Αρχίζει να αποδίδει καρπούς η προσπάθεια προσέλκυσης ψηφιακών νομάδων στην Ελλάδα, που θα μπορούσε να προσφέρει σημαντική ώθηση στην οικονομική ανάπτυξη και βρίσκεται ψηλά στην ατζέντα της κυβέρνησης, που άλλαξε το φορολογικό καθεστώς στις αρχές του έτους, ενώ τον Σεπτέμβριο θέσπισε ξεχωριστή visa για τους εργαζόμενους υψηλής εξειδίκευσης που θέλουν να εργαστούν στη χώρα μας.
Σύμφωνα με στοιχεία που άντλησε το Business Daily από το υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου, μέχρι τώρα έχουν κατατεθεί 2.918 αιτήσεις για την έκδοση visa σε ψηφιακούς νομάδες. Από αυτές, οι 1.693 έχουν ήδη εγκριθεί, ενώ 1.225 παραμένουν σε εκκρεμότητα. Πρόκειται για μια ροή που δεν δικαιολογεί μεν ενθουσιασμό, όμως δείχνει ότι έχει αρχίσει να αναπτύσσεται κινητικότητα και δημιουργεί προσδοκίες για το μέλλον.
Όπως τόνισε πριν από λίγες ημέρες ο υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Θεόδωρος Πελαγίδης, μιλώντας σε εκδήλωση του Κύκλου Ιδεών, αυτή την περίοδο προσφέρεται στην Ελλάδα μια μεγάλη ευκαιρία προσέλκυσης ψηφιακών νομάδων. «Περίπου 80% των Ευρωπαίων θέλουν να ζήσουν σε ένα διαφορετικό μέρος από αυτό που εργάζονται, ενώ περίπου το 1/3 των Γερμανών και των Γάλλων εργαζομένων θα δουλέψουν από απόσταση το 2022 και αυτό αποτελεί ευκαιρία για την Ελλάδα όσον αφορά την προσέλκυση τους», ανέφερε ο κ. Πελαγίδης.
Οι ψηφιακοί νομάδες είναι εργαζόμενοι υψηλού εισοδήματος καθώς, σύμφωνα με στοιχεία, ένας στους έξι κερδίζει ετησίως περισσότερα από 75.000 δολάρια. Εκτιμάται ότι σχεδόν 4 εκατ. άνθρωποι ζουν παγκοσμίως ως ψηφιακοί νομάδες, αριθμός που προβλέπεται να εκτοξευτεί στο 1 δισ. μέχρι το 2035. Σύμφωνα με έρευνα του ΜΙΤ, αν η Ελλάδα καταφέρει να προσελκύσει 100.000 ψηφιακούς νομάδες που θα παραμείνουν για τουλάχιστον έξι μήνες στη χώρα, τότε η οικονομία θα μπορούσε να ενισχυθεί κατά 1,6 δισ. ευρώ ετησίως.
Η κυβέρνηση έχει καθιερώσει κανόνες για την εγκατάσταση ψηφιακών νομάδων, που θα διασφαλίζουν ότι προσφέρουν τις υπηρεσίες τους ως εργαζόμενοι στο εξωτερικό, ώστε να μην ανταγωνίζονται τους Έλληνες εργαζόμενους για θέσεις εργασίας στη χώρα μας. «Όσοι κάνουν αίτηση για την digital nomad visa θα πρέπει να αποδεικνύουν ότι διαθέτουν τουλάχιστον ένα μηνιαίο εισόδημα 3.500 ευρώ, και τα ανάλογα εργασιακά εχέγγυα, ώστε να διασφαλίζεται ότι πράγματι έρχονται στην Ελλάδα για να προσφέρουν υπηρεσίες σε εργοδότη στο εξωτερικό», είχε αναφέρει τον Μάρτιο στο Business Daily o αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών Μ. Βαρβιτσιώτης.
Σύμφωνα με το πλαίσιο για την digital nomads visa, αυτή θα δίνεται για περίοδο 12 μηνών, και είναι απαραίτητο οι αιτούντες να εργάζονται εξ αποστάσεως με εργοδότες ή πελάτες εκτός Ελλάδας. Πέραν των λοιπών δικαιολογητικών ο αιτών θα πρέπει να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία ότι διαθέτει επαρκείς πόρους, σε επίπεδο σταθερού εισοδήματος, για την κάλυψη των εξόδων διαβίωσής του κατά τη διάρκεια της διαμονής του στη χώρα, χωρίς να επιβαρύνει το εθνικό σύστημα κοινωνικής πρόνοιας. Το ύψος των επαρκών πόρων καθορίζεται στα τρεισήμισι χιλιάδες (3.500) ευρώ μηνιαίως και θα πρέπει να αποδεικνύεται.
Η νέα νομοθετική ρύθμιση επιτρέπει στους πολίτες τρίτης χώρας να συνοδεύονται και από τα μέλη της οικογένειάς τους, όμως όσο διαμένουν στην Ελλάδα, δεν επιτρέπεται ούτε εκείνοι να ασκούν οποιασδήποτε μορφής οικονομική δραστηριότητα στη χώρα. Στην περίπτωση αυτή, οι απαιτούμενοι «επαρκείς πόροι διαβίωσης» προσαυξάνονται κατά 20% για τον/τη σύζυγο και κατά 15% για κάθε παιδί. Η Digital Nomads Visa ισχύει έως 12 μήνες, ενώ, εφόσον εξακολουθούν να ισχύουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, μπορεί να χορηγηθεί άδεια διαμονής διετούς διάρκειας, κατόπιν αίτησης που υποβάλλεται πριν τη λήξη της ισχύος της εθνικής θεώρησης.
Τον Ιανουάριο του 2021, η κυβέρνηση προχώρησε και σε μια σειρά φορολογικών μέτρων για να προσελκύσει τους ψηφιακούς νομάδες. Ειδικότερα δίνεται έκπτωση 50% στον φόρο εισοδήματος για τους ψηφιακούς νομάδες που θα εγκατασταθούν στην χώρα, ενώ παράλληλα απαλλάσσονται από την εισφορά αλληλεγγύης. Η φοροαπαλλαγή θα έχει διάρκεια επτά ετών και έχει πρέπει ο εργαζόμενος να μην έχει υπάρξει στο παρελθόν φορολογικός κάτοικος της Ελλάδας τα προηγούμενα πέντε από τα έξι έτη πριν τη μεταφορά της φορολογικής έδρας, η προηγούμενη φορολογική του έδρα να ήταν στην ΕΕ ή στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο ή σε κάποιο άλλο κράτος που η Ελλάδα έχει διακρατική συμφωνία στον τομέα της φορολογίας και να δηλώνει ότι θα παραμείνει στην Ελλάδα για τα επόμενα δύο χρόνια τουλάχιστον.
Τι δείχνουν οι διεθνείς έρευνες
Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση προωθεί κίνητρα για να προσελκύσει τους ψηφιακούς νομάδες, η Ελλάδα αναδεικνύεται ως μία από τις λιγότερο ανταγωνιστικές αγορές για όσους σκέφτονται να μεταφέρουν σε άλλη χώρα τις επαγγελματικές τους δραστηριότητες. Μπορεί η χώρα να προσφέρει καλό κλίμα και φθηνό σχετικά κόστος ζωής, όμως παράγοντες όπως το ακριβό και αργό για τα δεδομένα της Ευρώπης ίντερνετ, αλλά και κοινωνικά θέματα (ασφάλεια κ.α.) λειτουργούν ως αποτρεπτικοί παράγοντες.
Η Ελλάδα σταδιακά προσπαθεί να μπει «σφήνα» στον παγκόσμιο χάρτη των ελκυστικών προορισμών για τους ψηφιακούς νομάδες, όμως αρκετές έρευνες την εμφανίζουν χαμηλά στις παγκόσμιες κατατάξεις. Σύμφωνα με την τελευταία αξιολόγηση από την εταιρεία Remote, αν και η Αθήνα βρίσκεται στην 6η θέση των πιο ελκυστικών πόλεων παγκοσμίως, καθώς εκτιμάται από τους ψηφιακούς νομάδες το φυσικό τοπίο και η ιστορική - πολιτισμική κληρονομιά, η ελληνική πρωτεύουσα στη γενική κατάταξη κατρακυλά στην 63η θέση και βρίσκεται χαμηλότερα από την Λιουμπλιάνα στη Σλοβενία, το Ζάγκρεμπ στη Κροατία και το Βουκουρέστι στη Ρουμανία.
Σύμφωνα με Nestpick και nomadlist η Αθήνα έχει ως συγκριτικό πλεονέκτημα το καλό κλίμα, το σχετικά χαμηλό κόστος ζωής με φθηνά ενοίκια διαμερισμάτων και επαγγελματικών χώρων, ενώ διαθέτει καλή ποιότητα ζωής και διασκέδαση. Όμως τα πλεονεκτήματα που θα ανέβαζαν πιο ψηλά την ελληνική πρωτεύουσα στην κατάταξη μετριάζονται από τις εξαιρετικά χαμηλές επιδόσεις σε κοινωνικά ζητήματα. Στην κατάταξη της Nestpick η Αθήνα «κονταροχτυπιέται» με την Ουγγαρία, την Τουρκία και το Ντουμπάι στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα καθώς βρίσκεται στην 64η θέση ασφάλειας, ελευθερίας και δικαιωμάτων.
Η Αθήνα «πληγώνεται» από τις χαμηλές επενδύσεις στις τηλεπικοινωνίες τα προηγούμενα χρόνια, που κρατούν χαμηλά τις ταχύτητες των δικτύων. Στην κατάταξη της Nestpick, η Αθήνα βρίσκεται στην 65η θέση στη συνολική απόδοση και χωρητικότητα του διαδικτύου, ενώ στην ανάλυση του nomadlist, μέση ταχύτητα του ίντερνετ αναφέρεται πως είναι στα 12 Mbps.