Τη μείωση του ενεργειακού κόστους αναδεικνύει ως παράγοντα - κλειδί για την ανάπτυξη της ελληνικής βιομηχανίας νέα μελέτη που δημοσιεύεται στο Οικονομικό Δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος, τονίζοντας ότι η διαφορά στο ενεργειακό κόστος σε σχέση με το μέσο όρο της Ε.Ε. προσεγγίζει το 50% και οφείλεται κυρίως στις υψηλότερες τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος.
Η ανάληψη πρωτοβουλιών από την κυβέρνηση για τη μείωση του υπέρογκου ενεργειακού κόστους είναι η μία από τις τρεις βασικές προτάσεις πολιτικής για την ανάπτυξη της βιομηχανίας που περιλαμβάνονται στη μελέτη τεσσάρων οικονομολόγων του ΙΟΒΕ (Η συμβολή της βιομηχανίας στην ελληνική οικονομία: Δεδομένα και προοπτικές - Νίκος Βέττας, Κωνσταντίνος Πέππας, Σοφία Σταυράκη, Μιχάλης Βασιλειάδης). Οι άλλες δύο προτάσεις αφορούν την αλλαγή του μοντέλου αποσβέσεων για τη διευκόλυνση των επενδύσεων και τις πηγές χρηματοδότησης.
Όπως τονίζεται στη μελέτη, αν και η ενεργειακή ένταση της παραγωγής της ελληνικής βιομηχανίας ήταν περιορισμένη τα τελευταία χρόνια, το κόστος της ενέργειας το 2017 ήταν 46% υψηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ. Στους μεταποιητικούς τομείς υψηλής ενεργειακής έντασης, η κατανάλωση ενέργειας ήταν 17% υψηλότερη από το μέσο όρο της Ε.Ε., ενώ στους υπόλοιπους μεταποιητικούς τομείς ήταν σχεδόν διπλάσια από το μέσο όρο της Ε.Ε. (97% υψηλότερη). Το ενεργειακό μείγμα στην Ελλάδα βασίζεται στην ηλεκτρική ενέργεια και το πετρέλαιο, ενώ στην Ε.Ε. στην ηλεκτρική ενέργεια και το φυσικό αέριο.
Το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας περιλαμβάνει το τμήμα που τιμολογείται με βάση τον ανταγωνισμό και το σκέλος που αφορά τις διοικητικά καθοριζόμενες επιβαρύνσεις. Η χονδρική τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας είναι διαχρονικά 10% - 40% υψηλότερη από το μέσο όρο της Ε.Ε.. Όπως σημειώνεται στη μελέτη, το δεύτερο τρίμηνο του 2020 η ελληνική χονδρική τιμή ήταν 33,5% υψηλότερη από το μέσο όρο στην Ευρώπη και ήταν η δεύτερη υψηλότερη στην Ε.Ε., καθώς διαμορφώθηκε στα 32,3 ευρώ/MWh.
Όπως τονίζεται, παρατηρείται ανοδική τάση των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα και στην Ευρώπη την τελευταία τριετία, κυρίως εξαιτίας της αύξησης του κόστους των δικαιωμάτων CO2. Την περίοδο Αυγούστου 2017 - Αυγούστου 2019, το κόστος ρύπων πενταπλασιάσθηκε, ξεπερνώντας τα €27/tCO2. Ως τον Μάιο του 2020, η αύξηση αυτή μετριάσθηκε, αλλά το κόστος αυξήθηκε και πάλι στη συνέχεια, για να ανέλθει στα €27/tCO2 τον Οκτώβριο του 2020.
Στη μελέτη υπογραμμίζεται ότι υπάρχουν αρκετοί παράγοντες που καθιστούν δυσχερή τη σύγκριση των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας και του φυσικού αερίου μεταξύ Ελλάδας και Ε.Ε., αλλά υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι το κόστος του ρεύματος είναι υψηλότερο στην Ελλάδα και οι κυριότερες αιτίες αυτού του προβλήματος, οι οποίες θα πρέπει να αντιμετωπισθούν από την κυβέρνηση είναι:
- Ελλιπές άνοιγμα της αγοράς: Η εφαρμογή του ευρωπαϊκού target model άρχισε μόλις την 1η Νοεμβρίου του 2020, ενώ δεν έχει ολοκληρωθεί η διασύνδεση με τις γειτονικές χώρες (π.χ. Ιταλία, Βουλγαρία).
- Μεγάλες καθυστερήσεις στη λειτουργία του Ελληνικού Χρηματιστηρίου Ενέργειας, το οποίο τέθηκε σε λειτουργία τον Μάρτιο του 2020.
- Αδυναμία σύναψης διμερών συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης από τους μη συμμετέχοντες στο δίκτυο.
- Πολλές και υψηλές πρόσθετες επιβαρύνσεις και φόροι.
- Έλλειψη μέτρων που να είναι συμβατά με το κανονιστικό πλαίσιο της ΕΕ για την υποστήριξη της βιομηχανίας στον τομέα της ενέργειας και του περιβάλλοντος.