Στις διαφορετικές προσεγγίσεις στην αντιμετώπιση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, καθώς και στους κινδύνους, αλλά και τις ευκαιρίες, που επιφυλάσσουν οι εμπορικές και οι οικονομικές κυρώσεις, αναφέρθηκαν σε ομιλία τους εκ μέρους της EY, οι κ.κ. Γιάννης Δρακούλης, Επικεφαλής Τμήματος Ειδικών Ερευνών και Εταιρικής Συμμόρφωσης της EY Ελλάδος, και Κατερίνα Παυλάκη, AML / CFT Professional, Εξωτερική Σύμβουλος της ΕΥ Ελλάδος, στο πλαίσιο του 3rd Compliance Forum που διοργάνωσε η Palladian Conferences σε συνεργασία με τον Σύνδεσμο Επαγγελματιών Κανονιστικής Συμμόρφωσης Ελλάδος (ΣΕΚΑΣΕ), την Παρασκευή 2 Οκτωβρίου.
Συγκεκριμένα, σε σχετική ενότητα του συνεδρίου, οι ομιλητές αναφέρθηκαν στις δυο εναλλακτικές προσεγγίσεις στην αντιμετώπιση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας (Anti-Money Laundering / Combating the Finance of Terrorism – AML / CFT): την προσέγγιση με βάση τους κανόνες (rule-based approach), έναντι της προσέγγισης με βάση τον κίνδυνο (risk-based approach). Όπως εξήγησαν αναλυτικά, η διαφορά μεταξύ των δύο προσεγγίσεων έγκειται στο γεγονός ότι η rule-based προσέγγιση εξαντλείται στον έλεγχο υπακοής στους κανόνες, ενώ η risk-based προσέγγιση συνίσταται στον έλεγχο της αντίληψης και εκτίμησης του κινδύνου ανά περίπτωση, σε όλο το εύρος ενός οργανισμού, για τη λήψη τεκμηριωμένων αποφάσεων.
Και οι δύο προσεγγίσεις έχουν ενσωματωθεί στις εθνικές νομοθεσίες παγκοσμίως, τα τελευταία χρόνια, με κανόνες που οι υπόχρεοι οφείλουν να τηρούν, όπως αυτοί επιβάλλονται από τα ισχύοντα κανονιστικά και ρυθμιστικά πλαίσια. Ωστόσο, η συνύπαρξη διαφορετικών και, σε κάποιον βαθμό, αντίθετων προσεγγίσεων για τη δημιουργία συστημάτων AML / CFT, καθώς και την εφαρμογή τους, φέρνει στην επιφάνεια δυο σημαντικά ζητήματα. Συγκεκριμένα, οι διαφορετικές «φιλοσοφίες» των δύο προσεγγίσεων ενδέχεται να αναδεικνύουν και να ευνοούν τις διαφορές μεταξύ των κανονιστικών πλαισίων διαφορετικών χωρών, ενώ ενδέχεται, επίσης, να προκύψουν δυσκολίες σε διασυνοριακά περιστατικά, τόσο όσον αφορά τις υπόχρεες οντότητες, όσο και τις αρμόδιες αρχές.
Οι πρόσφατες εξελίξεις στα διεθνή και τα ευρωπαϊκά πρότυπα (λ.χ. η 4η και η 5η Οδηγία της ΕΕ για την Καταπολέμηση του Ξεπλύματος Χρήματος – AMLD), συγκλίνουν στην προσέγγιση με βάση τον κίνδυνο, χωρίς, ωστόσο, η προσέγγιση που βασίζεται σε κανόνες να αποκλείεται πλήρως. Οι ομιλητές υποστήριξαν ότι η προσέγγιση βάσει κινδύνου ενισχύει την ευελιξία που απαιτείται για να ληφθούν υπόψη οι ιδιαιτερότητες σε επίπεδο χωρών, ενώ, ταυτόχρονα, υπογράμμισαν ότι θα πρέπει να ευνοεί την ομοιομορφία μεταξύ των δικαιοδοσιών που την εφαρμόζουν αποτελεσματικά.
Ως παραδείγματα παραγόντων υψηλού κινδύνου στους οποίους εστιάζει η προσέγγιση με βάση τον κίνδυνο, οι ομιλητές ανέφεραν τις μεταβλητές κινδύνου (π.χ. η κανονικότητα και διάρκεια μίας επιχειρηματικής σχέσης), τους γεωγραφικούς παράγοντες κινδύνου (π.χ. χώρες στις οποίες έχουν επιβληθεί διεθνείς κυρώσεις), τους παράγοντες κινδύνου προϊόντος, υπηρεσίας, συναλλαγής ή καναλιού συναλλαγής (π.χ. νέα προϊόντα και νέες επιχειρηματικές πρακτικές), καθώς και τους παράγοντες κινδύνου πελατών (π.χ. εταιρείες με αδιαφάνεια ή / και πολυπλοκότητα στην εταιρική δομή ή με μετοχές στον κομιστή).
Σε επόμενη ενότητα με θέμα τις οικονομικές κυρώσεις και απαγορεύσεις, ο κος Δρακούλης και η κα Παυλάκη αναφέρθηκαν στις επιχειρηματικές ευκαιρίες και τους κρυμμένους κινδύνους σε περιβάλλοντα οικονομικών και εμπορικών κυρώσεων. Οι ομιλητές εξήγησαν ότι, τα τελευταία χρόνια, οι οικονομικές και εμπορικές κυρώσεις εξελίσσονται σε εργαλείο άσκησης γεωπολιτικής από τις κυβερνήσεις, με στόχους των κυρώσεων αυτών, μεταξύ άλλων, να αποτελούν άλλα κράτη, φυσικά και νομικά πρόσωπα, σκάφη και αεροσκάφη, καθώς και προϊόντα.
Οι κανόνες είναι περίπλοκοι και συνεχώς εξελισσόμενοι, ενώ το κόστος παραβίασής τους μπορεί να είναι υψηλό, επιφέροντας τόσο μακροοικονομικές, όσο και μικροοικονομικές επιπτώσεις. Η απώλεια περιουσιακών στοιχείων σε αναδυόμενες αγορές που γίνονται στόχος κυρώσεων και η μεγάλη οικονομική ζημιά λόγω φήμης, αποτελούν μερικούς μόνο από τους κύριους κινδύνους που επιφυλάσσουν οι επιβαλλόμενες κυρώσεις και απαγορεύσεις.
Κάθε οργανισμός που λειτουργεί διασυνοριακά πρέπει να εξετάζει προληπτικά τις επιπτώσεις πιθανών κυρώσεων στις επιχειρηματικές δραστηριότητές του, αλλά και να καταρτίζει σχέδια ασφαλούς λειτουργίας υπό καθεστώς κυρώσεων, λαμβάνοντας αποφάσεις που συνάδουν με τον επιχειρηματικό του στόχο.
Οι ομιλητές αναφέρθηκαν ειδικότερα στις Αρμόδιες Αρχές που επιβάλλουν τέτοιες κυρώσεις, στην επίδραση που, κατά περίπτωση, έχουν αυτές στην επιχειρηματικότητα, καθώς και το ενδεχόμενο να εμπλέκονται διαφορετικές δικαιοδοσίες, αναλόγως των κάθε φορά ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των επιχειρηματικών δράσεων. Μία παράμετρος που ενισχύει την πολυπλοκότητα των μέτρων αυτών, αφορά στην εφαρμογή του «κανόνα του 50%», βάσει του οποίου κάθε οντότητα που ανήκει στο σύνολό της, άμεσα ή έμμεσα, κατά 50% ή περισσότερο, σε ένα ή περισσότερα άτομα / οντότητες στα οποία έχουν επιβληθεί κυρώσεις από τις ΗΠΑ, γίνεται απευθείας στόχος κυρώσεων η ίδια, ανεξαρτήτως της έδρας της, τονίζοντας έτσι, όχι μόνο την πολυπλοκότητα, αλλά και τις παγίδες που ενέχει η εφαρμογή του κανόνα αυτού, καθώς δεν είναι διαθέσιμες επίσημες, συνολικές και αξιόπιστες βάσεις δεδομένων της ιδιοκτησιακής σύνθεσης οντοτήτων, με τους ομιλητές να κάνουν συγκεκριμένες αναφορές σε δύο πρόσφατα διεθνή επιχειρηματικά case studies που απασχόλησαν την επικαιρότητα. Σε αυτό το πλαίσιο, ο κος Δρακούλης και η κα Παυλάκη ανέλυσαν διεξοδικά τα σημεία στα οποία θα πρέπει να εστιάσει μια επιχείρηση πριν την επιβολή, κατά τη διάρκεια, αλλά και μετά την άρση κυρώσεων.
Τέλος, αναφερόμενος στο ζήτημα των κυρώσεων και των απαγορεύσεων, ο κος Δρακούλης σημείωσε ότι «οι κανόνες είναι ιδιαίτερα πολύπλοκοι και το κόστος συμμόρφωσης, πολύ συχνά, υψηλό. Ωστόσο, οι οργανισμοί δε χρειάζεται να δοκιμάσουν το κόστος της μη-συμμόρφωσης από πρώτο χέρι. Οι οργανισμοί που έχουν επιτυχώς χαρτογραφήσει την περιοχή δραστηριοποίησής τους, έχουν καλές πιθανότητες να κερδίσουν ένα κρίσιμο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα και να μετατραπούν οι ίδιοι σε επενδυτική ευκαιρία, καθώς οι επενδυτές αξιολογούν πλέον και τα συστήματα αντιμετώπισης κινδύνων».