Ιδιαίτερα απογοητευτική ήταν η εικόνα της αγοραστικής κίνησης στα εμπορικά καταστήματα κατά τη φετινή εκπτωτική περίοδο, καθιστώντας εμφανή την επίδραση της πανδημίας και των οικονομικών προεκτάσεων της σε κάθε έκφανση του εμπορίου.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Εμπορικού Συλλόγου Αθηνών, περισσότερες από τις μισές επιχειρήσεις που συμμετείχαν στην σχετική έρευνα δήλωσαν ότι είχαν κάμψη τζίρου έως και 50%, την φετινή περίοδο συγκριτικά με πέρσι, με την παραδοσιακή αγορά της Πλάκας και του Μοναστηρακίου να αντιμετωπίζουν πτώση πωλήσεων που άγγιξε ακόμη και το 75%.
Πηγές της αγοράς ωστόσο σημειώνουν ότι η εικόνα είναι δυσμενέστερη καθώς, από την έναρξη του έτους οι απώλειες τζίρου για τις εμπορικές επιχειρήσεις αγγίζουν το 30% κατά μέσο όρο, συγκριτικά με το αντίστοιχο περσινό διάστημα, ενώ ειδικά στην διάρκεια του Αυγούστου οι επιδόσεις των εμπορικών καταστημάτων ήταν κάκιστες. Εκτιμάται ότι στην διαμόρφωση αυτής της δυσμενούς εικόνας συνέβαλαν μία σειρά από παράγοντες, η επιρροή των οποίων αναμένεται να εξακολουθήσει και κατά τους φθινοπωρινούς μήνες.
Κατ’ αρχήν, αρκετοί καταναλωτές ανέβαλαν αγορές που μπορούσαν να αποφευχθούν, όπως τα είδη ένδυσης και υπόδησης, λόγω του φόβου του κορονοϊού, ενώ αρκετοί ήταν εκείνοι που έφυγαν για διακοπές μέσα στον Αύγουστο, συνεισφέροντας σε μία πιο ερημική εικόνα για τα εμπορικά κέντρα των πόλεων. Οι παραπάνω παράγοντες σε συνδυασμό με την κακή ψυχολογία, την αβεβαιότητα που επικρατεί για το τι μέλλει γενέσθαι, την έλλειψη ρευστού και φυσικά την απουσία σημαντικού τουριστικού ρεύματος συνέβαλαν στην κακή εικόνα ειδικά του Αυγούστου για το λιανεμπόριο.
Πλέον, ο εμπορικός κόσμος προσβλέπει στην αναθέρμανση του αγοραστικού ενδιαφέροντος μέσα στον Σεπτέμβριο, περίοδος που παραδοσιακά κινούνται συγκεκριμένες κατηγορίες ειδών, όπως τα παιδικά, τα αθλητικά και τα είδη σπιτιού. Ωστόσο, μετά την προβληματική θερινή περίοδο που προηγήθηκε αλλά και το ενδεχόμενο ενός θερμού επεισοδίου στην Ανατολική Μεσόγειο που θα επιδεινώσει το κλίμα, οι προσδοκίες είναι αρκετά μετριασμένες. Εκτιμάται ότι όσοι έχουν επενδύσει σε πιο λειτουργικά ηλεκτρονικά καταστήματα θα αποκομίσουν αυξημένα οφέλη και σε αυτή την φάση, δεδομένου ότι το ηλεκτρονικό εμπόριο ήρθε -στην περίοδο του lockdown- για να μείνει. Για τους υπόλοιπους λιανεμπόρους ωστόσο, η επισκεψιμότητα στα καταστήματα παραμένει άρρηκτα συνδεδεμένη με την εξέλιξη της πανδημίας, στοιχείο που αυξάνει την οικονομική πίεση για τους επιχειρηματίες και καθιστά μονόδρομο την αναζήτηση λύσης πρωτίστως στο θέμα των μισθωμάτων και δευτερευόντως στην χρηματοδότηση τους.
Όπως δείχνει και η διεθνής εμπειρία, για τις επιχειρήσεις που ελέγχουν εκτενή δίκτυα καταστημάτων, οι συρρικνούμενες καταναλωτικές δαπάνες καθιστούν αναπόφευκτο τον επαναπροσδιορισμό της αναγκαιότητας συγκεκριμένων σημείων πώλησης. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της αμερικανικής αλυσίδας Gap, η οποία προχωρά στο άμεσο κλείσιμο επιπλέον 225 καταστημάτων της, συμπεριλαμβανομένου του ιστορικού flagship σημείου της στο Σαν Φρανσίσκο, καθώς τα μεγέθη της βρίσκονται σε ελεύθερη πτώση.
Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, τα βρετανικά πολυκαταστήματα Harvey Nichols ζήτησαν την συνδρομή της συμβουλευτικής εταιρείας PriceWaterhouseCooper καθώς βρίσκονται σε αναζήτηση χρηματοδοτικής λύσης κι επαναξιολόγησης της αποδοτικότητας των σημείων τους στην βρετανική αγορά, ενώ και τα ιστορικά πολυκαταστήματα Harrods ανακοίνωσαν την περικοπή του 15% του προσωπικού τους (περί τα 750 άτομα) προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις απώλειες εσόδων. Η έλλειψη τουριστικού ρεύματος στην Βρετανία ευθύνεται ευθέως και για τις δύο περιπτώσεις, οι οποίες προστίθενται στην λίστα των προβληματικών βρετανικών εμπορικών επιχειρήσεων, μαζί με τις Marks & Spencer, Burberry και Ted Baker μεταξύ άλλων.