Η Ελλάδα οφείλει να ωριμάσει το τουριστικό της προϊόν ακολουθώντας τις επιταγές του σήμερα υπογραμμίζει συνεχώς το τελευταίο διάστημα ο πρόεδρος των τουριστικών επιχειρήσεων Γιάννης Ρέτσος, ο οποίος όπως χαρακτηριστικά είπε κι από το βήμα του πρόσφατου συνεδρίου του Συνδέσμου, «το αφήγημα να φέρουμε περισσότερους τουρίστες έχει τελειώσει». Πλέον, το 68% των τουριστών θέλει καταλύματα φιλικά προς το περιβάλλον που θα κάνουν χρήση Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, με πράσινες πιστοποιήσεις κλπ. Χαρακτηριστικό γεγονός της ευαισθησίας των ταξιδιωτών είναι και η αποχή των Σκανδιναβών να κάνουν χρήση των αεροπλάνων, λόγω των υψηλών εκπομπών ρύπων, όπως αναφέρθηκε στο πρόσφατο συνέδριο του Economist για την αειφορία, που επικεντρώθηκε στην αειφορία και τη βιωσιμότητα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν στο Συνέδριο του ΣΕΤΕ, οι επισκέπτες στην Ελλάδα το 2018 (μαζί με τους επισκέπτες κρουαζιέρας), ξεπέρασαν τα 33 εκατομμύρια. Κατά μέσο όρο η δαπάνη ανά τουρίστα ανήλθε σε 520 ευρώ, ενώ ο καθένας άφησε πίσω του...2 κιλά σκουπίδια. Στοιχεία που στόχο έχουν να προβληματίσουν και να αποτελέσουν το ερέθισμα για παρεμβάσεις στο σκέλος των υποδομών της χώρας. «Αν θέλουμε να συνεχίζει να αναπτύσσεται η τουριστική βιομηχανία της χώρας, το τουριστικό προϊόν θα πρέπει να ωριμάσει», σημειώνει ο κ. Ρέτσος. «Πώς δηλαδή θα βελτιωθούν οι υποδομές των προορισμών και πώς ο κλάδος συνολικά θα στρέψει το βλέμμα στις διεθνείς τάσεις της παγκόσμιας τουριστικής σκηνής», όπως είπε και σε πρόσφατη συνέντευξή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Το μοντέλο ήλιος και θάλασσα ασφαλώς θα συνεχίσει να είναι ο πυρήνας του συγκριτικού πλεονεκτήματος της Ελλάδας, ωστόσο αυτό, όπως τονίζεται, θα πρέπει να εμπλουτιστεί και να αποκτήσει και οικολογικό αποτύπωμα. Προς αυτή την κατεύθυνση ο υπουργός Τουρισμού, Χάρης Θεοχάρης, από τον Economist έκανε λόγο για ένα νέο στρατηγικό σχέδιο που θα είναι αποτέλεσμα διαβούλευσης με τους φορείς του τουρισμού, ώστε "να μιλάμε" για νέα τουριστικά προϊόντα που το οικολογικό αποτύπωμα δεν θα επιβαρύνει το φυσικό περιβάλλον.
Δανία και Λουμπλιάνα: Θετικά πρότυπα πράσινης τουριστικής ανάπτυξης
Η ικανοποίηση του επισκέπτη της Ελλάδας σε πολύ μεγάλο βαθμό περνάει μέσα από την κατάσταση των υποδομών στους ελληνικούς προορισμούς. Η εικόνα της Κέρκυρας, της Άνδρου με εικόνες σκουπιδιών σε θάλασσα και σε αστικό ιστό κάθε άλλο παρά διαφήμισαν την Ελλάδα στο εξωτερικό το καλοκαίρι. Ειδικά το σκέλος της διαχείρισης των απορριμάτων εξακολουθεί να είναι το μείζον ζήτημα για την τοπική αυτοδιοίκηση της χώρας. Παράδειγμα προς μίμηση είναι η Δανία, που πριν λίγες ημέρες έθεσε σε λειτουργία ένα οραματικό έργο. Πρόκειται για το «Copenhill» ένα εργοστάσιο καύσης απορριμμάτων που βρίσκεται στην καρδιά της πόλης, μόλις 1,5 χιλιόμετρο από το βασιλικό παλάτι. Από το βήμα του συνεδρίου του ΣΕΤΕ ο Πάτρικ Γκούσταβσον, διευθυντής του εργοστασίου, επεσήμανε ότι πρόκειται για ένα τεχνητό βουνό με πλούσια βλάστηση, πεδίο αναρρίχησης και πίστα για σκι και δημιουργήθηκε προκειμένου να κρύψει τον όγκο του κτιρίου. Στο εσωτερικό του στεγάζονται τα μηχανήματα καύσης και ανακύκλωσης των απορριμάτων.
Ορμώμενος από το γεγονός ότι το 30% των Δανών είναι λάτρεις του σκι, αναζητώντας ορεινά χιονοδρομικά καταφύγια εκτός της χώρας τους, εμπνεύστηκε και υλοποίησε ένα οραματικό έργο για ολόκληρη τη χώρα. Το εν λόγω εργοστάσιο παρέχει θέρμανση σε 150.000 νοικοκυριά με μηδενικές σχεδόν εκπομπές ρύπων δημιουργώντας ταυτόχρονα έναν τουριστικό προορισμό που μόλις σε λίγες μέρες λειτουργίας έχει προσελκύσει 57.000 Δανούς σκιέρ. Η πίστα του σκι είναι κατασκευασμένη με τεχνητό υλικό που μοιάζει με γκαζόν, αλλά προσφέρει αίσθηση χιονιού και την ίδια στιγμή μονοπάτια με δένδρα και θάμνους συνθέτουν την ειδυλλιακή εικόνα του Copenhill. Για να φτάσουν ωστόσο, τα απορρίματα στο εργοστάσιο, αυτά συλλέγονται από 7 διαφορετικούς κάδους που έχουν στη διάθεση τους οι κάτοικοι της Δανίας. Είναι τέτοια η ζήτηση για την εκμετάλλευση των απορριμάτων, όπου η Αγγλία πληρώνει για να μεταφέρει σκουπίδια προς το Copenhill. Σε κάθε περίπτωση εκτιμάται ότι θα οδηγούνται σε καύση 400.000 τόνοι αστικών απορριμμάτων ετησίως στη μονάδα.
Απαντώντας στις προκλήσεις της εποχής η Λιουμπλιάνα, που ενώ ήταν κάποτε ένα κρυμμένο διαμάντι και έπαψε να είναι την τελευταία δεκαετία, απόροια των αυξημένων τουριστικών ροών σύμφωνα με την διευθύνουσα σύμβουλο του Τουριστικού Συμβουλίου της Λιουμπλιάνα Petra Stušek, έστρεψε το βλέμα στη βιώσιμη ανάπτυξη. Με όσα είπε η κυρία Stušek, από το βήμα του συνεδρίου του ΣΕΤΕ, προκειμένου να αντιμετωπίσει την αυξημένη τουριστική κίνηση αλλά και να έχει λιγότερο δυσαρεστημένους κατοίκους, έκανε στροφή σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειες. Την ίδια στιγμή έκανε χρήση νέων τεχνολογικών καινοτομιών ώστε να επιτύχει διασπορά των επισκεπτών και παράλληλα έκλεισε το κέντρο της πόλης για τα αυτοκίνητα. Τέλος προέβη στη σχεδίαση μηχανισμών για μηδενικά απορρίμματα και δημιούργησε υποδομές, ώστε η πόλη να είναι προσβάσιμη για όλους.