Κρίσιμες αποφάσεις, που θα καθορίσουν το κόστος δανεισμού της Ελλάδας τον επόμενο χρόνο, θα λάβει τον Δεκέμβριο το διοικητικό συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, σε μια συνεδρίαση όπου ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας θα πρέπει να πείσει τους πιο αυστηρούς τραπεζίτες του Βορρά ότι η Ελλάδα δικαιούται να συμμετάσχει στο νέο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων, το οποίο θα ενεργοποιηθεί μετά τη λήξη του έκτακτου προγράμματος για την πανδημία (PEPP) μετά τον Μάρτιο του 2022.
Η σημασία των αποφάσεων της κεντρικής τράπεζας τον Δεκέμβριο είναι μεγάλη και μπορεί κανείς να την αντιληφθεί, ανατρέχοντας στα στοιχεία για την απόδοση των ελληνικών 10ετών ομολόγων. Η απόδοση είχε πλησιάσει το 2,50% τον Μάρτιο του 2020, όταν ξέσπασε η κρίση της πανδημίας, στη συνέχεια αποκλιμακώθηκε εντυπωσιακά, για να υποχωρήσει κοντά στο 0,50% στα τέλη του έτους, καθώς η ΕΚΤ απορρόφησε ομόλογα αξίας δεκάδων δισ. ευρώ, ενώ το πρώτο εξάμηνο του έτους ανέβηκε και πάλι, ξεπερνώντας το 1%, όταν η ΕΚΤ επιβράδυνε τους ρυθμούς αγορών τίτλων.
Μόλις επανήλθε η κεντρική τράπεζα στους αρχικούς ρυθμούς αγορών, για να αποφευχθούν πιέσεις στα ομόλογα του Νότου, η απόδοση του ελληνικού 10ετούς τίτλου έπεσε και πάλι κοντά στο 0,50%, τον Αύγουστο. Έκτοτε, η αγορά άρχισε να επηρεάζεται από τη νέα επιβράδυνση στις αγορές ομολόγων από την ΕΚΤ, που άρχισε τον Σεπτέμβριο, με αποτέλεσμα να έχει επανέλθει η απόδοση κοντά στο 0,90%.
Η συζήτηση του Δεκεμβρίου, σύμφωνα με τις πληροφορίες που υπάρχουν ως τώρα, θα έχει στόχο να αποφευχθεί ένα επικίνδυνο «κενό» μετά τον Μάρτιο του 2022, όταν θα λήξει το PEPP των 1,85 τρισ. ευρώ και θα υπάρχει στο «οπλοστάσιο» μόνο το τακτικό πρόγραμμα αγοράς ομολόγων (APP). Αν δεν προσαρμοσθεί κατάλληλα το APP υπάρχει ο κίνδυνος να μειωθούν απότομα οι αγορές τίτλων της Ιταλίας και άλλων χωρών του Νότου και να δεχθούν «επίθεση» από την αγορά, με συνέπεια τη μεγάλη αύξηση του κόστους δανεισμού.
Έτσι, ζητούμενο από τις συζητήσεις είναι να δημιουργηθεί ένα νέο πρόγραμμα, με βάση το APP, το οποίο όμως θα έχει περισσότερα στοιχεία ευελιξίας. Για παράδειγμα, δεν θα ισχύει το ανώτατο όριο αγορών που θα μπορούν να γίνονται με βάση το μέγεθος κάθε οικονομίας. Επίσης, θα πρέπει να εξετασθεί η αύξηση των μηνιαίων αγορών σε ένα επίπεδο που δεν θα φθάνει μεν τις αγορές με το PEPP, αλλά θα είναι μεγαλύτερο από αυτές που γίνονται με βάση το APP, ώστε να υπάρξει μια ήπια μετάβαση από τα παλιά προγράμματα στο νέο, χωρίς να υπάρξουν κραδασμοί στα ομόλογα του Νότου.
Σε αυτό το γενικό πλαίσιο της συζήτησης, η ελληνική πλευρά, μέσω του Γ. Στουρνάρα, θα προσπαθήσει να γίνει δεκτό ότι η Ελλάδα θα πρέπει να διατηρήσει τη συμμετοχή της και στο νέο πρόγραμμα, όπως κατ' εξαίρεση αποφασίσθηκε τον Μάρτιο του 2020 για τη συμμετοχή στο PEPP. Μέχρι τότε, ως γνωστόν, η Ελλάδα δεν συμμετείχε στα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης που «έτρεχαν» από το 2015, επειδή δεν πληρούσε έναν βασικό όρο, την κατάταξη του χρέους στην επενδυτική βαθμίδα των οίκων αξιολόγησης.
Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, θα επιχειρηματολογήσει υπέρ της παράτασης αυτής της εξαίρεσης από τους κανόνες της ΕΚΤ, τονίζοντας τη μεγάλη πρόοδο που έχει σημειώσει η ελληνική οικονομία, αλλά και ότι δεν πρέπει να αποκλεισθεί η χώρα από το πρόγραμμα για να μην υπάρξει κατακερματισμός της νομισματικής πολιτικής.
Όπως τόνισε χθες ο κ. Στουρνάρας, μιλώντας στο "Bloomberg":
- «Είναι ισχυρή πεποίθησή μου ότι το διοικητικό συμβούλιο θα αποτρέψει οποιονδήποτε κατακερματισμό της νομισματικής πολιτικής. Είναι αλήθεια ότι η Ελλάδα δεν έχει ακόμη την επενδυτική βαθμίδα. Αλλά είμαι βέβαιος ότι, εάν δεν είχαμε την πανδημία, η επενδυτική βαθμίδα θα είχε επανέλθει.
- Ανεξάρτητα από αυτό το γεγονός, υπάρχει πολύ σημαντική πρόοδος σε πολλά επίπεδα. Περιμένουμε ανάπτυξη πάνω από 7% φέτος και 5% τον επόμενο χρόνο, η δημοσιονομική κατάσταση βρίσκεται υπό έλεγχο, το τραπεζικό σύστημα έχει βελτιωθεί θεαματικά και, συνεπώς, δεν βλέπω οποιοδήποτε λόγο για να εξαιρεθούμε από το νέο πρόγραμμα».
Παρότι η επιχειρηματολογία της ελληνικής πλευράς είναι ισχυρή και θεωρείται βέβαιο ότι οι ελληνικές θέσεις θα υποστηριχθούν στη συνεδρίαση του Δεκεμβρίου από τις τράπεζες της περιφέρειας της ευρωζώνης και τη γαλλική κεντρική τράπεζα, ωστόσο η συζήτηση δεν θα είναι εύκολη, αφού για τις κεντρικές τράπεζες του Βορρά δεν έχει πάψει να αποτελεί ταμπού η αγορά από την ΕΚΤ τίτλων χαμηλής βαθμίδας. Πάντως, σύμφωνα με το επικρατέστερο σενάριο για τις αποφάσεις του Δεκεμβρίου, οι αντιρρήσεις που θα διατυπωθούν δεν θα αποτρέψουν τελικά τη συμμετοχή της Ελλάδας στο επόμενο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων.