Καταλυτικές επιπτώσεις σε βασικούς τομείς της οικονομίας, όπως η γεωργία, ο τουρισμός και η ενέργεια θα έχει η κλιματική αλλαγή, σύμφωνα με έρευνα της διαΝΕΟσις, όπου τονίζεται ότι η κλιματική αλλαγή θα πρέπει να παίξει σημαντικό ρόλο στην αναθεώρηση ολόκληρου του θεσμικού πλαισίου της χώρας μας, από τα περιφερειακά χωρικά πλαίσια και τα σχέδια διαχείρισης υδάτων, μέχρι τα τοπικά πολεοδομικά σχέδια όλων των περιοχών της χώρας. Επίσης, οριζόντια είναι και η ανάγκη της βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης σε όλους τους κλάδους δραστηριότητας.
Όπως σημειώνεται στην έρευνα είναι απαραίτητο να ενσωματωθεί η παράμετρος της κλιματικής αλλαγής στον σχεδιασμό όλων των μεγάλων νέων υποδομών που συνήθως έχουν χρόνο ζωής που μετριέται σε δεκαετίες. Η ΕΕ και μαζί της η Ελλάδα έχει δεσμευτεί να μειώσει τις εκπομπές κατά 55% μέχρι το 2030 και στο μηδέν μέχρι το 2050. Το αν μπορεί να το πετύχει, και το αν θα την ακολουθήσουν και οι υπόλοιπες χώρες εξίσου αποτελεσματικά, είναι κάτι που απομένει να αποδειχτεί.
Οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην γεωργία
Οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής στον πρωτογενή τομέα δεν είναι μόνο αρνητικές. Για παράδειγμα, όπως αναφέρουν οι ερευνητές, σε όλες τις περιπτώσεις και για πολλές καλλιέργειες η βλαστική περίοδος θα επιμηκυνθεί. Σε κάποιες περιοχές θα διευρυνθεί ή θα αλλάξει η δυνατότητα ανάπτυξης κάποιων καλλιεργειών όπως το βαμβάκι. Περιοχές που έως τώρα ήταν ακατάλληλες για την καλλιέργεια συγκεκριμένων ποικιλιών κρασιού, τώρα θα γίνουν κατάλληλες. Επιπλέον, σε όλα τα σενάρια μειώνεται ο κίνδυνος καταστροφής καλλιεργειών από παγετό.
Όμως κάπου εδώ τελειώνουν τα καλά νέα. Οι περισσότερες συνέπειες θα είναι αναμφίβολα αρνητικές. Σύμφωνα με όλα τα σενάρια, μειώνονται οι βροχοπτώσεις σε όλες τις περιοχές, μειώνεται η εδαφική υγρασία, αυξάνεται η ξηρασία σε όλες τις περιοχές της Ελλάδας και αυξάνονται οι ημέρες με πολύ υψηλές θερμοκρασίες. Στη Λάρισα και τη Θεσσαλονίκη εκτιμάται ότι οι καλλιέργειες θα επηρεαστούν πολύ και από ακραία φαινόμενα.
Οι συνέπειες, δε, δεν θα είναι ομοιόμορφες σε ολόκληρη την επικράτεια. Οι περισσότερες καλλιέργειες και η κτηνοτροφία θα επηρεαστούν αρνητικά κυρίως στο Ηράκλειο της Κρήτης, την Ηλεία, την Κορινθία και τη Λάρισα. Αντίθετα, ανάμεσα στις περιοχές που θα επηρεαστούν λιγότερο είναι ο Έβρος, η Φθιώτιδα και η Αιτωλοακαρνανία. Οι επιπτώσεις θα διαφοροποιούνται και ανάλογα με την ευαισθησία και τη συμπεριφορά κάθε καλλιέργειας. Η ελιά, για παράδειγμα, είναι εξαιρετικά ανθεκτική στην ξηρασία και την υψηλή θερμοκρασία, ωστόσο, το ότι τον χειμώνα θα κάνει λιγότερο κρύο είναι πιθανό να επηρεάσει αρνητικά την παραγωγή των ελαιόδενδρων. Η παραγωγικότητα των αμπελώνων θα επηρεαστεί, επίσης, όπως, και ο λόγος των σακχάρων και οξέων στο ίδιο το προϊόν -η γεύση και ποιότητα του κρασιού που παράγεται σε όλες τις περιοχές της χώρας θα αλλάξει. Η καλλιέργεια ζωοτροφών, δε, θα έχει μειωμένη απόδοση και μεγαλύτερες απαιτήσεις για νερό.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, οι παραγωγοί πρέπει να λάβουν υπ' όψιν τις επερχόμενες αλλαγές και να προσαρμόσουν τις καλλιέργειες τους κατάλληλα. Πρέπει οπωσδήποτε να δοθεί μεγάλη έμφαση στη διαχείριση των υδάτων και την αποδοτικότητα της άρδευσης, που σήμερα ακόμα δεν γίνεται με τον καλύτερο τρόπο και πολλές περιοχές της χώρας αντιμετωπίζουν ήδη σοβαρό πρόβλημα.
Επίσης, η διαφοροποίηση και η εναλλαγή καλλιεργειών, η επιλογή καλλιεργειών που προσαρμόζονται καλύτερα στις νέες κλιματικές συνθήκες ανά περιοχή, η επιλογή καλυμμένων καλλιεργειών και η παραγωγή σε θερμοκήπια, καθώς και η πολύ προσεκτικά στοχευμένη αποστράγγιση γεωργικής γης θα αποτελέσουν απαραίτητα εργαλεία για την προσαρμογή του πρωτογενούς τομέα. Έμφαση αναμένεται να δοθεί στην «γεωργία ακριβείας», που χρησιμοποιεί σύγχρονες τεχνικές και τεχνολογικά εργαλεία (αισθητήρες στο έδαφος, GPS και εργαλεία τηλε-επισκόπησης της παραγωγής). Σε κάθε περίπτωση, οι ερευνητές τονίζουν πως όλες αυτές οι παρεμβάσεις θα πρέπει να συνοδευτούν από εκστρατείες ενημέρωσης των καλλιεργητών και των εκτροφέων τόσο για τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στη δουλειά τους, όσο και για τα διαθέσιμα εργαλεία για την αντιμετώπιση αυτών των επιπτώσεων.
Οι επιπτώσεις στον τουρισμό
Η κλιματική αλλαγή μπορεί να έχει και μια θετική επίπτωση στον τουρισμό της Ελλάδας καθώς η τουριστική περίοδος μπορεί να επιμηκυνθεί. Το καλοκαίρι μπορεί να κρατά από τον Μάιο μέχρι τον Σεπτέμβριο -και αυτό είναι κάτι που θα έρθει σχετικά σύντομα.
Ωστόσο, παράλληλα η συχνότερη εμφάνιση καυσώνων θα κάνει την εμπειρία εκατομμυρίων τουριστών που επισκέπτονται τη χώρα μας στο καλοκαίρι χειρότερη. Περιοχές όπως η Χαλκιδική, η Ρόδος, η Κρήτη και τα νησιά του Αργοσαρωνικού θα έχουν πολύ περισσότερες θερμές ημέρες κάθε καλοκαίρι. Περισσότερες "τροπικές νύχτες" όπου η θερμοκρασία του αέρα δεν πέφτει κάτω από τους 20 βαθμούς, θα έχει όλη η επικράτεια, αλλά κυρίως τα δυτικά παράλια, τα Ιόνια Νησιά, η Δυτική Πελοπόννησος και η Κεντρική Μακεδονία. Αν επαληθευτούν τα χειρότερα σενάρια, σε αυτή τη λίστα προστίθενται και η Κρήτη, η Εύβοια, η Ανατολική Μακεδονία και η Θράκη και άλλες περιοχές ενώ και οι καύσωνες θα είναι πολύ περισσότεροι παντού.
Επιπλέον, η μεταβολή της θερμοκρασίας μπορεί να οδηγήσει στην περαιτέρω μείωση της -ήδη σύντομης- χιονοδρομικής περιόδου, καθιστώντας μη βιώσιμη τη λειτουργία χιονοδρομικών κέντρων στην Ελλάδα. Σε κάποια από αυτά έχουν ήδη αρχίσει οι εργασίες διαμόρφωσης του τοπίου (με την αφαίρεση βράχων) για να λειτουργούν οι πίστες με λιγότερο χιόνι. Αλλά οι επιπτώσεις μπορεί να είναι και άλλες: η αύξηση των ακραίων καιρικών φαινομένων, η αλλοίωση του τοπίου λόγω της αύξησης της στάθμης της θάλασσας, η διατάραξη της βιοποικιλότητας, τα αυξημένα έξοδα των τουριστικών επιχειρήσεων για ψύξη.
Οι επιπτώσεις στον τομέα της ενέργειας
Σύμφωνα με την έρευνα, οι ΑΠΕ είναι ήδη ώριμες και φτηνές για να συνεισφέρουν σημαντικά στη λύση. Μπορεί φέτος η συνεισφορά των ανεμογεννητριών να ήταν μικρότερη, σύμφωνα όμως με τα σενάρια του IPCC μέχρι την 20ετία του 2046-2065 η κατανομή του αιολικού δυναμικού της χώρας μας δεν θα αλλάξει -ειδικά το Αιγαίο Πέλαγος θεωρείται μάλιστα από τις ιδανικές περιοχές ανάπτυξης υπεράκτιων αιολικών πάρκων, λαμβάνοντας υπ' όψιν και τα δίκτυα διασύνδεσης που αναπτύσσονται στην περιοχή.
Στον ενεργειακό τομέα οι ερευνητές τονίζουν ότι θα πρέπει να επιταχυνθεί η βελτίωση ενεργειακής αποδοτικότητας των κτηρίων, να αντικατασταθεί σύντομα ο στόλος των επιβατικών αυτοκινήτων, να αντικατασταθούν σταδιακά τα συστήματα θέρμανσης με πετρέλαιο στα κτήρια και να επιταχυνθεί η εγκατάσταση έξυπνων μετρητών ηλεκτρικού ρεύματος. Όλα αυτά είναι απαραίτητα βήματα για να επιτευχθούν οι στόχοι που έχουν τεθεί από την ΕΕ και έχουν υιοθετηθεί κι από τη χώρα μας. Πάντως, απέχουμε αρκετά ακόμα από αυτούς τους στόχους.
Ειδικότερα, σήμερα η μέση Ελληνίδα ή ο μέσος Έλληνας εκπέμπει 7 τόνους διοξειδίου του άνθρακα ανά έτος. Όπως αναφέρουν οι ερευνητές, αν είναι να επιτευχθεί ο στόχος της ΕΕ για τη μείωση των εκλύσεων κατά 55% μέχρι το 2030, θα πρέπει τότε να εκπέμπουμε περίπου 3 τόνους έκαστος ή έκαστη.
Μερικά πράγματα μπορούν να γίνουν από τους πολίτες ξεχωριστά, όπως για παράδειγμα η αποφυγή χρήσης αεροπλάνου (ειδικά για κοντινές αποστάσεις) καθώς και η σωστή χρήση του Ι.Χ. αυτοκινήτου. Υπολογίζεται πως οι μετακινήσεις με Ι.Χ. αυτοκίνητα και τα αεροπορικά ταξίδια ευθύνονται έως και για τις μισές εκλύσεις CO2 του καθενός μας. Ενας πολίτης που ταξιδεύει τέσσερις φορές τον χρόνο Αθήνα – Θεσσαλονίκη μετ’ επιστροφής με το αεροπλάνο εκλύει 1,28 τόνους ισοδύναμου CO2. Το ίδιο ταξίδι με τρένο προκαλεί μόνο 0,28 τόνους ισοδύναμου CO2 κατ’ άτομο.
Ωστόσο, όπως επισημαίνει η έρευνα, η λύση του προβλήματος της κλιματικής αλλαγής δεν μπορεί να έρθει από ευαισθητοποιημένους πολίτες που μειώνουν την κατανάλωση κρέατος ή παίρνουν πιο συχνά τα ΜΜΜ. Η επίπτωση του καθενός και της καθεμίας είναι απειροελάχιστη και, πραγματικά, αμελητέα μπροστά στις εκπομπές του τομέα της ενέργειας, των κατασκευών, της κτηνοτροφίας ή κάποιων κλάδων της βιομηχανίας. Κι οι αλλαγές που θα μετριάσουν το πρόβλημα σε αυτούς τους τομείς μπορούν να έρθουν μόνο από τα κράτη -μόνο αυτά μπορούν να τις σχεδιάσουν και να τις επιβάλλουν. Από ό,τι φαίνεται, το σημαντικότερο πράγμα που μπορούν να κάνουν οι πολίτες είναι να πιέζουν τις κυβερνήσεις τους προς τη σωστή κατεύθυνση, για να υλοποιηθούν λύσεις όπως αυτές που περιλαμβάνονται στην έρευνα.