Τριπλό όφελος για την ενεργειακή και περιβαλλοντική θωράκιση των νησιών, την ανάπτυξη των ΑΠΕ και για την τσέπη όλων των καταναλωτών, έχει η ηλεκτρική τους διασύνδεση με την ηπειρωτική χώρα, όπως αυτή που εγκαινιάστηκε χθες, της Νάξου με τη Μύκονο και την Πάρο.
Το τέλος των συχνών κάθε καλοκαίρι μπλακ άουτ, όπου τα ταλαιπωρημένα πετρελαϊκά εργοστάσια της ΔΕΗ αδυνατούν να καλύψουν τις ανάγκες εκατομμυρίων τουριστών, είναι το πρώτο κέρδος. Το δεύτερο αφορά το σβήσιμο των ρυπογόνων φουγάρων και εκτός από περιβαλλοντικό, σημαίνει οφέλη για την ΔΕΗ, που παύει να υφίσταται την επιβάρυνση από την προμήθεια πετρελαίου.
Το τρίτο αφορά την τσέπη μας και έχει δύο διαστάσεις: αφενός ότι θα πάψουμε να πληρώνουμε στην περίπτωση των Κυκλάδων 100 εκατ. ευρώ το χρόνο, μέσω των Υπηρεσιών Κοινής Ωφέλειας (ΥΚΩ), για να επιδοτούμε το ρεύμα στους νησιώτες, αφετέρου το επικείμενο μπαράζ επενδύσεων στα νησιά σε αιολικά και φωτοβολταϊκά.
Κάθε κιλοβατώρα που παράγει η ΔΕΗ σε ένα μη διασυνδεδεμένο νησί, της κοστίζει 2, 5 ή και 15 φορές πάνω από το μέσο κόστος παραγωγής της πανελλαδικά. Στοιχεία κόστους του καλοκαιριού έδειξαν ότι, ενώ το ρεύμα που καίει ένα νοικοκυριό με μέση κατανάλωση 1.300 κιλοβατώρες το τετράμηνο στην Αττική, κόστιζε για να παραχθεί σχεδόν 350 ευρώ το χρόνο, στην Ρόδο έφτανε για παράδειγμα τα 900 ευρώ.
Στην Μυτιλήνη υπερέβαινε τα 1.100 ευρώ και στην Γαύδο ξεπερνούσε τα 3.400 ευρώ. Και η απάντηση στο ερώτημα ποιος καλύπτει τις εξωφρενικές αυτές διαφορές 500% και 1000% πάνω από το μέσο πανελλαδικό κόστος της ΔΕΗ, είναι όλοι εμείς. Καταβάλλουμε κάθε χρόνο μέσω των ΥΚΩ περί τα 100 εκατ ευρώ για τις Κυκλάδες και 700 εκατ ευρώ συνολικά (εκ των οποίων 400 εκατ μόνο για την Κρήτη), προκειμένου να έχουν οι νησιώτες την δυνατότητα να απολαμβάνουν ρεύμα στις ίδιες τιμές με αυτές των κατοίκων της Πάτρας, της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας.
Τα καινούργια έργα ΑΠΕ και τα νησιά
Διαιρώντας αυτά τα 100 εκατ. ή 700 εκατ. ευρώ με το σύνολο των καταναλωτών, τα οφέλη είναι μικρά. Θα γίνουν μεγάλα, όταν χάρη στις διασυνδέσεις, θα αυξηθούν στα νησιά οι επενδυτές ΑΠΕ, καθώς θα μπορούν πλέον μέσω των διασυνδέσεων να πωλούν το ρεύμα τους σε όλη την χώρα. Τι σημαίνει αυτό στην πράξη και γιατί μας αφορά; Διότι όσο αυξάνεται στην χώρα η διείσδυση των ΑΠΕ, τόσο θα μειώνεται η χονδρεμπορική τιμή στο ρεύμα, άρα τελικά και η λιανική τιμή.
Κάποιοι θεωρούν ότι οι ΑΠΕ είναι πολύ ακριβές. Στην πραγματικότητα αυτό αφορά τις παλαιές επενδύσεις, όχι όμως και τις νέες. Στα φωτοβολταϊκά, για παράδειγμα, η πρόοδος της τεχνολογίας έχει μειώσει κατά 90% το κόστος της κιλοβατώρας την τελευταία δεκαετία. Στην τελευταία δημοπρασία της ΡΑΕ τον Ιούλιο, οι τιμές για τα φωτοβολταικά διαμορφώθηκαν μεταξύ 45,8 και 62,45 ευρώ η μεγαβατώρα, ενώ για τα αιολικά ανάμεσα σε 53,86 και 57,7 ευρώ. Συγκρίνοντας τις τιμές αυτές με εκείνες των υπολοίπων τεχνολογιών, προκύπτει ότι ενώ τα νέα φωτοβολταϊκά και αιολικά κινούνταν μεταξύ 45 και 62 ευρώ η μεγαβατώρα, την ίδια περίοδο το κόστος παραγωγής από λιγνίτη βρισκόταν σταθερά στα 90-100 ευρώ η μεγαβατώρα, ενώ το αντίστοιχο από φυσικό αέριο ήταν στα 50-55 ευρώ.
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Ότι όσο θα μπαίνουν στο σύστημα νέα έργα ΑΠΕ, των οποίων οι τιμές διαμορφώνονται μέσω των δημοπρασιών και επηρεάζονται λιγότερο από τα κόστη του παρελθόντος και τις παλαιές εγγυημένες ταρίφες, τόσο θα κατεβαίνει και η μέση χονδρεμπορική τιμή. Όντως σήμερα είναι μια από τις υψηλότερες στην Ευρώπη (44,49 ευρώ/ μεγαβατώρα). Σύμφωνα με στοιχεία πρώτου εξαμήνου, αυτή είχε διαμορφωθεί περίπου στα 42,5 ευρώ κατά περίπου 8,5-10,5 ευρώ πάνω από την αντίστοιχη στα Βαλκάνια και την Ιταλία, (32-34 ευρώ η μεγαβατώρα) και γύρω στα 20 ευρώ υψηλότερα απ' ότι στην Γερμανία (22,8 ευρώ), μια από τις χώρες με τις χαμηλότερες τιμές χονδρικής πανευρωπαικά.
Εν αναμονή target model
Στρεβλώσεις, που μαζί με την έναρξη λειτουργίας του νέου μοντέλου ενεργειακής αγοράς, του λεγόμενου target model, το οποίο η Ελλάδα καλείται να εφαρμόσει, μετά από πολλές καθυστερήσεις, την 1η Νοεμβρίου, αναμένεται να απαλειφθούν. Στο εξής τα έργα ΑΠΕ θα εντάσσονται στην αγορά χωρίς προστατευτισμούς, οι διάφοροι μηχανισμοί ενισχύσεων που ισχύουν για τις συμβατικές μονάδες ηλεκτροπαραγωγής καταργούνται, ενώ η βιομηχανία θα μπορεί να συνάπτει διμερή συμβόλαια, όπως κάνουν οι ανταγωνιστές της στην Ευρώπη, προκειμένου να πετύχει καλύτερες τιμές ρεύματος. Ένα μοντέλο, πολύ πιο ανταγωνιστικό από το σημερινό, που μαζί με την ραγδαία μείωση του κόστους στην τεχνολογία των ΑΠΕ και την αναμενόμενη ραγδαία τους διείσδυση και στα νησιά, αναμένεται να οδηγήσει σε μείωση του ενεργειακού κόστους για τους καταναλωτές.