Ολοένα αυξανόμενη πίεση στις ασθενέστερες οικονομίες της ευρωζώνης, όπως η ιταλική και η ελληνική, δημιουργεί η έντονα ανοδική κίνηση στις αποδόσεις των ομολόγων, που απειλεί να αυξήσει τα κόστη δανεισμού πέρα από τα όρια της αντοχής τους. Η ΕΚΤ καλείται να πείσει την αγορά ότι παίρνει σοβαρά τη δέσμευσή της να κρατήσει χαμηλά τις αποδόσεις και τα κόστη δανεισμού και τη Δευτέρα θα περάσει από ένα κρίσιμο τεστ, δίνοντας στη δημοσιότητα τα νεότερα στοιχεία για τις αγορές τίτλων που έχει κάνει.
Όπως σημειώνει το Bloomberg, τις προηγούμενες ημέρες κορυφαίοι αξιωματούχοι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας έδωσαν διαβεβαιώσεις στην αγορά ότι παρακολουθούν πολύ στενά τις εξελίξεις στα ομόλογα και δεν θα ανεχθούν υψηλότερες αποδόσεις, εάν αυτές υπονομεύουν την οικονομία.
Αύριο, οι επενδυτές περιμένουν να δουν στα νεότερα στοιχεία για τις αγορές ομολόγων από την ΕΚΤ αν αυτές οι διαβεβαιώσεις συμβαδίζουν με τις ενέργειες που κάνει για να σταματήσει την άνοδο των αποδόσεων, δηλαδή αν όντως έχει αυξήσει αρκετά τις αγορές τίτλων, στο πλαίσιο του έκτακτου προγράμματος για την πανδημία (PEPP). «Μια σημαντική αύξηση των αγορών θα δείξει ότι υποστηρίζουν τα λόγια τους με δράση», τονίζει χαρακτηριστικά το πρακτορείο.
Αντίθετα, αν το ποσό των τίτλων που έχουν αγορασθεί εμφανίσει μικρή μεταβολή, αυτό θα μπορούσε να πείσει τους επενδυτές να συνεχίσουν να στοιχηματίζουν ότι η οικονομική ανάκαμψη και η αύξηση του πληθωρισμού θα φέρει και αυξημένες αποδόσεις στα ομόλογα, «φουσκώνοντας» το κόστος δανεισμού για τις κυβερνήσεις και τον ιδιωτικό τομέα.
Αυτά τα στοιχήματα έχουν ήδη προκαλέσει σοβαρή αναταραχή στην ευρωπαϊκή αγορά ομολόγων. Είναι χαρακτηριστικό ότι η απόδοση του ελληνικού 10ετούς ομολόγου έκλεισε την Παρασκευή πάνω από το 1,10%, δηλαδή σε ποσοστό διπλάσιο από το ιστορικό χαμηλό του 0,55% που είχε καταγραφεί στα μέσα του Δεκεμβρίου. Μεγάλη ήταν η αύξηση απόδοσης και για το ιταλικό 10ετές ομόλογο, ενώ ακόμη και το γαλλικό δεκαετές ομόλογο πέρασε για λίγο, την Πέμπτη, σε θετική απόδοση, ύστερα από μεγάλο διάστημα παραμονής σε απόδοση κάτω από το μηδέν. Τα πρώτα συμπτώματα δυσκολιών στην άντληση δανεισμού εμφανίσθηκαν στη δημοπρασία 5ετών ομολόγων της Ιταλίας, την Πέμπτη, όπου καταγράφηκε χαμηλή συμμετοχή επενδυτών.
Η εκτίναξη απόδοσης του ελληνικού 10ετούς ομολόγου
Η ανοδική τάση των αποδόσεων στα ομόλογα «σφίγγει» τις χρηματοπιστωτικές συνθήκες και δημιουργεί αμφιβολίες για την ανάκαμψη των οικονομιών της ευρωζώνης, που βασίζονται στο φθηνό δανεισμό για να υποστηρίζουν τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά με μέτρα στήριξης. Αυτό ισχύει πολύ περισσότερο για την Ελλάδα: χάρη στις επιτυχημένες εξόδους στην αγορά ομολόγων, που έχουν επιτρέψει στην κυβέρνηση να διατηρεί υψηλό απόθεμα ταμειακών διαθεσίμων (της τάξεως των 32 δισ. ευρώ, σύμφωνα με τελευταία στοιχεία), παρά το γεγονός ότι δαπανά μεγάλα ποσά για μέτρα στήριξης και έχει εκτιναχθεί στα ύψη το πρωτογενές έλλειμμα του προϋπολογισμού.
Στις αρχές της κρίσης της πανδημίας, η κατάσταση ήταν πολύ διαφορετική, καθώς διατυπωνόταν το ερώτημα αν θα αποκλεισθούν από την αγορά ομολόγων ασθενέστερες οικονομίες, όπως η ιταλική και η ελληνική, κάτι που θα μετέτρεπε την οικονομική κρίση σε μια νέα κρίση χρέους. Η Ελλάδα έφθασε πολύ κοντά στον αποκλεισμό, όταν το επιτόκιο των 10ετών ομολόγων πλησίασε το 4%, επίπεδο απαγορευτικό για δανεισμό, αλλά τη λύση έδωσε η ΕΚΤ, με την ανακοίνωση του τεράστιου προγράμματος αγοράς τίτλων για την πανδημία, το οποίο στη συνέχεια αυξήθηκε περαιτέρω, με αποτέλεσμα να συμπιεσθούν δραστικά οι αποδόσεις των ομολόγων.
Τώρα, το ερώτημα είναι αν η ΕΚΤ θα πάρει και πάλι την πρωτοβουλία των κινήσεων για να σταματήσει την αναταραχή πριν εξελιχθεί σε μια κρίση. Η Κριστίν Λαγκάρντ, ο επικεφαλής οικονομολόγων Φίλιπ Λέιν και η Ίζαμπελ Σνάμπελ, μέλος του εκτελεστικού συμβουλίου, έκαναν δηλώσεις αυτή την εβδομάδα με κοινό παρονομαστή την αποφασιστικότητα της ΕΚΤ να διατηρήσει χαμηλά τις αποδόσεις των ομολόγων, ώστε να μείνουν χαλαρές οι χρηματοπιστωτικές συνθήκες όσο διαρκεί η κρίση.
Όμως, όπως τονίζει στο Bloomberg ο Μαρκ Ντάουντινγκ, διαχειριστής κεφαλαίων στην Bluebay Asset Management, «οι πράξεις μιλούν πιο δυνατά από τα λόγια». Ο ίδιος έχει λάβει θέσεις με βάση την πρόβλεψη ότι θα υποχωρήσουν οι αποδόσεις, χάρη σε νέες παρεμβάσεις τις ΕΚΤ, αλλά σημειώνει ότι κεντρική τράπεζα, αν δεν θέλει να δει τις χρηματοπιστωτικές συνθήκες να σφίγγουν πρόωρα, θα πρέπει να αναλάβει δράση.
Μια πρώτη ένδειξη για τις ενέργειες που κάνει η ΕΚΤ, πέρα από τις δηλώσεις των αξιωματούχων, θα έλθει τη Δευτέρα, όταν ανακοινωθεί το ύψος των αγορών τίτλων που έχει κάνει με το πιο ευέλικτο πρόγραμμά της, το PEPP, το οποίο διαθέτει συνολικό «οπλοστάσιο» 1,85 τρισ. δολ. Την εβδομάδα που τελείωσε στις 19 Φεβρουαρίου, καταγράφηκε μια αύξηση αγορών κατά 17,2 δισ. ευρώ, που δεν ήταν σημαντικά αυξημένη από την αμέσως προηγούμενη εβδομάδα. Αν παρατηρηθεί κάτι αντίστοιχο, δηλαδή μια μικρή αύξηση, και για την εβδομάδα που πέρασε, οι επενδυτές θα αρχίσουν να αμφισβητούν την αποφασιστικότητα της ΕΚΤ και να ρευστοποιούν ομόλογα, ωθώντας υψηλότερα τις αποδόσεις.
Σύμφωνα με την Bank of America οι κεντρικοί τραπεζίτες δείχνουν νευρικότητα, ενώ οι συνεχείς αυξήσεις των αποδόσεων επιβεβαιώνουν ότι οι αγορές τίτλων που γίνονται ως τώρα δεν είναι επαρκείς. «Όταν η ΕΚΤ δεν κάνει τα λόγια να ταιριάζουν με τις πράξεις, τότε γεννώνται ερωτήματα. Αν αφεθεί η δυναμική της αγοράς να εξελιχθεί περαιτέρω, το κόστος της διόρθωσης θα είναι αυξημένο», προειδοποιεί η BofA.
Παρέμβαση Στουρνάρα
Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, ήταν ο πρώτος κεντρικός τραπεζίτης από το συμβούλιο της ΕΚΤ που δήλωσε χθες ανοικτά ότι θα πρέπει να αναλάβει δράση η ΕΚΤ, επιταχύνοντας το ρυθμό αγορών ομολόγων, προκειμένου να σταματήσει την αύξηση των αποδόσεων. «Ίσως η ΕΚΤ να έπρεπε να επιταχύνει το ρυθμό των αγορών μέσω του ΡΕΡΡ για να διασφαλίσει ευνοϊκές συνθήκες χρηματοδότησης», τόνισε ο κ. Στουρνάρας στο Reuters.
«Κατά τη γνώμη μου, υπάρχει αδικαιολόγητη αύξηση των αποδόσεων των ομολόγων, οπότε ίσως να ήταν επιθυμητό η ΕΚΤ να επιταχύνει τον ρυθμό των αγορών του PEPP προκειμένου να εξασφαλίσει ευνοϊκές συνθήκες χρηματοδότησης κατά τη διάρκεια της πανδημίας», σημείωσε ο κ. Στουρνάρας. «Κατά την άποψή μου, δεν υπάρχει καμία θεμελιώδης οικονομική δικαιολογία για την εκτίναξη των μακροπρόθεσμων ονομαστικών αποδόσεων των ομολόγων», υπογράμμισε ο διοικητής της ΤτΕ.
Ο κ. Στουρνάρας ζήτησε να δοθεί εντολή από το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ, που θα συνεδριάσει στις 11 Μαρτίου, προς την Εκτελεστική Επιτροπή, ώστε να παρέμβει αναλόγως και πρόσθεσε ότι η συνεδρίαση ενδέχεται να τροποποιήσει «ελαφρώς» τα μηνύματα της ΕΚΤ σχετικά με την πολιτική της. Ωστόσο υπογράμμισε ότι δεν απαιτείται ουσιώδης αλλαγή, καθώς η κεντρική τράπεζα διαθέτει περί το 1 τρισ. ευρώ που μπορεί να δαπανήσει στο PEPP.