Σε εξέλιξη βρίσκεται κύκλος επαφών και διαβουλεύσεων μεταξύ όλων των εμπλεκομένων μερών, με στόχο να διασφαλιστεί ότι το σχέδιο κρατικών εγγυήσεων «Ηρακλής», μπορεί να χρησιμοποιηθεί με τρόπο ωφέλιμο για τις τράπεζες, στην κατεύθυνση της ταχύτερης εξυγίανσης των τραπεζικών ισολογισμών.
Όπως σημειώνουν τραπεζικές πηγές, το σχέδιο «Ηρακλής» για να είναι λειτουργικό και αποτελεσματικό θα πρέπει να ικανοποιεί ταυτόχρονα τρεις συνθήκες:
- Να επιτρέπει στις τράπεζες να πραγματοποιήσουν μεγάλες συναλλαγές πώλησης μη εξυπηρετούμενων δανείων με τρόπο ωφέλιμο σε όρους κεφαλαιακής επάρκειας. Έτσι, για να έχει νόημα για μια τράπεζα η συμμετοχή στο σχέδιο θα πρέπει το κεφαλαιακό όφελος που θα αποκομίσουν από την συναλλαγή να είναι μεγαλύτερο από το κόστος των προμηθειών που θα κληθούν να καταβάλλουν για τις κρατικές εγγυήσεις.
- Όλες οι τεχνικές πτυχές, θα πρέπει να λάβουν το πράσινο φως από την πανίσχυρη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της ΕΕ (DGComp) και να μην θεωρηθεί ότι οι κρατικές εγγυήσεις αποτελούν κρατική ενίσχυση, που απαγορεύονται δια ροπάλου. Δεδομένου ότι το σχέδιο έχει εγκριθεί, αποτελεί δυσεπίλυτο ζήτημα, πώς και γιατί η DGComp να δεχθεί αλλαγές και αποκλίσεις στο σχέδιο που ενέκρινε, προκειμένου να ικανοποιηθούν οι άλλες πλευρές της εξίσωσης.
- Τον τελευταίο λόγο, ο οποίος θα καθορίσει την επιτυχία ή αποτυχία του σχεδίου, θα έχει ο επόπτης, δηλαδή η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δια μέσου του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (SSM). Το κρίσιμο ερώτημα είναι πώς θα αντιμετωπίσει εποπτικά ο SSM τις τιτλοποιήσεις και τα ομόλογα που θα εκδοθούν στο πλαίσιο της συναλλαγής. Θα δεχθεί ότι το κομμάτι των εγγυήσεων είναι μηδενικού ρίσκου ή όχι; Αν όχι, που θα θέσει το επίπεδο της στάθμισης του κινδύνου στο 10%, στο 20% ή 50%; Τραπεζικές πηγές σημειώνουν στο Business Daily ότι το πλέον κρίσιμο σημείο είναι το εάν η ΕΚΤ δεχθεί το risk weight στο 0% για τις κρατικές εγγυήσεις. Σε διαφορετική περίπτωση οι τράπεζες θα πρέπει να διενεργήσουν πρόσθετες προβλέψεις, ανάλογα του ύψους κινδύνου που θα ορίσει ο επόπτης, με κίνδυνο να πληγεί η κεφαλαιακή τους επάρκεια.
Αν δεν ικανοποιούνται ταυτόχρονα και οι τρεις παραπάνω συνθήκες, τότε το σχέδιο «Ηρακλής» θα αποδειχθεί μια ακόμα χαμένη ευκαιρία για τις τράπεζες και τη χώρα.
Το μεγάλο λάθος του υφυπουργού οικονομικών Γιώργου Ζαββού ήταν ότι όλο το προηγούμενο διάστημα ασχολήθηκε μόνον με το σκέλος της DGComp και, ειδικότερα, πώς το σχέδιο θα εγκριθεί από τις ευρωπαϊκές αρχές, αδιαφορώντας τόσο για το πρακτικό σκέλος των συναλλαγών, πώς δηλαδή αυτές θα είναι ωφέλιμες για τις τράπεζες, όσο και για την στάση της ΕΚΤ. Όπως αποκάλυψε το Business Daily, για λόγους αδιευκρίνιστους, ο κ. Ζαββός απέκλεισε από τη διαδικασία τις τράπεζες, ενώ απέφυγε την παραμικρή συνεννόηση με την Τράπεζα της Ελλάδος και την ΕΚΤ, για τις τεχνικές λεπτομέρειες του σχεδίου, ώστε να εξασφαλιστεί ότι το σχέδιο θα είχε θετική εποπτική αντιμετώπιση.
Το έλλειμμα συνεργασίας, και ο κίνδυνος το σχέδιο «Ηρακλής» να καταλήξει σε φιάσκο, προκάλεσε την δυναμική παρέμβαση του Υπουργού Οικονομικών Χρήστου Σταϊκούρα ο οποίος προχώρησε αμέσως σε αλλαγή στρατηγικής ζητώντας, και επιβάλλοντας, την άμεση συμμετοχή όλων των εμπλεκομένων μερών, δηλαδή των τραπεζών, της ΤτΕ και της ΕΚΤ, στη διαδικασία. Μετά την παρέμβαση Σταϊκούρα το σχέδιο μπήκε σε νέα βάση με μια μεγάλη κινητοποίηση τις τελευταίες δύο εβδομάδες με τη συμμετοχή της ΤτΕ και των τραπεζών, με στόχο, έστω και στο «παρά ένα», να εξασφαλιστούν οι τρεις αναγκαίες συνθήκες για την επιτυχία του σχεδίου.
Ωστόσο οι πάντες κρατούν μικρό καλάθι, καθώς από τη στιγμή που η DGComp ενέκρινε το σχέδιο, είναι πολύ δύσκολο να αλλάξει τη θέση της ώστε να υπάρξουν τροποποιήσεις που θα εξασφαλίζουν τις άλλες δυο αναγκαίες προϋποθέσεις: το να είναι ωφέλιμες για τις τράπεζες οι συναλλαγές και να αντιμετωπιστούν θετικά από τον επόπτη.