Ένα ντόμινο εξελίξεων οδηγεί εκατομμύρια καταναλωτές σε όλο τον κόσμο αντιμέτωπους με «φουσκωμένα» τιμολόγια ρεύματος και θέρμανσης. Εργοστάσια ενέργειας στην Βρετανία χρεωκοπούν, στην Κίνα σταματάει η παραγωγή ακόμα και σε τεράστιες αυτοκινητοβιομηχανίες, η Ευρώπη παρατηρεί αμήχανη τις τιμές χονδρεμπορικής ρεύματος να σπάνε το ένα ρεκόρ μετά το άλλο, ενώ η ενεργειακή κρίση «καλά κρατεί». Kαι όλα αυτά ενώ ο στόχος της απολιγνιτοποίησης και της στροφής σε καθαρές μορφές ενέργειας παραμένει η απόλυτη προτεραιότητα.
Όπως εξηγεί άρθρο του άρθρο του Economist, ο κύριος πονοκέφαλος για τις τιμές της ενέργειας στην εποχή της πράσινης μετάβασης έρχεται από τα ορυκτά καύσιμα. Ειδικότερα, η πτώση των των επενδύσεων στην αγορά πετρελαίου, σε κόμβους φυσικού αερίου και σε ορυχεία άνθρακα σαν αποτέλεσμα της υπερεπένδυσης των περασμένων ετών και των πιέσεων για άμεση απανθρακοποίηση είναι ένας από τους κύριους λόγους που οι τιμές και των τριών ενεργειακών προϊόντων έχουν αυξηθεί. Το πετρέλαιο ξεπέρασε τα 81 δολάρια το βαρέλι αφού ο ΟΠΕΚ και σύμμαχοι όπως η Ρωσία που είναι μέλη της συμμαχίας ΟΠΕΚ+, αποφάσισε να απαντήσει αρνητικά στις εκκλήσεις για αύξηση της παραγωγής.
Κατά κανόνα οι εταιρείες πετρελαίου υποτίθεται ότι διαθέτουν περίπου τα τέσσερα πέμπτα των κεφαλαιουχικών τους δαπανών κάθε χρόνο μόνο για να συνεχίσουν τις γεωτρήσεις τους. Ωστόσο, όπως επισημαίνει ο Economist, το ετήσιο ανώτατο όριο της βιομηχανίας έχει πέσει από 750 δισ. δολ. το 2014 (όταν οι τιμές του πετρελαίου ξεπέρασαν τα 100 δολάρια το βαρέλι) σε 350 δις. δολ. φέτος.
Η πτώση της προσφοράς αποτράπηκε προσωρινά πέρυσι επειδή η πανδημία covid-19 μείωσε τη ζήτηση πετρελαίου. Μόλις όμως η παγκόσμια οικονομία άρχισε να ανακάμπτει, ήταν θέμα χρόνου να αρχίσει να εμφανίζεται η πίεση.
Ο κλάδος συνήθως θα ανταποκρινόταν στην ισχυρή ζήτηση και τις υψηλότερες τιμές επενδύοντας σε νέες γεωτρήσεις. Αλλά αυτό είναι πιο δύσκολο στην εποχή της απολιγνιτοποίησης, όταν ακόμα και κολοσσοί όπως η ExxonMobil και η Royal Dutch Shell, πιέζονται από τους επενδυτές να γυρίσουν την πλάτη στο πετρέλαιο και το φυσικό αέριο. Αυτό συμβαίνει είτε επειδή θεωρούν ότι η αυξημένη ζήτηση είναι περιστασιακή, καθιστώντας τα μακροπρόθεσμα έργα μη οικονομικά, είτε επειδή προτιμούν να κατέχουν μερίδια σε εταιρείες που υποστηρίζουν τη μετάβαση στην καθαρή ενέργεια. Παρόλο που οι τιμές αυξάνονται, οι επενδύσεις σε πετρέλαιο φαίνεται απίθανο να αυξηθούν.
Άλλος παράγοντας που εμποδίζει τις επενδύσεις σε πετρέλαιο είναι οι αποφάσεις του ΟΠΕΚ+. Καθώς οι τιμές ανακάμπτουν, η προτεραιότητα των κυβερνήσεων δεν είναι η αύξηση παραγωγής πετρελαίου, αλλά η ενίσχυση των εθνικών προϋπολογισμών. Επιπλέον, οι κρατικοί παραγωγοί ανησυχούν ότι μια νέα έξαρση κρουσμάτων θα μπορούσε να πλήξει εκ νέου τη ζήτηση. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν το ράλι τελικά εμπνεύσει επενδύσεις, θα χρειαστούν αρκετά χρόνια για να αυξηθεί ουσιαστικά η παραγωγή και αυτό σημαίνει ότι τα επεισόδια μεγάλης αύξησης των τιμών θα είναι συχνά, όσο θα διαρκεί η πράσινη ενεργειακή μετάβαση.
Σε «κρίση» η Ευρώπη από την άνοδο των τιμών
Όπως έγραφε το Business Daily, ο πρώτος γύρος συζητήσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο για την ενεργειακή κρίση που έχει εκτινάξει τις τιμές σε όλες τις χώρες ήταν άκαρπος. Η κρίση μπορεί να έχει οδηγήσει τις τιμές στην αγορά της επόμενης ημέρας σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες ακόμα και πάνω από τα 200 ευρώ, αλλά στο πρόσφατο Eurogroup υπήρξαν μόνο καλές προθέσεις, χωρίς δεσμεύσεις για κοινή δράση, τουλάχιστον στο άμεσο μέλλον, καθώς προς το παρόν επικρατεί η εκτίμηση ότι η ενεργειακή κρίση θα είναι πρόσκαιρη.
Με τις τιμές χονδρικής στο ρεύμα να διαμορφώνονται πάνω από τα 200 ευρώ στην αγορά της επόμενης ημέρας για Πορτογαλία, Ισπανία και Ιταλία, αλλά και συνολικά όλες τις χώρες της ΕΕ να χτυπάνε το ένα ρεκόρ τιμών μετά το άλλο, καθώς έχει εκτιναχθεί σε επίπεδα ρεκόρ η τιμή του φυσικού αερίου, στις χθεσινές συνομιλίες των υπουργών στο Λουξεμβούργο, υπήρξαν προτάσεις για κοινές πρωτοβουλίες, που όμως ότι κατάφεραν να «πείσουν» τις Βρυξέλλες.
Η επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν τόνισε οι αυξήσεις στις τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος είναι αποτέλεσμα της εκτίναξης των τιμών του αερίου καθώς η παγκόσμια ζήτηση έχει αυξηθεί, όμως σημαντικοί προμηθευτές της Ευρώπης, όπως η Ρωσία, δεν έχουν αυξήσει την προσφορά. «Για το αέριο βασιζόμαστε πολύ σε εισαγωγές – το 90% του αερίου εισάγεται. Σε παγκόσμιο επίπεδο οι οικονομιές ανακάμπτουν, έτσι η ζήτηση αυξάνεται, όμως η προσφορά δεν αυξάνεται αναλόγως. Είμαστε ευγνώμονες για το γεγονός ότι η Νορβηγία αυξάνει την παραγωγή της, όμως αυτό δεν φαίνεται να συμβαίνει με τη Ρωσία», δήλωσε και σημείωσε ότι μέσα στον Οκτώβριο θα υπάρξουν και νέες συζητήσεις για τη δημιουργία από την ΕΕ στρατηγικού αποθέματος φυσικού αερίου και την αποδέσμευση των τιμών του ηλεκτρικού από τις τιμές του αερίου.
Πράγματι η Ευρώπη βασίζεται κατά 20% στο φυσικό αέριο για την παραγωγή ρεύματος. Το ένα τρίτο της προμήθειας σε φυσικό αέριο έρχεται από τη Ρωσία και σε μικρότερο βαθμό από τη Νορβηγία. Με τα γεωπολιτικά παιχνίδια για το φυσικό αέριο να είναι σε πλήρη εξέλιξη, η Ευρώπη θα στρεφόταν κανονικά σε μεγαλύτερη παραγωγή ρεύματος από άνθρακα, επιλογή απαγορευτική τώρα που η ΕΕ έχει κηρύξει πόλεμο στον λιγνίτη. Βέβαια, έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι παρά τις μεγάλες αυξήσεις τιμών και στην λιγνιτική παραγωγή λόγω του ράλι των τιμών δικαιωμάτων εκπομπών ρύπων CO2, το φυσικό αέριο παραμένει και πάλι ακριβότερο αυτό το διάστημα.