Το σχέδιο «Ηρακλής» θα βοηθήσει τις τράπεζες στη «μάχη» με τα «κόκκινα» δάνεια, αλλά δεν είναι αρκετό για να λυθεί το πρόβλημα και θα πρέπει να ενεργοποιηθεί επίσης το σχέδιο της Τράπεζας της Ελλάδος, ώστε να αντιμετωπιστεί και το ζήτημα του αναβαλλόμενου φόρου, όπως τόνισε σήμερα ο διοικητής της ΤτΕ, Γιάννης Στουρνάρας, μιλώντας στη Ναυτιλιακή Λέσχη του Πειραιά.
Με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια να ανέρχονται σε 75 δισ. ευρώ στα μέσα του 2019, και να αντιστοιχούν στο 43,6% των δανείων, είναι απαραίτητο, σύμφωνα με το διοικητή της ΤτΕ «να υπάρξει απαλλαγή των ισολογισμών των τραπεζών από τα επισφαλή δάνεια σε συνδυασμό με αναδιάρθρωση του ιδιωτικού χρέους».
Όπως ανέφερε ο κ. Στουρνάρας, «υπό το πρίσμα αυτό είναι σημαντικό να εφαρμοστούν συστημικές λύσεις, που θα λειτουργούν συμπληρωματικά προς τις προσπάθειες που καταβάλλουν οι ίδιες οι τράπεζες για την ταχεία βελτίωση της ποιότητας του ενεργητικού τους. Οι ελληνικές τράπεζες διαχειρίζονται προβλήματα ποιότητας του ενεργητικού εδώ και πολλά χρόνια και πρέπει τώρα να επιταχύνουν τις προσπάθειες για να προσεγγίσουν τους μέσους όρους της ΕΕ εντός εύλογου χρόνου. Υπενθυμίζεται ότι όλα τα κράτη-μέλη που αντιμετώπισαν πιέσεις στο χρηματοπιστωτικό τους σύστημα εφάρμοσαν παρόμοιες συστημικές λύσεις».
Αναφερόμενος στο σχέδιο «Ηρακλής», κ. Στουρνάρας σημείωσε ότι εγκρίθηκε σήμερα από τη Διεύθυνση Ανταγωνισμού (DGComp) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Το σχέδιο στηρίζεται στο Σχήμα Προστασίας Ενεργητικού (APS) μέσω παροχής κρατικής εγγύησης ύψους 9 δισεκ. ευρώ, στο ασφαλέστερο (senior) μερίδιο της τιτλοποίησης που θα πραγματοποιηθεί. Το σχήμα αυτό, που πρέπει να εξειδικευθεί μέσω του εφαρμοστικού νόμου, είναι ένα σημαντικό βήμα προς την ορθή κατεύθυνση αντιμετώπισης του προβλήματος.
Ταυτόχρονα, όμως, ο κ. Στουρνάρας επισήμανε όμως πως το «σχέδιο Ηρακλής» από μόνο του δεν είναι αρκετό. «Δεδομένου του μεγέθους αυτού του προβλήματος, το βήμα αυτό δεν είναι αρκετό και πρέπει σε αμέσως επόμενο στάδιο να συμπληρωθεί και από άλλα, περισσότερο ολιστικά και συστημικά σχήματα, όπως αυτό που έχουν επεξεργαστεί οι υπηρεσίες της Τράπεζας της Ελλάδος. Ειδικότερα, και παράλληλα με την αντιμετώπιση του προβλήματος των ΜΕΔ, θα πρέπει να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά και το ζήτημα της αναβαλλόμενης φορολογίας (DTC) με τρόπους συμβατούς με τους κανόνες περί κρατικής βοήθειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
Για την ανάγκη να μειωθεί άμεσα το ύψος των «κόκκινων δανείων» ώστε να υπάρξει χρηματοδότηση της αγοράς, ο κ. Στουρνάρας υπογράμμισε ότι, «εάν δεν εξαλειφθούν γρήγορα τα ΜΕΔ από τους ισολογισμούς των τραπεζών, οι ελληνικές τράπεζες δεν θα είναι σε θέση να δημιουργήσουν επαρκή εσωτερικά κεφάλαια. Επιπλέον, αυτό το υψηλό επίπεδο των ΜΕΔ εμποδίζει τις ελληνικές τράπεζες να χορηγήσουν τις πιστώσεις που τόσο χρειάζεται η πραγματική οικονομία. Όπως προανέφερα, είναι αδύνατη η επίτευξη ταχύρρυθμης ανάπτυξης χωρίς επαρκή και με εύλογο κόστος τραπεζική χρηματοδότηση των επενδύσεων. Η σημαντική μείωση των ΜΕΔ θα οδηγήσει σε βελτίωση της πιστοληπτικής αξιολόγησης των τραπεζών, καθιστώντας δυνατή την πρόσβασή τους σε φθηνότερη χρηματοδότηση από τον ιδιωτικό τομέα, η οποία θα μεταφραστεί σε χαμηλότερα επιτόκια δανεισμού για τις επιχειρήσεις».
Το αναπτυξιακό πολυνομοσχέδιο
Σχολιάζοντας το αναπτυξιακό πολυνομοσχέδιο, που κατατέθηκε στη Βουλή, ο διοικητής της ΤτΕ εκτίμησε ότι θα έχει θετικά αποτελέσματα. «Η πρώτη επεξεργασία του νομοσχεδίου της κυβέρνησης με τα αναπτυξιακά μέτρα από τη Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης και Μελετών της Τράπεζας της Ελλάδος με τη χρήση σχετικού οικονομετρικού δυναμικού στοχαστικού υποδείγματος γενικής ισορροπίας, δίνει ενθαρρυντικά αποτελέσματα, τα οποία αναφέρονται στην έκθεση που συνοδεύει την κατάθεση του νομοσχεδίου στη Βουλή.
Σύμφωνα με τις προσομοιώσεις του υποδείγματος, η πλήρης και αποτελεσματική εφαρμογή των μέτρων εκτιμάται ότι θα οδηγήσει σε αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ και της απασχόλησης κατά 5% και σε αύξηση των επενδύσεων κατά 10% την επόμενη δεκαετία. Επιπλέον, μέτρα για την καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας έχουν ευεργετικές επιδράσεις στην οικονομική δραστηριότητα και τα δημόσια οικονομικά. Μια μείωση της αδήλωτης απασχόλησης κατά 1% εκτιμάται ότι αυξάνει το ΑΕΠ κατά 0,3% και την επίσημη απασχόληση κατά 0,5% και βελτιώνει το δημοσιονομικό αποτέλεσμα περίπου 0,2% του ΑΕΠ».