Ισχυρή τόνωση στο ΑΕΠ και στην απασχόληση αναμένεται να φέρει η υλοποίηση των στόχων του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) μέσα στην επόμενη δεκαετία. Νέα μελέτη του ΙΟΒΕ για τη ΔιαΝΕΟσις τονίζει ότι μέσα από το «κύμα» επενδύσεων που προγραμματίζεται ώστε να επιτύχουμε τους παραπάνω στόχους όχι μόνο θα δοθεί σημαντική ώθηση στην οικονομία αλλά θα καλυφθεί και ένα μέρος του επενδυτικού κενού των προηγούμενων χρόνων.
Οι επενδύσεις, που θα φτάσουν τα 43,8 δισ. ευρώ μέσα στην τρέχουσα δεκαετία, πολλές από τις οποίες θα ενταχθούν στο πρόγραμμα του Ταμείου Ανάκαμψης, θα βοηθήσουν στην επίτευξη των στόχων για τις εκλύσεις CO2 και θα κινητοποιήσουν και την ελληνική οικονομία. Αν τα παραπάνω υλοποιηθούν, οι αναλυτές της έρευνας εκτιμούν ότι αυτή η «επενδυτική καταιγίδα» θα οδηγήσει σε αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,6 δισ. ευρώ σε βάθος δεκαετίας, 1,2 δισ. ευρώ επιπλέον δημόσια έσοδα, και 35.000 νέες θέσεις απασχόλησης μέσα στο ίδιο διάστημα.
Σήμερα, η συμβολή του κλάδου της ενέργειας στην ελληνική οικονομία εκτιμάται στο 3,8% του ΑΕΠ (με τα τελευταία στοιχεία να έρχονται από το 2017, ωστόσο πηγές που γνωρίζουν καλά το θέμα σημειώνουν ότι πρόκειται για ένα ποσοστό που δεν έχει υποστεί σημαντικές μεταβολές έως και σήμερα), ενώ ο τομέας δίνει δουλειά σε περίπου 50.000 ανθρώπους, οι περισσότεροι εκ των οποίων απασχολούνται στο (χονδρικό και λιανικό) εμπόριο καυσίμων. Αν συνυπολογίσουμε και τους κλάδους που συνδέονται στενά με τον ενεργειακό, εκτιμάται ότι η ευρύτερη συνεισφορά του (ειδικότερα στην απασχόληση) είναι πολλαπλάσια.
Σχεδόν το 1/3 των ελληνικών εξαγωγών προϊόντων είναι εξαγωγές ενεργειακών προϊόντων. Πρόκειται σχεδόν αποκλειστικά για προϊόντα πετρελαίου από τα ελληνικά διυλιστήρια. Η χώρα μας όμως εισάγει και πολλά προϊόντα ενέργειας -το 27% των ελληνικών εισαγωγών συνολικά, με τη συντριπτική πλειοψηφία να είναι αργό πετρέλαιο που εισάγουμε κυρίως από το Ιράκ, το Καζακστάν, τη Ρωσία και άλλες χώρες, και το περισσότερο από το οποίο επανεξάγεται μετά την επεξεργασία του στα ελληνικά διυλιστήρια. Γενικά, η αξία των ενεργειακών προϊόντων που εισάγουμε είναι μεγαλύτερη αυτών που εξάγουμε (15 δισ. ευρώ έναντι 10,7 δισ. το 2019).
Αξίζει δε να αναφέρουμε ότι ο κλάδος της ενέργειας έχει πολύ μεγάλη σημασία και για τα δημόσια έσοδα. Το 64% της τιμής της αμόλυβδης βενζίνης είναι δασμοί ή φόροι, για παράδειγμα. Τα έσοδα από τους ειδικούς φόρους στην ενέργεια έφταναν το 3% του ΑΕΠ το 2019, έναντι 1,8% που είναι ο ευρωπαϊκός μέσος όρος. Αυτό, μάλιστα είναι κάτι που άλλαξε από το 2010 και την αρχή της κρίσης και μετά.
Νέες θέσεις εργασίας από τη μείωση του κόστους ηλεκτρικής ενέργειας
Άλλο ενδιαφέρον στοιχείο της έρευνας αφορά στο κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας, η χονδρική τιμή της οποίας στην Ελλάδα, με βάση τα στοιχεία του 2019, ήταν από τις πλέον ακριβές της ΕΕ. Και μπορεί, όπως σημειώνουν οι αναλυτές, οι υψηλές αυτές τιμές να μην μετακυλίονταν στους ιδιώτες και στις επιχειρήσεις, λόγω ευνοϊκότερης φορολογίας, ωστόσο, οι δαπάνες για ενέργεια παραμένουν ένα από τα σημαντικότερα βάρη για νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Με βάση τα παραπάνω, η έρευνα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι μία μείωση 10% του κόστους της ηλεκτρικής ενέργειας και του φυσικού αερίου θα είχε θεαματική θετική επίδραση στην οικονομία, προσθέτοντας σχεδόν 1 δισ. ευρώ στο ΑΕΠ και 21.500 νέες θέσεις εργασίας.
Κέρδη από την ενεργειακή αναβάθμιση κτιρίων
Σημείο κλειδί για την καταπολέμηση της ενεργειακής φτώχειας αποτελούν τα προγράμματα ενεργειακής αναβάθμισης κατοικιών, καθώς όπως επισημαίνεται στην έρευνα τα σπίτια στην Ελλάδα δαπανούν ενέργεια κυρίως για τη θέρμανση (60%) και για τη χρήση οικιακών συσκευών (20%). Το 55% των περίπου 6,4 εκατ. κατοικιών στην Ελλάδα (το 4,1 εκατ. από αυτές κατοικούνται) χτίστηκαν πριν από το 1981, οπότε έχουν χαμηλά επίπεδα θερμικής μόνωσης -ή και καθόλου. Μόλις το 6,4% των κατοικιών στην Ελλάδα ανήκουν στις ανώτερες ενεργειακές κλάσεις "Α" και "Β".
Σύμφωνα με εκτιμήσεις, αν τα κτίρια κάθε είδους στην Ελλάδα πληρούσαν τις προδιαγραφές του νέου, εναρμονισμένου με τα ευρωπαϊκά πρότυπα Κανονισμού Ενεργειακής Απόδοσης Κτηρίων, τότε θα κατανάλωναν από 43% μέχρι 71% λιγότερη ενέργεια. Μια μείωση της κατανάλωσης ενέργειας κατά 40% σημαίνει μείωση δαπάνης σχεδόν 500 ευρώ για ένα νοικοκυριό που πληρώνει 1.200-1.300 ευρώ ετησίως για ενέργεια.
Όπως σημειώνει η έκθεση τα τελευταία δέκα χρόνια τα προγράμματα «Εξοικονομώ Κατ’ Οίκον» που χρηματοδοτούν την ενεργειακή αναβάθμιση κατοικιών στη Ελλάδα (κουφώματα, θερμομόνωση και άλλες τέτοιες παρεμβάσεις) οδήγησαν στην ανακαίνιση σχεδόν 100.000 κατοικιών. Το νέο πρόγραμμα «Εξοικονομώ - Αυτονομώ» (που έχει ήδη ενταχθεί στο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας) πρόκειται να χρηματοδοτήσει την ενεργειακή αναβάθμιση πάνω από 180.000 κατοικιών.
Για να φτάσουμε στο 2050 και τον στόχο της κλιματικής ουδετερότητας, ωστόσο, θα χρειαστούν πολύ περισσότερα. Το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), προβλέπει την ανακαίνιση ή αντικατάσταση του 12%-15% του συνόλου των κατοικιών της χώρας, ώστε να μετατραπούν σε κατοικίες σχεδόν μηδενικής ενεργειακής κατανάλωσης μέχρι το 2030.
Κ. Σκρέκας: 4,5 δισ. ευρώ για τα προγράμματα «Εξοικονομώ»
Τους επόμενους 12 μήνες θα υπάρξει μια κοσμογονία από πρωτοβουλίες και διατάξεις που θα προδιαγράψουν τον δρόμο για την επόμενη δεκαετία υπογράμμισε ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κώστας Σκρέκας στον χαιρετισμό της διαδικτυακής εκδήλωσης παρουσίασης της έρευνας και κάνοντας μία αναλυτική αναφορά στους βασικούς άξονες πολιτικής του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, σημείωσε μεταξύ άλλων ότι θα αξιοποιηθούν περί τα 4 με 4,5 δισ. ευρώ για το «κύμα» της ενεργειακής αναβάθμισης κατοικιών, δημοσίων κτιρίων και επιχειρήσεων μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια. Αναφερόμενος στην πορεία του προγράμματος προώθησης της ηλεκτροκίνησης σημείωσε ότι μέσα στο 2021 σχεδόν το 10% των νέων ταξινομήσεων αυτοκινήτων αφορούν ηλεκτρικά και plug in υβριδικά αυτοκίνητα.
Ο υπουργός αναφέρθηκε τέλος και σε ένα νέο πρόγραμμα ύψους 30 εκατ. ευρώ από το ΕΣΠΑ για τη δημιουργία δικτύου κοινόχρηστων ποδηλάτων αλλά και συμβατικών με δήμους πλην των δύο μητροπολιτικών δήμων και επίσης φορτιστών ηλεκτρικών οχημάτων. Άφησε δε ανοιχτό το περιθώριο να υπάρξει και αύξηση του προϋπολογισμού αυτού ώστε να μπορέσουν οι δήμοι να προχωρήσουν σε αυτό το πλάνο.