Η παροχή ρευστότητας σε βιώσιμες επιχειρήσεις, η δημιουργία ενός νέου κύματος μη εξυπηρετούμενων δανείων και η αναγκαία βελτίωση του θεσμικού πλαισίου, ώστε να επιταχυνθεί η μείωση των «κόκκινων» δανείων απουτελούν τις τρεις μεγάλες προκλήσεις που θα πρέπει να αντιμετωπίσει το τραπεζικό σύστημα, σύμφωνα με τον διευθύνοντα σύμβουλο της Εθνικής Τράπεζας, Παύλο Μυλωνα.
Σε άρθρο του στην εφημερίδα Τα Νέα ο Παύλος Μυλωνάς, αναφέρετε στην οικονομική αλλά και κοινωνική παγκόσμια κρίση, που έχει προκαλέσει η πανδημία του κορονοϊού, και η οποία έχει επηρεάσει όλες τις πτυχές της καθημερινότητας,
Παράλληλα, σημειώνει τον καίριο ρόλο που θα διαδραματίσουν σε αυτή τη διαδρομή οι τράπεζες, οι οποίες θα έχουν όμως να αντιμετωπίσουν και τις δικές τους προκλήσεις. Επίσης, ο κ. Μυλωνάς αναλύει τις τρεις βασικές προκλήσεις για τον ελληνικό τραπεζικό τομέα το επόμενο διάστημα: την παροχή ρευστότητας σε βιώσιμες επιχειρήσεις, την πιθανότητα ενός νέου κύματος Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων, και την αναγκαία βελτίωση του θεσμικού πλαισίου.
«Οι τράπεζες θα διαδραματίσουν καίριο ρόλο σε αυτή τη διαδρομή, θα έχουν όμως να αντιμετωπίσουν και οι ίδιες τις δικές τους προκλήσεις. Θα αναφερθώ εν συντομία σε τρία θέματα που θεωρώ ότι αποτελούν τις βασικές προκλήσεις για τον ελληνικό τραπεζικό τομέα το επόμενο διάστημα. Πρώτον, η παροχή ρευστότητας σε βιώσιμες επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν δυσκολίες εξαιτίας της απότομης μείωσης των εσόδων τους. Δεύτερον, η πιθανότητα ενός νέου κύματος Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων, που θα προστεθούν στα ήδη υψηλά επίπεδα του ελληνικού συστήματος. Τέλος, η αναγκαία βελτίωση του θεσμικού πλαισίου, ώστε να επιταχυνθεί η μείωση των Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων».
Ο κ. Μυλωνάς σημείωσε ότι θα υπάρξει έλλειμμα ρευστότητας στις επιχειρήσεις ύψους 30 δισ. ευρώ το οποίο αντισταθμίζεται μερικώς από τη δέσμη μέτρων για τη στήριξη των επιχειρήσεων και της απασχόλησης, που προσθέτει 12 δισ. ευρώ ρευστότητα ενώ επιπλέον ρευστότητα 9 δισ. ευρώ προέρχεται από τα δύο προγράμματα εγγύησης δανείων. Επιπλέον σημειώνει ο επικεφαλής της Εθνικής, «οι τράπεζες έχουν προσφέρει τη δυνατότητα αναστολής πληρωμών δανείων μέχρι το τέλος του 2020 στους επιχειρηματικούς τομείς που έχουν πληγεί περισσότερο, καθώς και τη δυνατότητα άντλησης των εγκεκριμένων πιστωτικών ορίων τους».
«Οι προσπάθειες αυτές φαίνεται ότι ανταποκρίνονται στις ανάγκες χρηματοδότησης των επιχειρήσεων, προσφέροντας έτσι μια γέφυρα προς το 2021. Με δύο επιφυλάξεις όμως. Πρώτον, τα κεφάλαια πρέπει να κατευθυνθούν προς επιχειρήσεις που πραγματικά χρειάζονται τη στήριξη στη ρευστότητά τους. Δεν υπάρχουν περιθώρια για εσφαλμένη κατανομή πόρων. Δεύτερον, οι πελάτες που έχουν ήδη μη εξυπηρετούμενα δάνεια δεν θα έχουν πρόσβαση σε αυτού του είδους τη χρηματοδότηση, γεγονός που θα κάνει την εξυγίανσή τους ακόμη πιο δύσκολη».
Σε ότι αφορά το καίριο θέμα των Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων σημειώνει: «Η ανησυχία μας είναι ότι αυτό μπορεί να απέτρεψε νέα Μη Εξυπηρετούμενα Ανοίγματα το 2020 αλλά να οδηγήσει σε νέο κύμα το 2021. Το τέλος της αναστολής πληρωμών μπορεί να οδηγήσει τον δανειολήπτη σε αδιέξοδο, όταν ξαφνικά η δόση του δανείου του επανέλθει από μηδέν στο πλήρες ποσό της. Θεωρώ ότι ένα σημαντικό μερίδιο από τα €20 δισ. θα καταφέρουν να επανέλθουν. Παρ’ όλ’ αυτά, οι τράπεζες εξετάζουν – σε συνεργασία με τον επόπτη – το ενδεχόμενο σταδιακής επιστροφής στα κανονικά ποσά των δόσεων, σε μια προσπάθεια να βοηθήσουν ένα ποσοστό του συνόλου που χρειάζεται περισσότερο χρόνο για να ανταποκριθεί σε υποχρεώσεις προ πανδημίας – για παράδειγμα ζητώντας από τους δανειολήπτες να καταβάλουν το 50% της δόσης για το έτος 2021. Αναμφίβολα, κάποια Μη Εξυπηρετούμενα Ανοίγματα θα δημιουργηθούν, αλλά αυτά θα είναι ένα υποσύνολο των συνολικών οφειλετών που είχαν ζητήσει αναστολή πληρωμών».
Αναφορικά άρα με το ενδεχόμενο νέου κύματος Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων, η Τράπεζα της Ελλάδος έχει προβεί σε προκαταρκτικές εκτιμήσεις για περίπου €10 δισ., ή περίπου το ήμισυ των δανείων με αναστολή πληρωμών. Εάν οι εκτιμήσεις αυτές αποδειχθούν σωστές, τα νέα Μη Εξυπηρετούμενα Ανοίγματα είναι αντιμετωπίσιμα από τις ελληνικές τράπεζες. Επίσης, με την εφαρμογή της σταδιακής επιστροφής στην πλήρη δόση, πιστεύω ότι η δημιουργία νέων Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων μπορεί να είναι ακόμη μικρότερη».
«Τέλος, θέλω να αναφερθώ στο θεσμικό πλαίσιο και πιο συγκεκριμένα στον νέο Πτωχευτικό Νόμο που βρίσκεται ακόμη σε στάδιο επεξεργασίας. Είναι σημαντικό να λειτουργεί ομαλά ένα θεσμικό πλαίσιο, ώστε να διευθετούνται τα Μη Εξυπηρετούμενα Ανοίγματα γρήγορα, αποτελεσματικά και με δίκαιες λύσεις. Αυτό είναι ακόμη πιο κρίσιμο για την Ελλάδα όπου το επίπεδό τους είναι ιδιαίτερα υψηλό. Από αυτήν την άποψη, το συγκεκριμένο νομοσχέδιο είναι μια ευκαιρία να διορθωθούν πολλές στρεβλώσεις και ακαμψίες του υφιστάμενου θεσμικού πλαισίου. Οταν γίνονται τόσο ριζικές μεταρρυθμίσεις, ο κίνδυνος έγκειται στην έγκαιρη και αποτελεσματική εφαρμογή τους και η εμπειρία μάς έχει διδάξει ότι ένας νόμος που απαιτεί χρόνο για την εφαρμογή του είναι πιθανό στη μεταβατική περίοδο να επηρεάσει τη συμπεριφορά του οφειλέτη. Συγκεκριμένα ο νόμος συνδυάζει: i) εξωδικαστικούς διακανονισμούς, ii) πτωχευτικούς νόμους και iii) κοινωνική πολιτική και απαιτεί τη δημιουργία πολύπλοκων κρατικών υποδομών (πλατφόρμες, αλγόριθμους), ενώ συγχρόνως εξαρτάται και πάλι από την αποτελεσματικότητα των δικαστηρίων. Πιστεύω ότι πολλά από τα ζητήματα αυτά μπορούν να επιλυθούν και η συνεργασία των τραπεζών με τις Αρχές σε αυτό το θέμα έχει αποδειχθεί πολύ εποικοδομητική».
Υπενθυμίζεται ότι ο κ. Μυλωνάς έχει ασκήσει και άλλες φορές κριτική για το νέο πτωχευτικό πλαίσιο.