Δυσκολίες και παγίδες για τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις κρύβει η πρώτη χρονιά ενεργοποίησης του Ταμείου Ανάκαμψης (Next Generation EU - NGEU) και είναι αμφίβολο αν θα καταφέρουν να αξιοποιήσουν τα ποσά που έχουν εγγράψει στους προϋπολογισμούς τους για το 2021, όπως εκτιμά σε σχετική, ειδική ανάλυση η HSBC.
Οι βασικές εκτιμήσεις της έκθεσης είναι ότι οι ευρωπαϊκές χώρες θα αρχίσουν να λαμβάνουν από το Ταμείο Ανάκαμψης των 750 δισ. ευρώ τις πρώτες εκταμιεύσεις στα μέσα της χρονιάς, ενώ υπολογίζεται ότι φέτος αυτά τα κονδύλια θα προσθέσουν 0,2% στο ΑΕΠ και το 2022 θα ενισχύσουν την ανάπτυξη κατά 0,4%. Όμως, όπως τονίζεται, για να αποδώσει πραγματικά αποτελέσματα αυτό το πρόγραμμα θα πρέπει να αυξηθεί η δυνητική ανάπτυξη της οικονομίας με επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις, αλλιώς η Ευρώπη απλώς θα δανείζεται ανάπτυξη από το μέλλον.
Από αυτή την άποψη, ο οικονομολόγος της HSBC Φάμπιο Μπαλμπόνι ξεχωρίζει θετικά την Ελλάδα, σημειώνοντας ότι η κυβέρνηση δίνει προτεραιότητα στις μεταρρυθμίσεις, εστιάζοντας, για παράδειγμα, στη βελτίωση της θέσης της χώρας στην κατάταξη της Παγκόσμιας Τράπεζας "Doing Business".
Η εκκίνηση του προγράμματος και η αξιοποίηση των κονδυλίων δεν θα είναι εύκολη υπόθεση για τις κυβερνήσεις. Όπως αναφέρεται στην έκθεση:
- Μέχρι στιγμής καταγράφονται σημαντικές καθυστερήσεις στην εκκίνηση του προγράμματος, καθώς το NGEU εγκρίθηκε από τη Σύνοδο Κορυφής του Δεκεμβρίου πέντε μήνες μετά τις αρχικές αποφάσεις των ηγετών, ενώ η δουλειά δεν έχει τελειώσει ακόμη, καθώς εκκρεμεί η κατάρτιση κανονισμών και, στη συνέχεια, το Ευρωκοινοβούλιο και τα εθνικά κοινοβούλια θα πρέπει να δώσουν την τελική τους έγκριση.
- Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή άφησε να εννοηθεί ότι το NGEU θα μπορούσε να λειτουργήσει μέχρι την άνοιξη και οι χώρες θα μπορούσαν να αρχίσουν να λαμβάνουν κονδύλια στα τέλη της άνοιξης ή το καλοκαίρι. Εν τω μεταξύ, οι χώρες έχουν αρχίσει να εργάζονται για τα Σχέδιά τους για την Ανάκαμψη και την Ανθεκτικότητα (RRP) για την αποδέσμευση της χρηματοδότησης της ΕΕ. Η προθεσμία για την υποβολή τους στην Κομισιόν είναι στο τέλος Απριλίου. Οι χώρες βρίσκονται σε διαφορετικά στάδια, αλλά συνεργάζονται στενά με την Κομισιόν τους τελευταίους μήνες και, επομένως, αναμένεται μια σχετικά ομαλή διαδικασία για την έγκριση των RRP.
- Σε ό,τι αφορά τα κονδύλια που θα διανεμηθούν στις χώρες, τονίζεται ότι οι επιχορηγήσεις, ύψους 312,5 δισ. ευρώ, είναι αυτές που έχουν τη μεγαλύτερη σημασία για την ενίσχυση της ανάπτυξης και όχι τα φθηνά δάνεια, ύψους 360 δισ. ευρώ, καθώς τα δάνεια εμπίπτουν στο έλλειμμα και το χρέος των χωρών. Οι περισσότερες χώρες έχουν δηλώσει ότι δεν θα λάβουν τα δάνεια, αλλά θα τα αφήσουν ως μια εφεδρεία χρηματοδότησης για το μέλλον, ενώ οι λίγες χώρες που θα τα λάβουν σκοπεύουν ως επί το πλείστον να χρησιμοποιήσουν για να υποκαταστήσουν χρηματοδότηση από άλλες πηγές (σημειώνεται ότι η ελληνική κυβέρνηση σκοπεύει να χρησιμοποιήσει τα δάνεια, σε συνδυασμό με τραπεζικές χρηματοδοτήσεις και ιδιωτικά κεφάλαια για τη χρηματοδότηση ιδιωτικών επενδύσεων).
- Η αρχική καταβολή από το Ταμείο Ανάκαμψης θα γίνει μετά την έγκριση των RRP από την Κομισιόν και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Οι χώρες δικαιούνται να λάβουν ως προκαταβολή το 13% της συνολικής κατανομής (αρχικά αυτό ορίστηκε στο 10%, αλλά το ποσοστό αναθεωρήθηκε ως αποτέλεσμα τροπολογιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στα τέλη Δεκεμβρίου). Αυτό σημαίνει εκταμίευση επιχορηγήσεων ύψους 44 δισεκατομμυρίων ευρώ (0,3% του ΑΕΠ) σε ολόκληρη την ΕΕ. Πιο αβέβαιες είναι οι πιθανές προκαταβολές που θα δοθούν ως δάνεια και τα ποσά θα εξαρτηθούν από την πολιτική που θα ακολουθήσουν οι κυβερνήσεις, οι οποίες έχουν τη δυνατότητα να απορροφήσουν τα ποσά των δανείων ως το 2026, ενώ τα έργα που θα χρηματοδοτηθούν θα πρέπει να έχουν καθορισθεί ως το 2023. Όπως φαίνεται στον πίνακα, η Ελλάδα δικαιούται προκαταβολή ύψους 2,279 δισ. ευρώ από το σκέλος των επιχορηγήσεων και ως ποσοστό του ΑΕΠ (1,3%), πρόκειται για την τρίτη μεγαλύτερη προκαταβολή στην Ε.Ε..
Οι προκαταβολές από το Ταμείο Ανάκαμψης
- Όπως ήταν αναμενόμενο, οι χώρες φαίνεται ότι επιθυμούν να αξιοποιήσουν όσο μπορούν περισσότερο τις επιχορηγήσεις, καθώς δεν επιβαρύνουν τα ελλείμματα ή το χρέος (τουλάχιστον μέχρι να αρχίσουν να επιστρέφουν τις επιχορηγήσεις, μέσα από τη συμμετοχή τους στον κοινοτικό προϋπολογισμό, κάτι που θα γίνει από το 2027 και μετά).
- Με βάση τους προϋπολογισμούς και τα RRP για το 2021, η Ιταλία επιθυμεί να δαπανήσει συνολικά 31,3 δισ. ευρώ από τις επιχορηγήσεις και τα δάνεια του NGEU και το πρόγραμμα React-EU. Η Γαλλία θέλει να χρησιμοποιήσει φέτος 57 δισ. ευρώ και η Ελλάδα συνολικά 5,5 δισ. ευρώ.
- Αυτά τα ποσά φαίνονται λίγο αισιόδοξα, όπως τονίζεται στην έκθεση. Δεν αναμένεται ότι η προκαταβολή θα εκταμιευθεί πολύ πριν από τα μέσα του έτους και δεν θα δαπανηθούν όλα τα χρήματα που θα εκταμιευθούν από τις χώρες αμέσως, ιδιαίτερα το τμήμα που διατίθεται για επενδύσεις. Στη συνέχεια, για να λάβουν περισσότερα κονδύλια πέραν αυτού του αρχικού ποσού, οι χώρες θα πρέπει να αποδείξουν ότι έχουν δαπανήσει πρώτα αυτά τα χρήματα και θα συνεχίσουν να πληρούν όλα τα κριτήρια που έθεσε η Κομισιόν, μεταξύ των οποίων και το κριτήριο των μεταρρυθμίσεων.
- Η ολοκλήρωση ορισμένων από τα μεγάλα επενδυτικά σχέδια που περιλαμβάνονται στα προγράμματα των κυβερνήσεων μπορεί να χρειαστεί χρόνο, όπως φαίνεται από τα χαμηλά ποσοστά υλοποίησης των διαρθρωτικών ταμείων της ΕΕ. Μέχρι τον Ιανουάριο του 2021, μόνο το ήμισυ των κονδυλίων που διατέθηκαν για την επταετή περίοδο 2014 - 2020 είχαν δαπανηθεί, με την εφαρμογή να είναι ιδιαίτερα αργή στους δύο μεγαλύτερους αποδέκτες κονδυλίων της ΕΕ, την Ιταλία και την Ισπανία. Όπως φαίνεται στο γράφημα, και η Ελλάδα ήταν μεταξύ των χωρών με χαμηλές επιδόσεις στην αξιοποίηση των διαρθρωτικών ταμείων.
Η απορρόφηση των κονδυλίων από τα διαρθρωτικά ταμεία
- Οι κυβερνήσεις θα μπορούσαν να επιταχύνουν την απορρόφηση, διαθέτοντας τα κοινοτικά κονδύλια σε επιδοτήσεις και ελαφρύνσεις φόρων. Όμως, η Κομισιόν δεν θα είναι ιδιαίτερα πρόθυμη να εγκρίνει τέτοιες χρήσεις των κονδυλίων. Οι κατευθυντήριες γραμμές που δημοσιεύθηκαν πρόσφατα επικεντρώνονται στην ανάγκη να δοθεί προτεραιότητα στις δαπάνες που αυξάνουν τη δυνητική ανάπτυξη.
- Επίσης, οι χώρες ενδέχεται να δαπανήσουν τα δικά τους χρήματα αρχικά και να αποζημιωθούν αργότερα από την Ε.Ε. μόλις λειτουργήσει το ταμείο. Η Ισπανία, για παράδειγμα, προτίθεται να το πράξει. Αλλά αυτό θα σήμαινε ότι τουλάχιστον μέχρι να εγκρίνει η Κομισιόν τα σχέδια και τις εκταμιεύσεις, τα κεφάλαια αυτά θα πρέπει να συγκεντρωθούν στο εσωτερικό και να αυξήσουν το έλλειμμα (αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο προβλέπουμε έλλειμμα που θα εξακολουθήσει να υπερβαίνει το 10% του ΑΕΠ για την Ισπανία φέτος). Πρέπει να σημειωθεί ότι και η ελληνική κυβέρνηση προωθεί νομοθετική ρύθμιση για να αρχίσει να χρηματοδοτεί έργα του Ταμείου Ανάκαμψης από το ΠΔΕ, ώστε να προχωρήσουν πριν αρχίσουν οι εκταμιεύσεις.
- Συνολικά, εκτιμάται ότι περίπου 65 δισ. (περίπου 0,4% του ΑΕΠ) των επιχορηγήσεων του Ταμείου Ανάκαμψης και του προγράμματος React-EU θα εκταμιευθούν σε ολόκληρη την ΕΕ φέτος, εκ των οποίων λίγο περισσότερα από 50 δισ. ευρώ στην ευρωζώνη. Αυτό θα πρέπει στη συνέχεια να αυξηθεί με την πάροδο του χρόνου, φθάνοντας τα 110 δισ. ευρώ το επόμενο έτος και τα 130 δισ. ευρώ (0,9% του ΑΕΠ) το 2023.
- Όμως, οι προβλέψεις αυτές υπόκεινται σε κινδύνους. Για παράδειγμα, τα κονδύλια της ΕΕ έχουν ορισμένες μακροοικονομικές προϋποθέσεις. Οι δημοσιονομικοί κανόνες της ΕΕ παραμένουν σε αναστολή, αλλά ενδέχεται να επανέλθουν κάποια στιγμή –οι εκλογές στη Γερμανία και την Ολλανδία αργότερα φέτος θα μπορούσαν να προωθήσουν τη συζήτηση επ' αυτού– και, εάν οι δικαιούχες χώρες έχουν δυσκολίες να προωθήσουν την απαιτούμενη δημοσιονομική εξυγίανση, τα κεφάλαιά τους θα μπορούσαν να βρεθούν σε κίνδυνο.
Αναγκαίες οι μεταρρυθμίσεις
Όπως τονίζεται στην έκθεση, για να ενισχυθεί η δυνητική ανάπτυξη κλειδί είναι η αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας, που επιτυγχάνεται με διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Τα προγράμματα του Ταμείου Ανάκαμψης, όπως έχει αποφασίσει η Κομισιόν, περιλαμβάνουν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Για τις χώρες του Νότου, που είναι και οι κύριοι δικαιούχοι των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης, οι μεταρρυθμίσεις αφορούν την ευελιξία στην αγορά εργασίας, την κατάρτιση, την προσαρμογή της εκπαίδευσης στις ανάγκες της οικονομίας, την ενίσχυση του ανταγωνισμού στις αγορές προϊόντων, την αποτελεσματικότερη δημόσια διοίκηση και το δικαστικό σύστημα. Προς το παρόν, δεν είναι βέβαιο ότι η κυβερνήσεις μπορούν και έχουν τη βούληση να εφαρμόσουν τις μεταρρυθμίσεις.
Μάλιστα, όπως σημειώνεται στην έκθεση της HSBC, ήδη καταγράφονται περιπτώσεις όπου αναστρέφονται μεταρρυθμίσεις, υπό το βάρος πολιτικών πιέσεων. Για παράδειγμα, η ισπανική κυβέρνηση μειοψηφίας, για να περάσει από τη Βουλή το πρόγραμμά της για την αξιοποίηση των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης, δεσμεύθηκε σε μικρότερα αριστερά κόμματα ότι θα μειώσει τις εβδομαδιαίες ώρες εργασίας και θα αναθεωρήσει μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας που είχαν περάσει το 2012 και θεωρείται ότι ήταν καίριας σημασίας για την αύξηση της ευελιξίας της αγοράς εργασίας. Στην Ιταλία, εξάλλου, η συνεχιζόμενη πολιτική κρίση θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την ικανότητα της κυβέρνησης να εφαρμόσει σημαντικές μεταρρυθμίσεις.