Η αύξηση στις τιμές ενέργειας ήρθε για να μείνει όπως προειδοποιούν οι αναλυτές, προσθέτοντας ότι οι παράγοντες που τη στηρίζουν δεν πρόκειται να χαλαρώσουν τουλάχιστον κατά τη διάρκεια των επόμενων μηνών.
Οι αιτίες ποικίλου, ξεκινώντας από την έκρηξη στις αποτιμήσεις των εμπορευμάτων και της τιμής του άνθρακα έως την υποχώρηση της παραγωγής σε ορισμένες Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, όπως η αιολική.
Χαρακτηριστική είναι η εικόνα του προθεσμιακού συμβολαίου φυσικού αερίου στο Dutch TTF, την αγορά αναφοράς (benchmark) για την Ευρώπη, το οποίο έφθασε στο ιστορικό υψηλό των 79 ευρώ/MWh στα μέσα της εβδομάδας και έχει εκτοξευθεί κατά 250% από τον Ιανουάριο (διάγραμμα). Ανάλογη εικόνα καταγράφεται στα αντίστοιχα συμβόλαια που διαπραγματεύονται στις αγορές Γαλλίας και Γερμανίας όπου οι τιμές έχουν διπλασιαστεί.
Στη, δε, Βρετανία και παρά την υψηλή παραγωγή ενέργειας από ΑΠΕ, οι λογαριασμοί ηλεκτρικού ρεύματος είναι οι πλέον ακριβοί στην Ευρώπη, ενώ η τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος σημείωσε αύξηση 19% την Τετάρτη 15 Σεπτεμβρίου φθάνοντας στο επίπεδο – ρεκόρ των 475 λιρών.
«Βασική αιτία για την εκτόξευση των τιμών ενέργειας δεν είναι άλλη από το φυσικό αέριο», τονίζει ο Γκλεν Ρίκσον, επικεφαλής της ομάδας αναλυτών για την ευρωπαϊκή ενεργειακή αγορά στην S&P Global Platts Analytics.
Το ράλι στο φυσικό αέριο αποτελεί «επιταχυντή» για την αντίστοιχη πορεία στις τιμές δικαιωμάτων εκπομπών ρύπων αλλά και άνθρακα, ενώ σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν η χαμηλή παραγωγή αιολικής ενέργειας και η έλλειψη εργοστασίων παραγωγής πυρηνικής ενέργειας ανά την Ευρώπη. Όπως προειδοποιεί ο Ρίκσον οι ευρωπαϊκές τιμές ενέργειας κατά τη διάρκεια του χειμώνα θα παραμείνουν «απόλυτα εξαρτημένες» από το φυσικό αέριο, το οποίο θα συνεχίσει το ράλι ανόδου εξαιτίας και της σταδιακής αύξησης της ζήτησης.
Ο Ρίκσον αλλά και αρκετοί ακόμη ειδικοί στον τομέα της ενέργειας επισημαίνουν και το γεγονός ότι τα αποθέματα φυσικού αερίου στην Ευρώπη έχουν υποχωρήσει χαμηλότερα από το μέσο όρο πενταετίας που διαμορφώνονταν πριν το ξέσπασμα της πανδημίας. Από τον Απρίλιο του 2021 η Ευρώπη δυσκολεύεται να βρει τις απαραίτητες ποσότητες προκειμένου να αποκαταστήσει την ισορροπία, ενώ παράλληλα το άνοιγμα των οικονομιών δημιουργεί ένα εκρηκτικό συνδυασμό, με δεδομένη την αύξηση της ζήτησης.
Ταυτόχρονα η Ρωσία έχει μειώσει τις αποστολές φυσικού αερίου προς τη Γηραιά Ήπειρο, ενώ η κόντρα για τον αγωγό Nord Stream 2 δημιουργεί ακόμη μεγαλύτερες δυσκολίες και καθυστερήσεις, με ορισμένους αναλυτές να υποστηρίζουν ότι η Μόσχα χρησιμοποιεί το φυσικό αέριο ως «μέσο πίεσης» προκειμένου να ξεκινήσει κανονικά τη λειτουργία του ο συγκεκριμένος αγωγός.
«Η έναρξη ροής φυσικού αερίου από τον Nord Stream 2 είναι μία θετική εξέλιξη αλλά δεν πρόκειται να έχει μεγάλη επίδραση στη μείωση των τιμών», σπεύδει να υποστηρίξει, πάντως, ο Μάρει Ντάγκλας, επικεφαλής ερευνών της Wood Mackenzie, ο οποίος προβλέπει ότι οι τιμές θα συνεχίζουν να αυξάνονται και μάλιστα θα φθάσουν σε δυσθεώρητα επίπεδα το δίμηνο Ιανουαρίου – Φεβρουαρίου 2022 λόγω και των καιρικών συνθηκών.
Η αύξηση των τιμών ενέργειας δείχνει και τον, κατά κάποιο τρόπο, χαοτικό τρόπο με τον οποίο γίνεται η μετάβαση στην πράσινη ενέργεια και κυρίως επί ευρωπαϊκού εδάφους. Η παραγωγή αιολικής ενέργειας διαμορφώθηκε χαμηλότερα από τον μέσο όρο από την αρχή του 2021, γεγονός που έστρεψε όλο και περισσότερους προς το φυσικό αέριο. Η επακόλουθη αύξηση της τιμής του, οδήγησε ακόμη και ορισμένες βιομηχανίες στη χρήση ορυκτών καυσίμων, τα οποία είναι ιδιαίτερα ρυπογόνα και παράλληλα κοστίζει στις επιχειρήσεις ακριβά με δεδομένη την ύπαρξη του ορίου που υπάρχει για τα δικαιώματα ρύπων στη Γηραιά Ήπειρο.
Ο ευρωπαϊκός ενεργειακός κλάδος καλείται να πληρώσει για κάθε τόνο διοξειδίου του άνθρακα που εκπέμπει στο περιβάλλον, με τις τιμές για τα δικαιώματα εκπομπής ρύπων να έχουν διπλασιαστεί από την αρχή του 20221 φθάνοντας στα 60 ευρώ ανά τόνο, ενώ από τα μέσα Ιουλίου έως και σήμερα η τιμή έχει αυξηθεί κατά 18%, καθώς όλο και περισσότεροι όμιλοι κοινής ωφέλειας στρέφονται στον φθηνότερο άνθρακα έναντι του φυσικού αερίου.
«Η διαδικασία μείωσης της χρήσης ρυπογόνων πηγών ενέργειας αλλά και πυρηνικής ενέργειας ασκεί όλο και μεγαλύτερες πιέσεις στο σύστημα. Εάν οι τιμές συνεχίζουν να ενισχύονται αυτό θα προκαλέσει προβλήματα και σε πολιτικό επίπεδο, με αρκετές κυβερνήσεις να βρεθούν αντιμέτωπες με κοινωνική οργή και να αναγκαστούν να ανακόψουν τα προγράμματα μετάβασης σε πιο καθαρές μορφές ενέργειας», σημειώνει ο Τομ Κουτούρ, επικεφαλής της εταιρείας παροχής συμβουλών E3 Analytics.