι σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις αναμένεται να εγκριθούν έως το τέλος του 2021.