Δεκαπέντε χρόνια μετά τις δύο αποφάσεις της για το καρτέλ των σούπερ μάρκετ, η Επιτροπή Ανταγωνισμού επαναφέρει σε στενό «μαρκάρισμα» τον κλάδο, διαπιστώνοντας ότι τα τελευταία χρόνια οι ραγδαίες ανατατάξεις που σημειώθηκαν, με την κατάρρευση μεγάλων αλυσίδων (Μαρινόπουλος, Βερόπουλος) και την αναδιανομή της πίτας έχουν οδηγήσει σε αύξηση του βαθμού συγκέντρωσης της αγοράς, ενώ και οι τιμές στα τρόφιμα και μη αλκοολούχα ποτά είναι υπερβολικά υψηλές στην ελληνική αγορά, σε σχέση με ευρωπαϊκές χώρες με συγκρίσιμο εισόδημα.
Για πολλά χρόνια, αρχής γενομένης με τις αποκαλύψεις του 2001 για τις συναντήσεις στο ξενοδοχείο Sofitel, η Επιτροπή είχε ασχοληθεί με παραβιάσεις των κανόνων του ανταγωνισμού από τις αλυσίδες σούπερ μάρκετ και το σύνδεσμό τους και εξέδωσε δύο σχετικές αποφάσεις για την επιβολή κυρώσεων (απόφαση 277/2005 και απόφαση 284/2005). Τώρα, η Επιτροπή επανέρχεται στα θέματα του ανταγωνισμού στον κλάδο, έχοντας ολοκληρώσει μια μεγάλη έρευνα που δημοσιεύθηκε χθες και η οποία διερεύνησε τις συνθήκες ανταγωνισμού σε βασικά αγαθά που πωλούνται από τα σούπερ μάρκετ.
Το γενικό συμπέρασμα της έρευνας είναι ότι ο ανταγωνισμός λειτουργεί σχετικά ικανοποιητικά, όμως προβληματίζει η σημαντική αύξηση του βαθμού συγκέντρωσης τα τελευταία χρόνια, όπως και το υψηλό επίπεδο των τιμών.
Η αγορά των σούπερ μάρκετ στην Ελλάδα δεν θεωρείται ακόμα σημαντικά συγκεντρωμένη σύμφωνα με την Επιτροπή Ανταγωνισμού. Ωστόσο παρατηρείται ότι το 2019, οι δέκα μεγαλύτερες εταιρίες συγκεντρώνουν περίπου το 85-95% της αγοράς, ενώ οι τέσσερις μεγαλύτερες εταιρίες, συγκεντρώνουν το 65-75% της αγοράς, με τα μερίδια αγοράς τους πλέον να κυμαίνονται από 10-15% έως 25-35%, ποσοστά τα οποία είναι σημαντικά αυξημένα και μπορούν να δημιουργήσουν στο μέλλον ανησυχία για αθέμιτες πρακτικές. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού επισημαίνει πως η δυνατότητα εισόδου νέων επιχειρήσεων στον κλάδο είναι αρκετά περιορισμένη.
Η αύξηση της συγκέντρωσης του κλάδου τα τελευταία χρόνια είναι αρκετά απότομη. Οι τέσσερις μεγαλύτερες όμιλοι το 2013, δηλαδή η ΑΒ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΜΑΡΙΝΟΠΟΥΛΟΣ, ΣΚΛΑΒΕΝΙΤΗΣ και η Lidl συγκέντρωναν το 45 - 55% της αγοράς και συνολικά οι 10 μεγαλύτερες εταιρείες συγκέντρωναν σχεδόν το 75-85% της αγοράς. Το 2019, έξι χρόνια μετά, και αφού είχαν φύγει από την αγορά μεγάλες αλυσίδες, όπως Μαρινόπουλος και Βερόπουλος, οι τέσσερις μεγαλύτερες εταιρίες, είναι πλέον ο ΣΚΛΑΒΕΝΙΤΗΣ, η ΑΒ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΣ, Lidl και ΜΕΤΡΟ που συγκεντρώνουν το 65 - 75% της πίτας και οι δέκα μεγάλες εταιρίες συγκεντρώνουν πλέον περίπου το 85-95% της αγοράς.
Η Επιτροπή Ανταγωνισμού διαπιστώνει ότι οι τιμές στα τρόφιμα στην Ελλάδα είναι αρκετά υψηλότερες από το επίπεδο άλλων χωρών με συγκρίσιμο εθνικό εισόδημα. Όπως φαίνεται στον πίνακα, σε σύγκριση με τις άλλες επτά χώρες που βρίσκονται κοντά στο ΑΕΠ Ελλάδας, ως ποσοστό του μέσου ευρωπαϊκού, στη χώρα μας οι τιμές στα τρόφιμα και τα μη αλκοολούχα ποτά είναι οι υψηλότερες, φθάνοντας σε ποσοστό 103,5% του μέσου όρους της Ε.Ε. Το επίπεδο τιμών στην συγκεκριμένη κατηγορία μπορεί να συγκριθεί με αυτό της Κύπρου και της Ιταλίας, χώρες οι οποίες έχουν μεγαλύτερο δείκτη όγκου κατά κεφαλήν ΑΕΠ.
Ειδικότερα, o δείκτης επιπέδου τιμών για τις επιμέρους κατηγορίες που εμπίπτουν στην κατηγορία «Τρόφιμα» διαμορφώθηκαν ως εξής: Ψωμί και Δημητριακά (109%), Κρέας (90%), Ψάρι (102,9%), Γάλα, τυρί και αυγά (133%), Έλαια & λίπη (112,4%), Φρούτα - Λαχανικά - Πατάτες (82,9%) και Άλλα τρόφιμα (133,7%). Ενώ η Ελλάδα υπολείπεται του ευρωπαϊκού μέσου όρου, όσον αφορά τον δείκτη όγκου του κατά κεφαλήν ΑΕΠ, το επίπεδο τιμών στα τρόφιμα (με εξαίρεση τις κατηγορίες Φρούτα, Λαχανικά, Πατάτες και Κρέας) είναι αρκετά υψηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και στην περίπτωση της κατηγορίας «Άλλα τρόφιμα» φτάνει στο 133,7% του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Σύμφωνα με τα δεδομένα της Nielsen, η έκθεση της Επιτροπής Ανταγωνισμού σημειώνει ότι η Ελλάδα ήταν πιο ακριβή από Βέλγιο, Γερμανία, Ισπανία, Γαλλία, Ιταλία, Ολλανδία, Αυστρία και Πορτογαλία σε παιδικές τροφές, λάδι και λιπαρά, ζάχαρη και μαρμελάδες και κονσερβοποιημένα προϊόντα
Η κερδοφορία του κλάδου παρουσίασε αυξητικές τάσεις την εξεταζόμενη πενταετία, με τον μέσο όρο μικτού περιθώριο κέρδους του κλάδου από 18,9% το 2014 να αυξάνεται σε 23% το 2019. Σε παρόμοια επίπεδα κινείται και η κερδοφορία των 12 μεγαλύτερων εταιρειών του κλάδου όπου ο δείκτης κινήθηκε σταθεροποιητικά και τελικά ανήλθε στο 23,6% το 2019 από 21,9% το 2015.
Αυστηρό πλαίσιο επιτήρησης
Η Επιτροπή Ανταγωνισμού θέτει σε στενή επιτήρηση τον κλάδο, τόσο για να παρακολουθεί πώς εξελίσσεται ο ανταγωνισμός, όσο και επιχειρώντας να «αλιεύσει» πληροφορίες για παράνομες πρακτικές από μάρτυρες που θα προστατεύεται η ανωνυμία τους (whistleblowers). Ειδικότερα,
- Δημιουργείται ειδική ομάδα κρούσης για τα σούπερ μάρκετ στη Γενική Διευθύνση Ανταγωνισμού. Όπως ανακοινώθηκε, «κρίνεται απαραίτητη η συνεχής παρακολούθηση του κλάδου από την Ε.Α., τόσο για τα καταναλωτικά προϊόντα που εξετάστηκαν στο πλαίσιο αυτής της Κλαδικής, όσο και για άλλα προϊόντα, τρόφιμα ή άλλα καταναλωτικά είδη. Το έργο αυτό θα αναλάβει μία Taskforce (ομάδα «κρούσης») Σουπερμάρκετ που θα συσταθεί στην Γενική Διεύθυνση της Επιτροπής Ανταγωνισμού και η οποία θα προετοιμάζει κάθε 12 μήνες αναφορά στον Πρόεδρο της Επιτροπής για την κατάσταση ανταγωνισμού στον κλάδο του λιανεμπορίου και θα προχωρά σε μετρήσεις της διαπραγματευτικής ισχύος των αλυσίδων σουπερμάρκετ και προμηθευτών».
- Δημιουργείται ειδικό σύστημα ανώνυμης παροχής πληροφοριών. Σύμφωνα με την Επιτροπή, «για την αντιμετώπιση αθέμιτων εμπορικών πρακτικών από επιχειρήσεις με σημαντική διαπραγματευτική ισχύ κρίνεται απαραίτητη η ενίσχυση του ελεγκτικού μηχανισμού της Ε.Α. μέσω χρήσης ψηφιακών τεχνολογιών άμεσης πληροφόρησης, μέσω καταγγελιών ή μέσω συστηματικής παρακολούθησης της αγοράς. Για τον σκοπό αυτό η Ε.Α. προχωρεί στη δημιουργία συστήματος ανώνυμης παροχής πληροφοριών (whistleblowing), παρέχοντας έτσι τη δυνατότητα σε κάποιον να δώσει πληροφορίες χωρίς να φοβάται την αποκάλυψη της ταυτότητάς του με οποιονδήποτε τρόπο».