Τους κινδύνους που απορρέουν για την οικονομία της ευρωζώνης από το δεύτερο κύμα της πανδημίας, αλλά και τις απειλές για το τραπεζικό σύστημα, υπογραμμίζει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στα συμπεράσματα που δημοσίευσε μετά τον έλεγχο στην οικονομία της ευρωζώνης βάσει του Άρθρου IV του καταστατικού του.
Το κεντρικό συμπέρασμα των ανακοινώσεων του Ταμείου είναι ότι «η ανάκαμψη απειλείται από το μεγάλο, συνεχιζόμενο δεύτερο κύμα του ιού και τεράστιες προκλήσεις πολιτικής για την αντιμετώπιση της πανδημίας και τη διευκόλυνση μιας βιώσιμης ανάκαμψης βρίσκονται μπροστά μας, ενώ οι πρόσφατες θετικές εξελίξεις για τα εμβόλια δείχνουν το φως στο βάθος του τούνελ».
Όπως εξηγεί το Ταμείο:
- Τα αυξανόμενα κρούσματα και τα εκ νέου επιβαλλόμενα lockdown έχουν βλάψει την εμπιστοσύνη και έχουν μειώσει την κινητικότητα, ενώ το καλύτερο από το αναμενόμενο αποτέλεσμα ανάπτυξης κατά το γ' τρίμηνο του 2020 πιθανότατα θα ακολουθηθεί από ασθενέστερη οικονομική δραστηριότητα το τέταρτο τρίμηνο.
- Εάν η δυναμική της πανδημίας δεν αλλάξει σημαντικά τους επόμενους μήνες, η ανάπτυξη το πρώτο τρίμηνο του 2021 αναμένεται να είναι ασθενέστερη από τις προβλέψεις που έγιναν από το Ταμείο τον Οκτώβριο.
- Οι προοπτικές υπόκεινται σε ακραία αβεβαιότητα. Οι κίνδυνοι κυριαρχούνται από τη δυναμική της πανδημίας. Παραμένουν σαφώς καθοδικές μέχρι τις αρχές του 2021, αλλά οι πρόσφατες ελπιδοφόρες ειδήσεις για την ανάπτυξη εμβολίων δημιουργούν προοπτικές ανοδικής υπέρβασης των προβλέψεων για την ανάπτυξη, καθώς η ταχεία και ευρεία παράδοση ασφαλών και αποτελεσματικών εμβολίων θα μπορούσε πιθανότατα να ωθήσει μια γρήγορη αποκατάσταση της ομαλότητας.
Σε αυτό το πλαίσιο, το Ταμείο καλεί τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να συνεχίσουν να παρέχουν ευρεία στήριξη για περισσότερο χρόνο από όσο είχε αρχικά προβλεφθεί: «Οι εθνικές δημοσιονομικές πολιτικές αποτέλεσαν κρίσιμη άμυνα κατά της πανδημίας, μειώνοντας σημαντικά τον οικονομικό και κοινωνικό αντίκτυπό της, παρέχοντας κρίσιμη στήριξη στους εργαζόμενους και τις επιχειρήσεις. Η απόσυρση αυτής της στήριξης πολύ σύντομα θα κινδύνευε να εκτροχιάσει την ανάκαμψη. Στο μέλλον, όμως, τα προγράμματα στήριξης θα πρέπει να γίνουν πιο επιλεκτικά και να δοθεί προτεραιότητα στα νοικοκυριά που πλήττονται περισσότερο από την κρίση και στις επιχειρήσεις που είναι πιθανότερο να αποδειχθούν βιώσιμες μετά το τέλος της πανδημίας».
Εάν οι προοπτικές επιδεινωθούν περαιτέρω, θα χρειαστεί ακόμη μεγαλύτερη δημοσιονομική στήριξη, υπογραμμίζει το Ταμείο, κάτι θα μπορούσε να δημιουργήσει δυσμενείς αντιδράσεις από την αγορά έναντι των χωρών με ήδη υψηλά επίπεδα χρέους (σ.σ.: όπως η Ελλάδα).
Το Ταμείο ξεκαθαρίζει ότι δεν είναι ώρα για να επανέλθουν σε ισχύ οι αυστηροί ευρωπαϊκοί, δημοσιονομικοί κανόνες. «Η ρήτρα διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης θα πρέπει να παραταθεί έως ότου καθοριστεί οριστικά η ανάκαμψη», αναφέρει. Επισημαίνει, μάλιστα, ότι «αυτή θα μπορούσε επίσης να είναι η κατάλληλη στιγμή για τη μεταρρύθμιση των δημοσιονομικών κανόνων της ΕΕ».
Όπως εξηγεί το ΔΝΤ, «οι ηγέτες της ΕΕ θα πρέπει να αναθέσουν στην Επιτροπή να προτείνει θεμελιώδεις μεταρρυθμίσεις στους κανόνες στο πλαίσιο της αναθεώρησης του δημοσιονομικού πλαισίου. Οι μεταρρυθμίσεις θα πρέπει να αποσκοπούν στην απλούστευση των ισχυόντων κανόνων, καθιστώντας τους ευκολότερους στην επικοινωνία και την επιβολή τους».
Το Ταμείο κρίνει «κατάλληλα τολμηρή» την αντίδραση της ΕΚΤ στη νέα κρίση, τονίζοντας όμως ότι μπορεί να χρειασθεί περαιτέρω στήριξη της οικονομίας με μέτρα νομισματικής πολιτικής. Γι' αυτό και επισημαίνεται ότι είναι ευπρόσδεκτη η δέσμευση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ να ρυθμίσει εκ νέου τα μέσα πολιτικής του στην επόμενη συνεδρίαση, τον Δεκέμβριο.
Οι συστάσεις για τις τράπεζες
Το Ταμείο εκφράζει την ανησυχία του για την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών, τονίζοντας ότι θα πρέπει να γίνουν stress test το 2021 και, εάν χρειάζεται, να προχωρήσουν τράπεζες σε προληπτικές ανακεφαλαιοποιήσεις. Όπως σημειώνει, τα μέτρα που έχουν ληφθεί από τις αρχές έχουν δώσει ως τώρα αυξημένα περιθώρια στις τράπεζες για να στηρίξουν την οικονομία, όμως ήδη έχουν αρχίσει να υιοθετούν αυστηρότερους κανόνες δανεισμού, καθώς αυξάνεται η αποστροφή κινδύνου και λήγουν οι κρατικές εγγυήσεις και οι αναστολές πληρωμής δανείων.
«Ενώ η κεφαλαιοποίηση των τραπεζών είναι κατάλληλα υψηλή», το Ταμείο προειδοποιεί ότι «μια ευρύτερη επιδείνωση της ποιότητας του ενεργητικού είναι πιθανό να μειώσει τη δανειοδοτική ικανότητα των τραπεζών μέσω του αντικτύπου της στα κέρδη και τα κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας. Μια βραδύτερη ανάκαμψη θα μπορούσε να οδηγήσει σε σημαντικές κεφαλαιακές ελλείψεις. Οι τράπεζες που αντιμετωπίζουν κεφαλαιακές ελλείψεις θα πρέπει να παρουσιάσουν ρεαλιστικά σχέδια για την αποκατάσταση του κεφαλαίου. Τα stress test σε όλο το σύστημα το επόμενο έτος θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τον εντοπισμό κεφαλαιακών ελλείψεων στο πλαίσιο ενός καθοδικού σεναρίου, βοηθώντας στην εξασφάλιση της δυνητικά αναγκαίας στήριξης των τραπεζών μέσω προληπτικών ανακεφαλαιοποιήσεων».
Το Ταμείο αναγνωρίζει ότι υπάρχουν λειτουργικά και πολιτικά εμπόδια που δεν επιτρέπουν να προχωρήσει η δημιουργία μιας ευρωπαϊκής bad bank, για να επιταχυνθεί η εκκαθάριση προβληματικών δανείων, σημειώνει όμως ότι σε εθνικό επίπεδο θα ήταν χρήσιμες οι κακές τράπεζες, ιδιαίτερα εάν διασυνδέονταν μεταξύ τους.