Σε μια κρίσιμη στιγμή για την ευρωπαϊκή οικονομία, που επιβραδύνει συνεχώς και βρίσκεται στο χείλος της ύφεσης, η Γερμανία αναλαμβάνει την πρωτοβουλία των κινήσεων για τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας, ανοίγοντας δρόμο και για τη συζήτηση με καλύτερους όρους του ελληνικού αιτήματος για δημοσιονομικές «ανάσες» με χαμηλότερο στόχο πλεονάσματος.
Αναλυτές χαρακτηρίζουν ως ιδιαίτερα σημαντικές, σε αυτό το πλαίσιο, τις σημερινές δηλώσεις του Γερμανού υπουργού Οικονομικών, Όλαφ Σολτς, σε επιτροπή του γερμανικού Κοινοβουλίου, όπου έχουν αρχίσει οι συζητήσεις για τον κρίσιμο προϋπολογισμό του 2020.
Ο Σοσιαλδημοκράτης πολιτικός, παρότι ξεκαθάρισε ότι το «ταμπού» των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών δεν πρόκειται να σπάσει, δήλωσε στους Γερμανούς βουλευτές ότι η κυβέρνηση του Βερολίνου μπορεί να αντιμετωπίσει μια πιθανή ύφεση με μια ένεση δισεκατομμυρίων ευρώ στην οικονομία από τον προϋπολογισμό.
Σε μια εποχή που η γερμανική κυβέρνηση δέχεται ισχυρές πιέσεις από την Ευρώπη, αφού έχει πλεονάσματα και δανείζεται με αρνητικά επιτόκια, να κάνει περισσότερα για να σταματήσει τη δυναμική ύφεσης που δημιουργεί ο διεθνής εμπορικός πόλεμος, οι τοποθετήσεις του κ. Σολτς στο Κοινοβούλιο φέρνουν και πάλι στο προσκήνιο τα σενάρια για τόνωση της γερμανικής οικονομίας με επενδυτικά προγράμματα από το Δημόσιο.
Μάλιστα, σύμφωνα με πληροφορίες που είχε μεταδώσει χθες το πρακτορείο Reuters, προκαλώντας σημαντική άνοδο στις αποδόσεις των γερμανικών ομολόγων, που είναι αρνητικές ακόμη και για τίτλους 30ετίας, υπάρχει σχεδιασμός από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση να δημιουργηθεί ένας «σκιώδης προϋπολογισμός» για επενδυτικά προγράμματα, ο οποίος θα εκτελείται παράλληλα με τον τακτικό προϋπολογισμό, ώστε να ξεπερασθούν οι περιορισμοί που έχει δημιουργήσει η νομοθετική απαγόρευση ελλειμμάτων στον κρατικό προϋπολογισμό.
Αναλυτές τονίζουν ότι οι περιορισμοί που έχει εκ του νόμου η γερμανική δημοσιονομική πολιτική δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για να τονωθεί η οικονομία με κονδύλια που θα έχουν ουσιαστική αν αναπτυξιακή επίδραση. Όμως, όπως επισημαίνουν, αν η γερμανική κυβέρνηση πάρει πραγματικά την απόφαση να υποστηρίξει την οικονομία για να αποτρέψει την ύφεση, έχει τη δύναμη να αλλάξει την πορεία των πραγμάτων.
Άλλωστε, πίσω από την ανάγκη της γερμανικής κυβέρνησης να συμβάλλει με δημοσιονομικά μέτρα στην αποτροπή μιας ύφεσης βρίσκονται και οι σχεδιασμοί του Βερολίνου σχετικά με το ρόλο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Όπως αναφέρουν αναλυτές, η γερμανική κυβέρνηση δεν θέλει να αφήσει και πάλι μόνο στα χέρια της ΕΚΤ την αποστολή της ενίσχυσης της οικονομικής δραστηριότητας και του πληθωρισμού, καθώς τα αντισυμβατικά μέτρα νομισματικής πολιτικής, που βρίσκονται και πάλι στο τραπέζι των συζητήσεων στην Φρανκφούρτη, επικρίνονται στο εσωτερικό της Γερμανίας ως μέτρα που περιορίζουν τα εισοδήματα των Γερμανών αποταμιευτών, δημιουργούν «φούσκες» στις αγορές και διευκολύνουν τη χρηματοδότηση από τις αγορές «σπάταλων» κυβερνήσεων, όπως η ιταλική.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Bundesbank αναμένεται να αντιταχθεί την Πέμπτη στις προτάσεις Ντράγκι για νέα μείωση του ήδη αρνητικού επιτοκίου αποδοχής καταθέσεων, αλλά και στην ενεργοποίηση νέου προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης (αγορά ομολόγων από την ΕΚΤ). Το μήνυμα που θέλει να περάσει η γερμανική πλευρά, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, είναι ότι αυτή την φορά δεν χρειάζεται να δοθεί υπερβολικό βάρος στα μέτρα νομισματικής πολιτικής, αφού η κυβέρνηση του Βερολίνου θα προσφέρει ό,τι χρειάζεται με δημοσιονομικά μέτρα για να αποφευχθεί μια ύφεση.
Η αποφασιστικότητα του Βερολίνου να δοθεί προτεραιότητα στην ανάπτυξη και όχι στη δημοσιονομική προσαρμογή είναι εμφανής, σύμφωνα με πολιτικούς παρατηρητές, και από την επιλογή νέου επιτρόπου Οικονομικών Υποθέσεων από την Γερμανίδα πρόεδρο της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντε Λάινεν.
Το χαρτοφυλάκιο, που κρατούσε ως τώρα ο Γάλλος Πιερ Μοσκοβισί, δόθηκε στον Ιταλό κεντροαριστερό πολιτικό, Πάολο Τζεντιλόνι, προφανώς και με τη συναίνεση της γερμανικής κυβέρνησης. Αυτή η επιλογή σηματοδοτεί την απόφαση του Βερολίνου να περάσουν σε δεύτερη μοίρα οι αντιπαραθέσεις για την εφαρμογή των δημοσιονομικών κανόνων και να δοθεί έμφαση στις πολιτικές που θα ενισχύσουν την ανάπτυξη.
Οι εξελίξεις αυτές δημιουργούν κατάλληλο πολιτικό κλίμα για να προωθήσει και η ελληνική κυβέρνηση το αίτημά της για χαλάρωση των δημοσιονομικών στόχων. Όπως τόνισε και στην Θεσσαλονίκη ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, η Ευρώπη αρχίσει να συζητά πώς θα ενισχυθεί η ανάπτυξη και, σε αυτό το πλαίσιο, θα συζητηθεί με καλύτερους όρους η πρόταση της Ελλάδας για μείωση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα.