Ένταση δημιουργεί στις σχέσεις μεταξύ τραπεζών – εταιριών διαχείρισης απαιτήσεων και κυβέρνησης το ζήτημα της παράτασης της οριζόντιας αναστολής μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης, μέχρι τα μέσα Μαρτίου, καθώς επίσης και νομοθετική ρύθμιση που αλλάζει τη σειρά προτεραιότητας στη διανομή του προϊόντος (εσόδων από πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων) των ειδικών διαχειρίσεων με τους πιστωτές να χάνουν τα πρωτεία.
Υπενθυμίζεται ότι η κυβέρνηση επιδιώκει, λόγω της πανδημίας, την παράταση της αναστολής μέτρων κάθε αναγκαστικής εκτέλεσης, μέχρι τις 15 Μαρτίου, ενώ για τους πληττόμενους από την πανδημία η απαγόρευση θα επεκταθεί μέχρι τον Ιούνιο. Οι τράπεζες αντιδρούν υπογραμμίζοντας ότι οι ευάλωτοι δανειολήπτες προστατεύονται πλήρως (νόμος Κατσέλη, Γέφυρα, Γέφυρα ΙΙ κ.α.) και τονίζοντας ότι με την παράταση ουσιαστικά μπλοκάρονται για ολόκληρο του 2021 υποθέσεις που βρίσκονται σε εκκρεμότητα εδώ και χρόνια και δεν σχετίζονται καθόλου με την πανδημία.
Τραπεζικές πηγές επισημαίνουν ότι μεταξύ των πλειστηριασμών που δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν λόγω της οριζόντιας αναστολής των μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης και της μη λειτουργίας των δικαστηρίων περιλαμβάνονται υποθέσεις που βρίσκονται σε εκκρεμότητα εδώ και πολλά χρόνια, όπως πλειστηριασμοί περιουσιακών στοιχείων του Μιχάλη Γουλανδρή, Κώστα Μπουτάρη, για το ΕΡΑΣΙΝΕΙΟ Ογκολογικό Νοσοκομείο στο Κορωπί (υπόθεση που συνδέεται με επένδυση ύψους 100 εκατ. ευρώ), το πρώην κτίριο του Filmnet στην Λεωφ. Κηφισίας, πολλές ξενοδοχειακές μονάδες κ.α. Όπως σημειώνουν στελέχη τραπεζών πρόκειται για υποθέσεις που έχουν ξεκινήσει πολύ πριν την πανδημία.
Μεγάλη αναστάτωση προκαλεί και νομοθετική ρύθμιση, η οποία έχει εξασφαλίσει διακομματική στήριξη, με την οποία αλλάζει η σειρά προτεραιότητας στη διανομή του προϊόντος (εσόδων από πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων) των ειδικών διαχειρίσεων με τους πιστωτές να χάνουν τα πρωτεία. Η διαδικασία των ειδικών διαχειρίσεων προβλέπει την εν λειτουργία εξυγίανση και πώληση προβληματικών επιχειρήσεων.
Υπενθυμίζεται ότι με νόμο που θεσπίστηκε το 2015, από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, η διαίρεση του πλειστηριάσματος διατίθεται σε ποσοστό 10% για την ικανοποίηση των μη προνομιούχων απαιτήσεων (στους οποίους συμπεριλαμβάνονται και οι εργαζόμενοι), το 25% για οφειλές προς το Δημόσιο και το υπόλοιπο 65% διατίθεται σε ειδικά προνόμια (εμπράγματες εξασφαλίσεις), δηλαδή στις τράπεζες. Με τη νομοθετική ρύθμιση που προωθείται και αφορά τις περιπτώσεις ειδικής διαχείρισης, όπως αυτή που είναι σε εξέλιξη για τα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά, οι εργαζόμενοι αποκτούν το προνόμιο έναντι των άλλων πιστωτών.
Οι τράπεζες αναγνωρίζουν ότι πρόκειται για ένα ευαίσθητο κοινωνικά θέμα, και υπογραμμίζουν ότι είναι δίκαιο και θεμιτό οι εργαζόμενοι να λαμβάνουν τις αποζημιώσεις που δικαιούνται, ωστόσο σημειώνουν ότι αυτό θα πρέπει να γίνει μέσω κοινωνικής πολιτικής και όχι της αλλαγής της νομοθεσίας που δημιουργεί «ανασφάλεια δικαίου».
Σημειώνουν ότι έχουν πραγματοποιηθεί σημαντικές επενδύσεις για αγορές μη εξυπηρετούμενων δανείων από funds, αγορές που η τιμολόγησή τους βασίστηκε στη νομοθεσία και τους ισχύοντες κανόνες. Προειδοποιούν ότι η καταστρατήγηση των κανόνων θα έχει επιπτώσεις στην προσπάθεια των τραπεζών να απαλλαγούν από το βάρος των μη εξυπηρετούμενων δανείων και θα επιδεινώσει την τιμολόγηση αγοραπωλησιών μη εξυπηρετούμενων δανείων, επιδείνωση που θα έχει επιπτώσεις στους τραπεζικούς ισολογισμούς.
Σε ότι αφορά το πάγωμα των πλειστηριασμών υπογραμμίζουν ότι, με δεδομένο ότι υπάρχει και το πρόγραμμα ΓΕΦΥΡΑ Ι, στο οποίο έχουν ήδη ενταχθεί όσοι δανειολήπτες επηρεάζονται από την επιδημιολογική κρίση, αυτή η οριζόντια απαγόρευση προκαλεί πολλά ερωτηματικά ορθότητας. Οι ίδιες πηγές επισημαίνουν ότι αυτή η οριζόντια απαγόρευση θα αποβεί σε βάρος της ίδιας της οικονομίας γιατί κάθε αύξηση στα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα θα περιορίσει τη δυνατότητα νέων χρηματοδοτήσεων και τελικά την αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας.