Ανήσυχος για τον κίνδυνο μίας νέας παγκόσμιας ύφεσης εμφανίστηκε σήμερα ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, προειδοποιώντας ότι σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο η νομισματικής πολιτική δεν μπορεί να σηκώσει, από μόνη της το βάρος της άμυνας απέναντι σε μια νέα κρίση.
Για το λόγο αυτό, όπως προσέθεσε, θα πρέπει να αναλάβει ρόλο η δημοσιονομική πολιτική, σε χώρες που διαθέτουν επαρκή δημοσιονομικό χώρο ή και εντόνως πλεονασματικά ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών. «Πολύ περισσότερο με την έννοια ότι πολλές από τις νέες προκλήσεις εγείρουν ευρύτερα πολιτικά, θεσμικά, κοινωνικά και ιδεολογικά ζητήματα, τα οποία ξεπερνούν τις αρμοδιότητες και τις δεξιότητες των οικονομολόγων. Αρκετά από αυτά συνδέονται με την επανεμφάνιση πολωτικών σχημάτων και μορφών οικονομικού εθνικισμού που εναντιώνονται στην παγκοσμιοποίηση, ξυπνώντας έτσι και πάλι μνήμες από την κρίσιμη περίοδο του Μεσοπολέμου», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Μιλώντας σε ημερίδα που διοργανώνει η Τράπεζα της Ελλάδος σε συνεργασία με την Ακαδημία Αθηνών με θέμα : «Η Κρίση του '29 και η Ελλάδα: Οικονομικές, Πολιτικές και Θεσμικές Όψεις», ο διοικητής της ΤτΕ επεσήμανε ότι οι κεντρικές τράπεζες δεν μπορούν πλέον να θωρακίσουν την παγκόσμια οικονομία απέναντι σε οποιονδήποτε κίνδυνο.
Η αβεβαιότητα στις σχέσεις της Βρετανίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση, οι γεωπολιτικές ανησυχίες στη Μέση Ανατολή, η παράταση του εμπορικού πολέμου και οι ανακατατάξεις που επιφέρει στις ασιατικές οικονομίες αποτελούν μερικές από τις βασικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει σήμερα η διεθνής οικονομία, εντείνοντας τις ανησυχίες για το ενδεχόμενο μιας νέας ύφεσης.
Η Κρίση του 1929
Αναλύοντας την Κρίση του 1929, ο διοικητής της ΤτΕ τόνισε: «Πριν από ενενήντα χρόνια, στα τέλη της δεκαετίας του 1920, η διεθνής οικονομία βρισκόταν σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Η διευθέτηση των γερμανικών αποζημιώσεων δεν είχε προσφέρει οριστική λύση στο πρόβλημα των μεταπολεμικών χρεών. Η επιστροφή στον χρυσό είχε αποκαταστήσει τη νομισματική σταθερότητα, χωρίς ωστόσο να αντιμετωπίσει τις βαθύτερες ανισορροπίες του παγκόσμιου συστήματος. Αυτές καλύπτονταν κυρίως μέσω δανείων, χάρη δηλαδή στη διάθεση των επενδυτών να αναζητήσουν αποδόσεις έξω από τα σύνορα των χωρών τους. Η ευρωπαϊκή ανασυγκρότηση – μέρος της οποίας ήταν η αποκατάσταση των προσφύγων και τα παραγωγικά έργα στην Ελλάδα – είχε στηριχτεί στην προθυμία χιλιάδων επενδυτών, κυρίως από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, να δανείσουν ή να επενδύσουν τα χρήματά τους στην Ευρώπη. Η εξυπηρέτηση αυτών των δανείων προϋπέθετε σταθερή πρόσβαση σε νέες πιστώσεις: τα αναπτυξιακά αποτελέσματα ήταν μακροχρόνια, ενώ τα δάνεια έπρεπε να πληρώνονται βραχυχρόνια. Αυτό καθιστούσε την ισορροπία ιδιαίτερα εύθραυστη: μια απότομη μεταστροφή στο επενδυτικό κλίμα ήταν ικανή να προκαλέσει σοβαρούς κλυδωνισμούς, ασκώντας ασύμμετρες πιέσεις στις ελλειμματικές χώρες.
Η μεταστροφή αυτή ήρθε το καλοκαίρι του 1929. Αφορμή υπήρξε η απόφαση του Federal Reserve να αυξήσει τα επιτόκια για να αποτρέψει την περαιτέρω υπερθέρμανση της αμερικανικής οικονομίας. Ακολούθησε, λίγο αργότερα, η κατάρρευση του χρηματιστηρίου της Wall Street, που συμπαρέσυρε τους βασικούς δείκτες της οικονομικής δραστηριότητας των Ηνωμένων Πολιτειών.
Η διεθνής κινητικότητα του κεφαλαίου ήταν υπεύθυνη που το πρόβλημα μεταδόθηκε γρήγορα και στο εξωτερικό. Εκεί μάλιστα μεγεθύνθηκε από την αποπληθωριστική μεροληψία που προσέδιδε στο διεθνές σύστημα η λειτουργία του κανόνα χρυσού. Αναζητώντας ασφάλεια, οι επενδυτές έσπευσαν να μεταφέρουν τα κεφάλαιά τους στις Ηνωμένες Πολιτείες. Παράλληλα, οι αμερικανικές εισαγωγές συρρικνώθηκαν, στερώντας παραγγελίες και συνάλλαγμα από τους ξένους προμηθευτές τους. Οι διεθνείς τιμές άρχισαν να υποχωρούν. Αποπληθωρισμός και φυγή κεφαλαίων αλληλοτροφοδοτούνταν, καθώς η πτώση των τιμών δυσχέραινε την εξυπηρέτηση των χρεών, προκαλώντας μεγαλύτερη ανησυχία στους επενδυτές.
Βλέποντας τα αποθεματικά τους να υποχωρούν, οι κεντρικές τράπεζες των ελλειμματικών χωρών συμμορφώθηκαν με τους κανόνες του παιχνιδιού, όπως ίσχυαν εκείνη την εποχή: αύξησαν τα επιτόκια και περιόρισαν τα δάνεια, ασκώντας περιοριστικές, αποπληθωριστικές πολιτικές. Σε αυτές ήρθαν να προστεθούν νέοι φόροι και περικοπές δαπανών, καθώς οι περισσότερες κυβερνήσεις πάσχιζαν να διατηρήσουν ισοσκελισμένους τους προϋπολογισμούς τους. Η επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας μετατράπηκε στη Μεγάλη Ύφεση που θα στοίχειωνε τις μνήμες μιας ολόκληρης γενιάς.
Γράφοντας πολλά χρόνια αργότερα, το 1995, ο Αμερικανός οικονομολόγος Ben Bernanke θα εξηγούσε πως η κατανόηση της Κρίσης του ’29, κυρίως δε εκείνων των επιλογών πολιτικής και μηχανισμών που της επέτρεψαν να μετατραπεί σε μια τόσο Μεγάλη Ύφεση, αποτελεί είδος «ιερού δισκοπότηρου» για τους οικονομολόγους. Από τους κλυδωνισμούς του Μεσοπολέμου, άλλωστε, είχαν προκύψει, τόσο η Γενική Θεωρία του John Maynard Keynes, όσο και η γενικότερη συγκρότηση των μακροοικονομικών ως διακριτού και ιδιαίτερα γόνιμου πεδίου της οικονομικής επιστήμης.
Επιτρέψτε μου, ωστόσο, να προσθέσω ότι δεν είναι μόνο η πολυπλοκότητα της Κρίσης του ’29 που καθιστά την ερμηνεία της «ιερό δισκοπότηρο» των οικονομολόγων. Κατά τη γνώμη μου, καθοριστική σημασία έχει το γεγονός ότι η εμπειρία της δεκαετίας του ’30 εξακολουθεί μέχρι σήμερα να επηρεάζει και εν πολλοίς να διαμορφώνει τις αντιλήψεις και τις προτάσεις μας για τη χάραξη της μακροοικονομικής πολιτικής σε συνθήκες ύφεσης.»