Η Ελλάδα, μπορεί να αναδυθεί ισχυρότερη από την πανδημία μέσα από μία πράσινη ανάκαμψη, επενδύοντας στην κυκλική οικονομία, την εξοικονόμηση ενέργειας, τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, τις βιώσιμες μεταφορές και την καθαρή τεχνολογία, δημιουργώντας πράσινες θέσεις εργασίας.
Αυτό επεσήμανε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, κ. Γιάννης Στουρνάρας, σε ομιλία του στο 11th Annual Capital Link Sustainability Forum - Εστιάζοντας στον Κοινωνικό & Οικονομικό Μετασχηματισμό / Βιώσιμη Ανάπτυξη - Οικονομία & Κοινωνία.
Όπως εξήγησε, ο κ. Στουρνάρας, η βιωσιμότητα δεν είναι πολυτέλεια, αλλά προϋπόθεση για την πορεία μας στο μέλλον. Ο επαναπροσδιορισμός της ανάπτυξης στην τρέχουσα συγκυρία είναι αναπόφευκτος και η έννοια της βιωσιμότητας έρχεται να τονίσει αυτό ακριβώς που λείπει σήμερα, μία ισότιμη και παράλληλη ανάπτυξη των τριών πυλώνων της, του περιβάλλοντος, της οικονομίας και της κοινωνίας.
Καθώς η πανδημία COVID-19 έχει εξελιχθεί σε μια τεράστια υγειονομική, κοινωνική και οικονομική πρόκληση για ολόκληρο τον κόσμο, είναι υπαρκτός ο κίνδυνος να υποβαθμιστεί η προσπάθεια για την αντιμετώπιση της άλλης τεράστιας πρόκλησης για τον πλανήτη, που είναι η κλιματική κρίση. Τα αυστηρά μέτρα περιορισμού της οικονομικής και κοινωνικής ζωής (lockdown), λόγω της πανδημίας COVID-19, οδήγησαν σε μείωση των παγκόσμιων εκπομπών για το 2020, ωστόσο, υπογράμμισε ο κ. Στουρνάρας, για να επιτύχουμε το μετριασμό της κλιματικής αλλαγής στο παγκόσμιο στόχο ανόδου της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη κατά 1,5°C, χρειάζεται τουλάχιστον μια αντίστοιχη μείωση κάθε χρόνο, έως το 2030. Τόσο δραστικά είναι τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν − και η πανδημία τονίζει τις διαρθρωτικές αλλαγές που απαιτούνται για μια κλιματικά ουδέτερη οικονομία.
Σύμφωνα με τον κεντρικό τραπεζίτη, η αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης και η ενίσχυση των οικονομιών αποτελούν σήμερα κορυφαίες προτεραιότητες. Στην πραγματικότητα όμως, η παρούσα συγκυρία προσφέρει τη δυνατότητα να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για μια πράσινη ανάκαμψη από την πανδημία, με το τριπλό όφελος της ταυτόχρονης αντιμετώπισης της υγειονομικής, της οικονομικής και της κλιματικής κρίσης.
Ο περιορισμός της κλιματικής αλλαγής όχι μόνο θα αποτρέψει οικονομικές ζημίες και καταστροφικά γεγονότα, αλλά θα δημιουργήσει και επιπρόσθετα οφέλη από τη μείωση της πιθανότητας εμφάνισης νέων επιδημιών στο μέλλον καθώς η επιστημονική έρευνα μας δείχνει ότι ο συνδυασμός της καταπάτησης του φυσικού περιβάλλοντος και της κλιματικής αλλαγής αυξάνει την πιθανότητα εμφάνισης επιδημιών και επιτείνει την ανοσολογική ανεπάρκεια.
O κ. Στουρνάρας στην ομιλία του επεσήμανε:
«Ήδη από τον Ιούνιο του 2020 η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή αναφερόταν συνδυαστικά στην αντιμετώπιση των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής και της πανδημίας και τόνιζε ότι η μετάβαση σε μια οικονομία χαμηλού άνθρακα και η οικονομική ανασυγκρότηση μετά τον COVID-19 πρέπει να οδηγούν σε μια πιο δίκαιη και βιώσιμη Ευρωπαϊκή Ένωση, προκειμένου να μην αποτύχουν. Παράλληλα, η ετήσια έκθεση Lancet Countdown για το 2020 κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι πολιτικές αντιμετώπισης της πανδημίας και της κλιματικής αλλαγής δεν πρέπει να συγκρούονται και ότι μακροπρόθεσμα θα έχουν τη μεγαλύτερη επιτυχία όταν είναι καλά ευθυγραμμισμένες.
Στο πλαίσιο αυτό κινείται το μέσο ανάκαμψης Next Generation EU, το οποίο θα χρηματοδοτήσει πρωτοβουλίες για την περίοδο 2021-2026 ύψους 750 δισεκ. ευρώ για δράσεις αναπτυξιακές, με σημαντικότερες αυτές που αφορούν τη μετάβαση στην πράσινη ενέργεια, την εξοικονόμηση πόρων, τον ψηφιακό μετασχηματισμό του δημόσιου τομέα και της οικονομίας γενικότερα, καθώς και τη θωράκιση του τομέα της υγείας.
Ήδη, με βάση τις υφιστάμενες πολιτικές και τα σημερινά σχέδια των κρατών-μελών, είναι πιθανή η υπερκάλυψη του μέχρι πρόσφατα στόχου για μείωση, έως το 2030, των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου στην ΕΕ κατά τουλάχιστον 40% σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990. Ως εκ τούτου, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο υιοθέτησε στο τέλος του 2020 ένα νέο στόχο για μείωση κατά 55% έως το 2030. Για την υλοποίηση του στόχου αυτού προβλέπονται αντίστοιχα αναθεώρηση και επέκταση του συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών στην ΕΕ, προσαρμογή του Κανονισμού για τον επιμερισμό των προσπαθειών (Effort Sharing Regulation) και του πλαισίου για τις εκπομπές από τις χρήσεις γης, ενίσχυση των πολιτικών για την ενεργειακή απόδοση και τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, καθώς και ενίσχυση των προτύπων για τις εκπομπές CO2 από τα οδικά οχήματα.
Όσον αφορά ειδικότερα τον τραπεζικό τομέα, πριν από ενάμιση χρόνο υπογράφηκαν οι Αρχές Υπεύθυνης Τραπεζικής του UNEP FI, με στόχο να προσδιοριστούν ο ρόλος και οι ευθύνες του τομέα στη διαμόρφωση ενός βιώσιμου μέλλοντος. Σήμερα, πάνω από 200 ιδρύματα διεθνώς έχουν υιοθετήσει τις Αρχές, οι οποίες διευκολύνουν τις τράπεζες να θέσουν στόχους αειφορίας και διαφάνειας, να εντάξουν μετρήσιμους περιβαλλοντικούς και κοινωνικούς στόχους στη στρατηγική τους, να ελέγχουν και να υπολογίζουν την επίδραση των χρηματοδοτήσεών τους και να δημοσιοποιούν και να βελτιώνουν τον αντίκτυπό τους, θετικό ή αρνητικό, στην κοινωνία και το περιβάλλον.
Η Τράπεζα της Ελλάδος είναι η πρώτη κεντρική τράπεζα παγκοσμίως που προσυπέγραψε τις Αρχές αυτές, ενώ συμμετέχει επίσης σε αντίστοιχες πρωτοβουλίες κεντρικών τραπεζών, όπως το Δίκτυο Κεντρικών Τραπεζών και Εποπτικών Αρχών για ένα Πράσινο Χρηματοπιστωτικό Σύστημα (Network of Central Banks and Supervisors for Greening the Financial System – NGFS). Πρόκειται για ένα δίκτυο που έχει συσταθεί με σκοπό την ενίσχυση της παγκόσμιας προσπάθειας για την επίτευξη των στόχων της Συμφωνίας των Παρισίων και την ενδυνάμωση του ρόλου του χρηματοπιστωτικού συστήματος στη βιώσιμη και αειφόρο ανάπτυξη.
Στην ίδια κατεύθυνση, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) στηρίζει ενεργά τις πρωτοβουλίες για τη μετάβαση σε μια πράσινη οικονομία. H πρόεδρος Christine Lagarde έχει ήδη δηλώσει ότι η ΕΚΤ "θα διερευνήσει κάθε δυνατή οδό προκειμένου να αντιμετωπίσει την κλιματική αλλαγή”. Είναι επίσης γνωστό ότι ένα από τα θέματα κατά την τρέχουσα επανεξέταση της στρατηγικής της ΕΚΤ για τη νομισματική πολιτική είναι οι κίνδυνοι που δημιουργούνται από την κλιματική αλλαγή, πώς αυτοί επηρεάζουν την επίτευξη των στόχων της σταθερότητας του γενικού επιπέδου των τιμών και της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και οι τρόποι αντιμετώπισής τους.
Ωστόσο, κατά τη διαδικασία αυτή είναι απαραίτητο να υπάρχει σαφές πλαίσιο και εργαλεία για τη διαχείριση των κλιματικών κινδύνων και τη στήριξη της βιώσιμης χρηματοδότησης. Η διαφάνεια, δηλαδή η δημοσιοποίηση σχετικών με το κλίμα στοιχείων και η υποβολή αναφορών για τους κλιματικούς κινδύνους, θα επιτρέψει στις αγορές να αναλάβουν ηγετικό ρόλο στη μετάβαση και να αξιολογήσουν τις νέες επιχειρηματικές ευκαιρίες. Γι’ αυτό και είναι αναγκαίο το πανευρωπαϊκό σύστημα ταξινόμησης των πράσινων και βιώσιμων δραστηριοτήτων, το οποίο αποτελεί τη βάση για τις απαιτήσεις δημοσιοποίησης. Η σωστή εκτίμηση και η εποπτεία των χρηματοοικονομικών κινδύνων, που πηγάζουν από την πράσινη μετάβαση, είναι σημαντικοί παράγοντες για την προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης και τη διαφύλαξη της σωστής λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Προς την κατεύθυνση αυτή, ο δυνητικός επανακαθορισμός των κανονιστικών αρμοδιοτήτων, σε ευθυγράμμιση με τη Συμφωνία των Παρισίων και τους στόχους βιώσιμης ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών, θα προσφέρει το πλαίσιο για ένα πράσινο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Χρειαζόμαστε ωστόσο κοινούς ορισμούς και διαφάνεια στη χρήση τους, εργαλεία αξιολόγησης και επιστημονικά τεκμηριωμένη πληροφόρηση σχετικά με τις επιπτώσεις που έχει οτιδήποτε προβάλλεται ως "πράσινο”, έτσι ώστε να αποφύγουμε την απατηλή χρήση του όρου ("greenwashing”).