Σχεδόν τέσσερα εκατομμύρια δηλώσεις φόρου εισοδήματος (έντυπο Ε1) έχουν υποβληθεί πλέον στο TAXISnet, ενώ ο συνολικός αριθμός των δηλώσεων, μαζί με τα έντυπα Ε2 και Ε3 πλησιάζει τα 5,5 εκατ. Τα στοιχεία δείχνουν ότι μόνο τρεις στους δέκα φορολογούμενους θα πληρώσουν πρόσθετο φόρο, ενώ επτά στους δέκα λαμβάνουν μηδενικά ή πιστωτικά εκκαθαριστικά σημειώματα.
Τα στοιχεία της ΑΑΔΕ επιβεβαίωνουν ότι φέτος οι επιβαρύνσεις από τη φορολογία εισοδήματος θα είναι μειωμένες, λόγω των ευνοϊκών αλλαγών που έχουν γίνει στη νομοθεσία, αλλά και της μείωσης των εισοδημάτων που προκάλεσε η πανδημία.
Ειδικότερα, σε σύνολο 5,486 εκατ. δηλώσεων που έχουν υποβληθεί, εκ των οποίων οι 3,98 εκατ. είναι τα έντυπα Ε1 και τα υπόλοιπα είναι τα έντυπα Ε2 και Ε3, τα χρεωστικά εκκαθαριστικά αντιστοιχούν σε ποσοστό 31%, ενώ τα μηδενικά σε 51% και τα πιστωτικά σε 17%. Το Δημόσιο, μέχρι στιγμής, εισπράττει 1,4 δισ. από τα χρεωστικά εκκαθαριστικά και επιστρέφει 224 εκατ. ευρώ, δηλαδή η είσπραξη από τον φόρο εισοδήματος, έως τώρα, δεν ξεπερνά τα 1,2 δισ. ευρώ.
Υπενθυμίζεται ότι εκκρεμούν περίπου 2,5 εκατ. δηλώσεις Ε1, που θα πρέπει να υποβληθούν έως τις 10 Σεπτεμβρίου, μετά την παράταση που έδωσε χθες το υπ. Οικονομικών.
Η υποβολή των δηλώσεων (στοιχεία ΑΑΔΕ, 4 Αυγούστου 2021)
Φέτος, ελαφρύτερο εκκαθαριστικό από την εφορία αναμένεται να λάβουν τρεις κατηγορίες φορολογούμενων, ενώ πολλοί από αυτούς, κυρίως ελεύθεροι επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενοι, θα έχουν επιστροφή φόρου.
Αντίθετα, υψηλότερο φόρο θα κληθούν να πληρώσουν οι συνταξιούχοι που έλαβαν αναδρομικά τον Οκτώβριο του 2020 στα οποία δεν έγινε παρακράτηση φόρου και φέτος θα πρέπει να δηλωθούν με τροποποιητικές στα έτη 2015 και 2016 και να φορολογηθούν με βάση τη κλίμακα που ίσχυε τότε.
Το «ξεφούσκωμα» του λογαριασμού για τις φετινές φορολογικές δηλώσεις είναι αποτέλεσμα της συρρίκνωσης των εισοδημάτων λόγω της πανδημίας, της ευνοϊκότερης φορολογικής κλίμακας για τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα και της κατάργησης της εισφοράς αλληλεγγύης, του κουρέματος της προκαταβολής φόρου από 100% στο 55%, της απενεργοποίησης των τεκμηρίων διαβίωσης και του πέναλτι 22% των ηλεκτρονικών αποδείξεων για τους πληττόμενους φορολογούμενους, αλλά και της έκπτωσης φόρου για όσους ανακαίνισαν ή επισκεύασαν το σπίτι τους το 2020.
Οι πλέον κερδισμένοι είναι οι ελεύθεροι επαγγελματίες που θα εμφανίσουν κέρδη στη φετινή φορολογική τους δήλωση, καθώς για αυτούς ο φόρος εισοδήματος θα είναι μειωμένος έως και πάνω από 50% σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, ενώ οι περισσότεροι που υπόκεινται σε παρακράτηση φόρου 20% επί των ακαθάριστων αμοιβών τους θα έχουν επιστροφή φόρου. Στους τυχερούς περιλαμβάνονται και οι μισθωτοί που αμείβονται με «μπλοκάκι».
Το όφελος για τους επαγγελματίες και τις ατομικές επιχειρήσεις είναι τριπλό αφού:
- Τα εισοδήματα που απέκτησαν πέρυσι θα φορολογηθούν για πρώτη φορά με τη νέα κλίμακα φορολογίας που προβλέπει συντελεστή 9% για το κλιμάκιο εισοδήματος έως 10.000 ευρώ και μειωμένους συντελεστές για τα υψηλότερα εισοδήματα.
- Δεν θα πληρώσουν εισφορά αλληλεγγύης όσοι δηλώσουν εισοδήματα άνω των 12.000 ευρώ.
- Θα έχουν σημαντική μείωση στο ποσό που θα κληθούν να καταβάλλουν ως προκαταβολή φόρου για το επόμενο έτος, καθώς ο συντελεστής έπεσε από το 100% στο 55% του κύριου φόρου εισοδήματος.
Παραδείγματα για εισοδήματα ελεύθερων επαγγελματιών
Για παράδειγμα ελεύθερος επαγγελματίας με καθαρά κέρδη 10.000 ευρώ το 2020, ο οποίος πέρυσι είχε μείωση της προκαταβολής φόρου κατά 50%, θα κληθεί να πληρώσει φέτος φόρο εισοδήματος και προκαταβολή φόρου συνολικού ύψους 1.395 ευρώ, όταν το 2020 επιβαρύνθηκε με φόρο 3.300 ευρώ, δηλαδή θα πληρώσει σχεδόν 58% ή 1.905 ευρώ λιγότερα.
Για εισόδημα 12.000 ευρώ η μείωση φόρου ανέρχεται στα 1.083 ευρώ, για εισόδημα 16.000 ευρώ η ελάφρυνση είναι 1.927 ευρώ, για εισόδημα 20.000 ευρώ η μείωση ανέρχεται σε 1.971 ευρώ και για εισόδημα 50.000 ευρώ το ποσό του συνολικού φόρου μειώνεται κατά 3.781 ευρώ.
Εισόδημα από ακίνητα
Ελαφρύτερος θα είναι ο λογαριασμός για εκατοντάδες χιλιάδες φορολογούμενους που εισπράττουν εισοδήματα από ακίνητα, λόγω της μείωσης τουλάχιστον κατά 20% των εισοδημάτων μετά το υποχρεωτικό «κούρεμα» 40% στα μισθώματα Μαρτίου – Δεκεμβρίου 2020 και της αναστολής της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης. Τα ποσά των φόρων που θα κληθούν να καταβάλουν με τα φετινά εκκαθαριστικά θα είναι μειωμένα ακόμη και πάνω από 40%.
Για παράδειγμα, ιδιοκτήτης που το 2019 εισέπραττε κάθε μήνα ενοίκιο 2.000 ευρώ δήλωσε το 2020 στην εφορία ετήσιο εισόδημα 24.000 ευρώ (12 x 2.000) και πλήρωσε φόρο εισοδήματος 6.000 ευρώ και ειδική εισφορά αλληλεγγύης 376 ευρώ. Δηλαδή συνολικά 6.376 ευρώ.
Το 2020 ο ίδιος ιδιοκτήτης εισέπραξε μειωμένα κατά 40% ενοίκια για 8 μήνες και ετσι το ετήσιο εισόδημα που θα δηλώσει φέτος στην Εφορία θα είναι μειωμένο κατά 6.400 ευρώ και θα ανέλθει στις 17.600 ευρώ. Για το εισόδημα του 2020 θα απαλλαγεί και από την ειδική εισφορά αλληλεγγύης και τελικά θα κληθεί να πληρώσει μόνο φόρο εισοδήματος ύψους 3.760 ευρώ με αποτέλεσμα η συνολική φορολογική του επιβάρυνση να μειωθεί κατά 2.616 ευρώ ή κατά 43,6%.
Μισθωτοί σε αναστολή
Οι μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα που τέθηκαν σε καθεστώς αναστολής εργασίας το 2020 θα δηλώσουν φέτος χαμηλότερα εισοδήματα και θα πληρώσουν λιγότερο φόρο, καθώς τα ποσά των 534 και 800 ευρώ που έλαβαν ως αποζημίωση είναι αφορολόγητα. Πολλοί μάλιστα θα έχουν επιστροφή φόρου καθώς έχουν προπληρώσει μέσω της παρακράτησης φόρου πολύ μεγαλύτερο φόρο από αυτό που τους αναλογεί και τα επιπλέον ποσά που παρακρατήθηκαν θα πρέπει να τους επιστραφούν.
Για παράδειγμα, ιδιωτικός υπάλληλος με μηνιαίο φορολογητέο μισθό 1.250 ευρώ εργάσθηκε 6 από τους 12 μήνες του 2020 ενώ τους υπόλοιπους 6 μήνες ήταν σε αναστολή. Για τους μήνες που εργάστηκε, ο φόρος εισοδήματος και η εισφορά αλληλεγγύης που παρακρατήθηκαν υπολογίστηκαν σαν να λάμβανε κανονικά τους μισθούς του για ολόκληρο το 2020. Έτσι παρακρατήθηκε φόρος και εισφορά αλληλεγγύης 1.134,14 ευρώ.
Ο συγκεκριμένος όμως εργαζόμενος επειδή δεν δούλεψε για 6 μήνες, δεν έλαβε τελικά εισόδημα 17.500 ευρώ το 2020 αλλά μόνο 10.500 ευρώ, στα οποία αναλογεί φόρος εισοδήματος μόλις 233 ευρώ και μηδενική ειδική εισφορά αλληλεγγύης λόγω του ότι το εισόδημά του βρέθηκε κάτω από το αφορολόγητο όριο των 12.000 ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι θα πάρει επιστροφή φόρου 849,28 ευρώ (1.134,14 ευρώ - 233 ευρώ).