Μια μεγάλη επενδυτική «ένεση» στην οικονομία, που ταυτόχρονα θα ανοίξει αντίστοιχο χώρο στον προϋπολογισμό του 2020 για να χαλαρώσει η δημοσιονομική πολιτική, διεκδικεί η κυβέρνηση από το Eurogroup, που θα συνεδριάσει τον Δεκέμβριο για να εξετάσει το ελληνικό αίτημα και ήδη επικρατεί αισιοδοξία στους κυβερνητικούς κύκλος ότι αυτό θα εγκριθεί.
Στον απόηχο της κατ' αρχήν έγκρισης του ελληνικού προϋπολογισμού από την Κομισιόν, ο υπουργός Οικονομικών, Χρήστος Σταϊκούρας, εμφανίσθηκε, μιλώντας στο Bloomberg, αισιόδοξος ότι θα συμφωνηθεί σύντομα η διάθεση των κονδυλίων που θα λάβει η χώρα το 2020 από τις κεντρικές τράπεζες, ως επιστροφή κερδών από ελληνικά ομόλογα, για τη χρηματοδότηση επενδύσεων. Σημειώνεται ότι πρόκειται για ένα ποσό της τάξεως των 1,2 δισ. ευρώ, που έχει συμφωνηθεί να εκταμιεύεται όσο η Ελλάδα εφαρμόζει με συνέπεια το μεταμνημονιακό πρόγραμμά της, σε καθεστώς ενισχυμένης επιτήρησης.
«Η μακροοοικονομική μας στρατηγική βασίζεται στην αύξηση του σχηματισμού παγίου κεφαλαίου (σ.σ.: αύξηση επενδύσεων). Η Ελλάδα και οι εταίροι της θα πρέπει να εξερευνήσουν κάθε δρόμο που μπορεί να οδηγεί σε ένα θετικό επενδυτικό σοκ», τόνισε στο Bloomberg ο κ. Σταϊκούρας και εξήγησε ότι γίνονται αυτή την περίοδο συζητήσεις με τους Θεσμούς των δανειστών για συγκεκριμένα επενδυτικά πεδία, στα οποία θα διοχετευθούν τα ποσά από τις επιστροφές κερδών από τις κεντρικές τράπεζες, στο πλαίσιο της σχετικής απόφασης που εξέδωσε το Eurogroup του Ιουνίου 2018.
Μάλιστα, για πρώτη φορά ο κ. Σταϊκούρας εμφανίσθηκε δημόσια αισιόδοξος ότι αυτή η συζήτηση θα έχει θετική κατάληξη. «Οι συνθήκες ωριμάζουν, οι αποφάσεις αναμένονται μέσα στους επόμενους μήνες», τόνισε χαρακτηριστικά ο υπουργός Οικονομικών, «φωτογραφίζοντας» τη συνεδρίαση Δεκεμβρίου του Eurogroup, στη διάρκεια της οποίας, εφόσον έχει ολοκληρωθεί έγκαιρα η τέταρτη μεταμνημονιακή αξιολόγηση, θα είναι δυνατόν να συζητηθεί και το θέμα της διαχείρισης των κονδυλίων από τις κεντρικές τράπεζες.
Η στρατηγική της κυβέρνησης
Η ελληνική κυβέρνηση φαίνεται ότι δεν θέλει να «ταράξει τα νερά», ζητώντας από το Eurogroup να τροποποιηθεί η απόφαση του Ιουνίου 2018, σύμφωνα με την οποία τα κέρδη από τις κεντρικές τράπεζες, τα οποία δεν υπολογίζονται στο δημοσιονομικά αποτέλεσμα, σύμφωνα με τους κανόνες της ενισχυμένης επιτήρησης, μπορούν να αξιοποιούνται για επενδύσεις, μόνο υπό τον όρο ότι αυτές εγκρίνονται εκ των προτέρων από το Eurogroup.
Άλλωστε, το μήνυμα που έλαβε η ελληνική πλευρά εξαρχής από τις Βρυξέλλες έλεγε ότι καλό θα είναι αποφύγει, στην παρούσα φάση, ένα αίτημα για αναθεώρηση αποφάσεων του Ιουνίου 2018, οι οποίες, ως γνωστόν, ήταν αποτέλεσμα μακρών και επίπονων διαβουλεύσεων.
Η εναλλακτική λύση που προτείνει η κυβέρνηση και δεν προϋποθέτει αλλαγές στην απόφαση, είναι για το 2020 να εγκριθεί από το Eurogroup η χρηματοδότηση ενός μέρους της συνολικής δημόσιας δαπάνης για επενδύσεις από τα κέρδη των κεντρικών τραπεζών. Έτσι, σύμφωνα με την ελληνική επιχειρηματολογία, θα είναι ευκολότερο να ξεπερασθεί ένα μόνιμο πρόβλημα των τελευταίων ετών, που επισημαίνεται συνεχώς από τους Θεσμούς, δηλαδή ότι ο προϋπολογισμός δημοσίων επενδύσεων όχι μόνο έχει μειωθεί, αλλά και δεν εκτελείται πλήρως.
Εάν επιτραπεί αυτά τα έσοδα από τις κεντρικές τράπεζες να χρηματοδοτήσουν δημόσιες επενδύσεις, αντίστοιχα μειωμένη θα είναι η δαπάνη από εθνικά κονδύλια για το 2020, κάτι που σημαίνει ότι θα ανοίξει χώρος στον προϋπολογισμό, ώστε να εξαλειφθεί κάθε κίνδυνος απόκλισης από το στόχο για πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ και ενδεχομένως να μπορέσει η κυβέρνηση να λάβει και άλλα τονωτικά μέτρα για την οικονομία.
Η τονωτική «ένεση» στις επενδύσεις θα κάνει, εξάλλου, πολύ ευκολότερη και την επίτευξη του κεντρικού στόχου της μακροοικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης, που δεν είναι άλλος από την θεαματική ενίσχυση των επενδύσεων, ώστε να γίνουν ατμομηχανή της οικονομικής ανάπτυξης.
Όπως φαίνεται καθαρά από τις προβλέψεις που περιλαμβάνονται στο κείμενο του προϋπολογισμού που υποβλήθηκε στην Κομισιόν, η κυβέρνηση προσβλέπει σε μια αύξηση των (δημόσιων και ιδιωτικών) επενδύσεων κατά 13,4% το 2020. Οι επενδύσεις («gross fixed capital formation», στον πίνακα) είχαν συρρικνωθεί ανησυχητικά το 2018, κατά 12,2%, προβλέπεται να αυξηθούν κατά 8,8% φέτος, ενώ το 2020 θα είναι το έτος δραστικής επιτάχυνσης, με διψήφιο ποσοστό αύξησης.