Το τεράστιο επενδυτικό κενό που άνοιξε στην ελληνική οικονομία στη διάρκεια της μεγάλης κρίσης της προηγούμενης δεκαετίας θα επιδιώξει να καλύψει η κυβέρνηση με τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του υπουργείου Οικονομικών, όπως αυτοί αποτυπώνονται στο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης που εγκρίθηκε από την Κομισιόν, το επενδυτικό κενό φθάνει τα 150 δισ. ευρώ, πλησιάζοντας το ύψος του ελληνικού ΑΕΠ.
Το επενδυτικό κενό δημιουργήθηκε στη διάρκεια των ετών 2011 - 2019, όταν η οικονομία πέρασε την πρωτοφανή οικονομική κρίση που μείωσε το ΑΕΠ κατά το ένα τέταρτο. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει το υπουργείο Οικονομικών στο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης, ένας από τους λόγους που προκάλεσαν καθίζηση στις επενδύσεις ήταν η αδυναμία του χρηματοπιστωτικού συστήματος να προσφέρει δάνεια στις επιχειρήσεις.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το υπόλοιπο των επιχειρηματικών δανείων έπεσε από 120,1 δισ. ευρώ το 2011 σε 72,9 δισ. ευρώ το 2020, δηλαδή κατά 56,7%. Τα νέα δάνεια ως ποσοστό του ΑΕΠ μειώθηκαν, την ίδια περίοδο, από 14,5% σε 4,4% του ΑΕΠ. Αυτό οφείλεται, σύμφωνα με το Σχέδιο Ανάκαμψης, στη μεγάλη μείωση των καταθέσεων, την αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, στη μείωση της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών και στο πολύ υψηλό, σε σχέση με τον μέσο όρο της ευρωζώνης, κόστος χρηματοδότησης.
Πρέπει να σημειωθεί ότι οι διαφορές στα επιτόκια στην Ελλάδα και στα άλλα κράτη της Ε.Ε. ήταν της τάξεως των 200 μονάδων βάσης (2%), κατά μέσο όρο αυτή την περίοδο. Αυτό περιόριζε δραστικά τη δυνατότητα που είχαν οι ελληνικές επιχειρήσεις -και κυρίως οι μικρομεσαίες- να χρηματοδοτήσουν τα επενδυτικά τους σχέδια.
Το επενδυτικό κενό εξασθένησε τις παραγωγικές δυνατότητες του ιδιωτικού τομέα στην Ελλάδα περιορίζει τις δυνατότητες ανάκαμψης. Όμως, όπως αναφέρει η σύμβαση χρηματοδότησης που κυρώθηκε από τη Βουλή, η αξιοποίηση των διαθέσιμων ευρωπαϊκών πόρων παρέχει τις προϋποθέσεις για την αύξηση των επενδύσεων, τον ψηφιακό μετασχηματισμό της οικονομίας και τη μετάβαση σε ένα βιώσιμο πρότυπο ανάπτυξης. Το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα της κυβέρνησης για την περίοδο 2022 - 2025 τοποθετεί πολύ υψηλά τον πήχη για την αύξηση των επενδύσεων, προβλέποντας για το 2022 εκτίναξη κατά 30,3%.
Το Σχέδιο Ανάκαμψης, όπως εκτιμά το οικονομικό επιτελείο, θα καλύψει σε μεγάλο βαθμό το επενδυτικό κενό και θα επιτρέψει να επιταχυνθεί σημαντικά η ανάπτυξη. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά ότι το «μπόνους» στην ανάπτυξη από τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης θα είναι μέχρι και 3,3% έως το 2026, χωρίς να υπολογίζονται οι έμμεσες επιδράσεις από τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Μακροπρόθεσμα, σε ορίζοντα 20 ετών, εκτιμάται ότι το ΑΕΠ θα έχει αυξηθεί κατά 18%, εφόσον προωθηθούν οι μεταρρυθμίσεις.
Η αναθέρμανση της επενδυτικής δραστηριότητας εκτιμάται ότι θα γίνει πραγματικότητα χάρη στη μείωση των φορολογικών συντελεστών και των επιτοκίων δανεισμού. Όμως, σημαντικό ρόλο θα παίξουν οι επιδοτήσεις μέσα από το Ταμείο Ανάκαμψης, που, όπως τονίζουν πηγές του οικονομικού επιτελείου, θα ανέλθουν σε 1,5 δισ. ευρώ για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες αποτελούν το 96% του συνόλου των ελληνικών επιχειρήσεων και, λόγω του μικρού τους μεγέθους, δεν είναι σε θέση να επωφεληθούν από την αξιοποίηση νέων τεχνολογιών, ενώ έχουν περιορισμένη πρόσβαση σε χρηματοδότηση.
Υποστηρικτικά στην αύξηση των επενδύσεων θα λειτουργήσουν και οι εκατοντάδες μεταρρυθμίσεις που περιλαμβάνονται στο Σχέδιο Ανάκαμψης και θα αλλάξουν το επενδυτικό περιβάλλον. Βέβαια, το εγχείρημα έχει υψηλό βαθμό δυσκολίας, καθώς η ελληνική πλευρά θα πρέπει να καλύψει συνολικά 331 ορόσημα και στόχους.
Επιπλέον, στην ενίσχυση της επενδυτικής δραστηριότητας θα συμβάλει η ψηφιοποίηση του κράτους, η οποία θα μειώσει τη γραφειοκρατία και θα διευκολύνει τις επενδυτικές δραστηριότητες, καθώς το μόνιμο πρόβλημα όσων επιχειρήσεων θέλουν να προχωρήσουν σε επενδύσεις είναι ότι πολύ συχνά συναντούν μεγάλα γραφειοκρατικά εμπόδια.
Το μόνο βέβαιο, πάντως, είναι ότι αυτή την φορά... λεφτά υπάρχουν: η χώρα μας δικαιούται μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης 30,5 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 17,8 δισ. ευρώ (9% του ΑΕΠ) είναι επιχορηγήσεις και 12,7 δισ. ευρώ (6%-7% του ΑΕΠ) δάνεια. Η δόση των επιδοτήσεων, ύψους 1,7 δισ. ευρώ, θα καταβάλλεται δύο φορές το χρόνο και η δόση των δανείων, ύψους 1,8 δισ. ευρώ, θα δίδεται μια φορά προς το τέλος κάθε έτους. Η τελευταία εκταμίευση έχει υπολογιστεί να πραγματοποιηθεί το δεύτερο τρίμηνο του 2026.