Σενάρια ακόμη και για ένα «χτύπημα» στους ισολογισμούς των ευρωπαϊκών τραπεζών πολύ μεγαλύτερο και από αυτό που δέχθηκαν με την κρίση του 2008 - 2009 έχει επεξεργασθεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, επιχειρώντας να προσεγγίσει τις πιθανές επιπτώσεις από την κρίση του κορονοϊού. Την ίδια ώρα, οι ανησυχίες των επενδυτών για τον ευρωπαϊκό τραπεζικό τομέα κορυφώνονται, βυθίζοντας μια «ανάσα» από το ιστορικό χαμηλό το δείκτη Stoxx Europe 600 Banks.
Καθώς η αβεβαιότητα που επικρατεί, ενόψει του δεύτερου κύματος της πανδημίας, δεν επιτρέπει ούτε κατά προσέγγιση προβλέψεις για τα νέα «κόκκινα» δάνεια που θα αφήσει πίσω της αυτή η κρίση, οι εποπτικές αρχές της Φρανκφούρτης καταρτίζουν διαφορετικά σενάρια για να προσεγγίσουν τις πιθανές επιπτώσεις και να προετοιμάσουν γραμμές άμυνας.
Το χειρότερο σενάριο που έχει επεξεργασθεί η ΕΚΤ προβλέπει μια άκρως επικίνδυνη για τις τράπεζες αύξηση του υπολοίπου των «κόκκινων» δανείων στα 1,4 τρισ. ευρώ, σύμφωνα με όσα ανέφερε την Παρασκευή ο Αντρέα Ενρία, επικεφαλής του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (SSM) της ΕΚΤ, μιλώντας σε εκπομπή του εθνικού ραδιοτηλεοπτικού φορέα της Ιρλανδίας, RTE.
Αν και πρόκειται για ένα ακραίο σενάριο με λίγες πιθανότητες επιβεβαίωσης και μόνο στην περίπτωση που ένα δεύτερο κύμα πανδημίας και περιοριστικών μέτρων εμποδίσει την ανάκαμψη των ευρωπαϊκών οικονομιών το 2021, εντούτοις θα πρέπει να σημειωθεί ότι σε περίπτωση επαλήθευσης αυτού του δυσμενούς σεναρίου οι ευρωπαϊκές τράπεζες θα βρεθούν σε μια κρίση πολύ χειρότερη από αυτήν που άρχισε το 2008 - 2009 και από την οποία, εν πολλοίς, το τραπεζικό σύστημα δεν έχει αναρρώσει πλήρως ακόμη:
- Αρκεί να αναφερθεί ότι το 2014, στην κορύφωση του προβλήματος με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια που άφησε πίσω της η προηγούμενη κρίση, το συνολικό υπόλοιπο των NPL ήταν περίπου 1 τρισ. ευρώ. Δηλαδή, σύμφωνα με το «μαύρο» σενάριο της ΕΚΤ, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια θα μπορούσαν να είναι περίπου 40% υψηλότερα από το αρνητικό ιστορικό ρεκόρ του 2014.
- Για να γίνεται αντιληπτή η δυναμική της αύξησης των προβληματικών δανείων με βάση το δυσμενές σενάριο, πρέπει να τονισθεί ότι στο τέλος του 2019 οι τράπεζες της ευρωζώνης είχαν μειώσει τα NPL στο επίπεδο των 500 δισ. ευρώ (για την ακρίβεια, 507 δισ.). Αν αυτά εκτιναχθούν στα 1,4 τρισ. ευρώ, θα πρόκειται για μια αύξηση κατά 176% μέσα σε μια διετία.
- Προφανώς, το κακό σενάριο της ΕΚΤ ξεφεύγει εντελώς από τα όρια των προβλέψεων που έχουν διατυπωθεί ως τώρα από τους αναλυτές και θα αποτελούσε μια (δυσάρεστη) έκπληξη πρώτου βαθμού ενδεχόμενη επιβεβαίωσή του. Πρόσφατη ανάλυση της Allianz, με βάση στοιχεία της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Αρχής, έδινε ένα εύρος πιθανής αύξησης των «κόκκινων» δανείων μεταξύ 254 και 382 δισ. ευρώ (βλ. πίνακα), καταλήγοντας σε μια εκτίμηση ότι, στη χειρότερη περίπτωση, το απόθεμα προβληματικών δανείων δεν θα αυξηθεί πέραν των 890 δισ. ευρώ στο τέλος του 2021. Ανάμεσα σε αυτή τη «χειρότερη» εκδοχή και στο πολύ κακό σενάριο της ΕΚΤ, η απόσταση είναι χαώδης, ξεπερνώντας τα 500 δισ. ευρώ.
Τι φοβούνται οι εποπτικές αρχές
Αυτό που φοβίζει περισσότερο τις εποπτικές αρχές, σε μια περίοδο όπου οι ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν σχετικά υψηλούς δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας και λαμβάνουν πρωτοφανείς ενέσεις ρευστότητας από την ΕΚΤ, είναι ο συνδυασμός μιας απρόβλεπτα κακής πορείας των οικονομικών, λόγω μιας ενδεχόμενης επιβολής δεύτερου κύκλου περιοριστικών μέτρων από τις κυβερνήσεις, με την ύπαρξη μεγάλου ύψους δανείων, τα οποία έχουν τεθεί εκτάκτως σε αναστολή από το πρώτο εξάμηνο του 2020 (στην Ελλάδα, τα δάνεια αυτής της κατηγορίας φθάνουν τα 20 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 8,3 δισ. είναι στεγαστικά και τα 8,2 δισ. επιχειρηματικά).
Σύμφωνα με το αρχικό σενάριο, από τα τέλη του 2020 τα δάνεια σε αναστολή θα έπρεπε να επανέλθουν σε κανονική εξυπηρέτηση. Όμως, όπως φάνηκε και από τις δηλώσεις του Α. Ενρία, μεγάλο μέρος αυτών των δανείων δεν θα αρχίσουν να εξυπηρετούνται κανονικά και οι τράπεζες θα χρειασθεί να εξετάσουν τη χορήγηση νέας αναστολής. Η εποπτική αρχή δεν είναι αντίθετη σε αυτή την προοπτική, ζητά όμως από τις τράπεζες να κάνουν προσεκτικό «ξεσκαρτάρισμα», ώστε να αποφύγουν κατά το δυνατό να δώσουν αναστολές σε πελάτες που, λόγω της οικονομικής τους κατάστασης, θα είναι απίθανο να επανέλθουν σε κανονική εξυπηρέτηση αργότερα. Να αποφευχθεί, δηλαδή, μια γενική χορήγηση αναστολών, πίσω από την οποία θα κρύβονται μεγάλου ύψους δάνεια που θα είναι, στην πραγματικότητα, προβληματικά, χωρίς να έχει αναγνωρισθεί αυτό από τις τράπεζες με την εγγραφή των προβλέψεων που αναλογούν.
Bad bank στην ευρωζώνη: Η ύστατη λύση
Σε κάθε περίπτωση, όπως και αν χειρισθούν οι τράπεζες τις ρυθμίσεις δανείων σε καιρό πανδημίας, η κρίση θα αφήσει πίσω πολλά νέα NPL, ενώ, αν διαψευσθούν οι προσδοκίες για μια «ζωηρή» οικονομική ανάκαμψη το 2021 το... κοντέρ θα αρχίσει να κινείται προς τις περιοχές του κακού σεναρίου.
Τι θα συμβεί σε αυτή την περίπτωση; Ο Α. Ενρία έχει, σε ανύποπτο χρόνο, αρχίσει να προετοιμάζει τις πολιτικές ηγεσίες της ευρωζώνης και την αγορά για την ανάγκη να ενεργοποιηθεί το σχέδιο για μια bad bank στην ευρωζώνη, η οποία θα απορροφήσει τα προβληματικά δάνεια πιθανόν με την οικονομική υποστήριξη του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, δηλαδή με μια μορφή διακρατικού δανεισμού. Αυτή η ιδέα είναι αδύνατο να «περπατήσει» σήμερα, καθώς είναι πολύ ισχυρές οι ενστάσεις από τις χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά, αλλά οι αναλυτές εκτιμούν ότι, εάν παρ' ελπίδα τα «κόκκινα» δάνεια ξεφύγουν πάνω από το 1 τρισ. ευρώ, απειλώντας την ίδια τη σταθερότητα της ευρωζώνης, οι αντιδράσεις πιθανότατα θα καμφθούν.
Η απαξίωση των τραπεζικών μετοχών
Οι χρηματιστηριακές αγορές στην Ευρώπη, πάντως, φαίνεται ότι ήδη προεξοφλούν πιέσεις στους τραπεζικούς ισολογισμούς χειρότερες και από την κρίση του 2008 - 2009. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο δείκτης που αποτελεί την τραπεζική συνιστώσα του Euro Stoxx και ενσωματώνει τις μετοχές των 40 μεγαλύτερων ευρωπαϊκών τραπεζών βρέθηκε την Παρασκευή χαμηλότερα από το επίπεδο όπου είχε βυθισθεί στις 2 Μαρτίου του 2009, στην κορύφωση της τότε κρίσης (έκλεισε στις 80 μονάδες, έναντι 98 μονάδων στις 2 Μαρτίου 2009).
Ενδοσυνεδριακά, ο δείκτης έπεσε κάτω και από τις 80 μονάδες, υποχωρώντας πολύ κοντά στη χαμηλότερη τιμή της ιστορίας του, η οποία άρχισε τον Ιανουάριο του 1987. Το ιστορικό χαμηλό του δείκτη, στις 80 μονάδες, έχει καταγραφεί στις 30 Νοεμβρίου 1987, στον απόηχο του κραχ του Οκτωβρίου της ίδιας χρονιάς στη Wall Street. Πιθανό είναι η αγορά να έχει οδηγηθεί σε εδάφη υποτιμητικής υπερβολής, που σε κάποιο βαθμό δικαιολογείται από τη σοβαρή έλλειψη ορατότητας για τις προοπτικές του τραπεζικού κλάδου. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η μεγάλη φυγή κεφαλαίων από τις τραπεζικές μετοχές υποδηλώνει ότι και οι επενδυτές θεωρούν πιθανό πλέον να επιβεβαιωθούν δυσμενή σενάρια για τις επιπτώσεις αυτής της κρίσης στις τράπεζες.