Την πορεία ανάκαμψης της κερδοφορίας των τραπεζών ανέκοψε η πανδημία καθώς σύμφωνα με την Νομισματική Έκθεση του Διοικητή της ΤτΕ στο πρώτο τρίμηνο τα κέρδη προ φόρων των τραπεζών περιορίστηκαν στα 18 εκατ. ευρώ μειωμένα κατά 87% σε σύγκριση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2019.
Έτσι η πανδημία ανέτρεψε την ιδιαίτερα θετική πορεία του κλάδου το 2019 που χαρακτηρίστηκε από την βελτίωση της λειτουργικές κερδοφορλιας (αν και στηριζόμενη σε σημαντικό βαθμό σε μη επαναλαμβανόμενα κέρδη), την διατήρηση της κεφαλαιακής επάρκειας σε ικανοποιητικά επίπεδα, την βελτίωση της ρευστότητάς τους και την περαιτέρω αποκλιμάκωση του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ).
Κατά τη διάρκεια του 2020 οι τράπεζες αναμένεται να δεχθούν πιέσεις σε όλα τα ανωτέρω μεγέθη, τονίζει η ΤτΕ. «Το μέγεθος της επίπτωσης δεν μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια ακόμη, ωστόσο για να αμβλυνθούν οι πιέσεις οι εποπτικές αρχές έλαβαν έκτακτα μέτρα προσωρινού χαρακτήρα, τα οποία παρέχουν ευελιξία στις τράπεζες σε ζητήματα κεφαλαιακής επάρκειας, καταγραφής του πιστωτικού κινδύνου και ενίσχυσης της επιχειρησιακής τους συνέχειας. Επίσης, η αυξημένη συμμετοχή των ελληνικών τραπεζών στις πράξεις αναχρηματοδότησης του Ευρωσυστήματος το 2020 —κυρίως λόγω της παρέκκλισης (waiver) για τους τίτλους του Ελληνικού Δημοσίου— με πολύ χαμηλά (αρνητικά) επιτόκια αναμένεται να ασκήσει θετική επίδραση στην κερδοφορία των τραπεζών».
Κεφαλαιακή επάρκεια
Σε ότι αφορά την κεφαλαιακή επάρκεια, με στοιχεία Μαρτίου 2020, τόσο ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών (Common Equity Tier 1 – CET1) όσο και ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας σε ενοποιημένη βάση παρέμειναν σε επίπεδα (14,5% και 16,1% αντίστοιχα) υψηλότερα των εποπτικών απαιτήσεων. Ενσωματώνοντας την πλήρη επίδραση του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 9 (ΔΠΧΑ 9), ο δείκτης CET1 διαμορφώνεται σε 12,1% και ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας σε 13,8%.
Ωστόσο, τονίζει η ΤτΕ, πάνω από το ήμισυ των κεφαλαίων των τραπεζών αντιστοιχεί σε αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση. Το ποσοστό της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης στα συνολικά κεφάλαια των τραπεζών εκτιμάται ότι θα αυξηθεί στο πλαίσιο της υφιστάμενης στρατηγικής για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Μη εξυπηρετούμενα δάνεια
Σύμφωνα με τα προσωρινά εποπτικά στοιχεία Μαρτίου 2020, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (ΜΕΔ) διαμορφώθηκαν σε 60,9 δισεκ. ευρώ, μειωμένα κατά 7,6 δισεκ. ευρώ (ή 11,1%) συγκριτικά με το τέλος Δεκεμβρίου του 2019 και κατά 46,3 δισεκ. ευρώ έναντι του Μαρτίου του 2016, οπότε είχε καταγραφεί και το υψηλότερο επίπεδο ΜΕΔ.
Ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων παρέμεινε το Μάρτιο του 2020 σε υψηλό επίπεδο (37,4%), εντούτοις μειώθηκε για πρώτη φορά μετά από αρκετά έτη σε επίπεδα κάτω του 40% σε ατομική βάση. Το ποσοστό κάλυψης ΜΕΔ από προβλέψεις παρέμεινε σχεδόν σταθερό στο 43,6%. Εκτιμάται ότι ο εν λόγω δείκτης είναι χαμηλότερος από ό,τι θα αναμενόταν για ένα τραπεζικό κλάδο με σημαντικά προβλήματα ποιότητας ενεργητικού.
Οι εξελίξεις στο μέτωπο της πανδημίας άλλαξαν τις συνθήκες, με αποτέλεσμα οι τράπεζες να έχουν αναθεωρήσει τα σχέδια υλοποίησης τιτλοποιήσεων σε σχέση με το χρονικό ορίζοντα και την περίμετρο δανείων, γεγονός που θα καθυστερήσει την περαιτέρω αποκλιμάκωση του υψηλού αποθέματος των ΜΕΔ. Ταυτόχρονα, παρά τα θετικά μέτρα που έχουν ληφθεί από την πολιτεία και τις τράπεζες, αναμένεται εισροή νέων ΜΕΔ, ιδίως από τις αρχές του επόμενου έτους. Το ύψος της νέας γενιάς ΜΕΔ θα εξαρτηθεί από το μέγεθος της ύφεσης και την αύξηση της ανεργίας το τρέχον έτος, καθώς και την επακόλουθη ανάκαμψη.
Απαραίτητες νέες πρωτοβουλίες για τα «κόκκινα» δάνεια
Δεδομένης της επίδρασης της πανδημίας, εκτιμάται ότι μέρος των μέχρι στιγμής εξυπηρετούμενων δανείων θα καταγραφεί ως μη εξυπηρετούμενο στα τέλη του 2020 ή κατά τη διάρκεια του 2021, ιδίως δε στις περιπτώσεις δανείων που καταγράφονται ως εξυπηρετούμενα είτε λόγω του ότι έχουν τεθεί σε καθεστώς ρύθμισης είτε επειδή, λόγω της πανδημίας, τελούν σε καθεστώς προσωρινής αναστολής καταβολής δόσεων κατ' εφαρμογή σχετικών διατάξεων.
Ενδεικτικά για τα δάνεια σε αναστολή, σύμφωνα με στοιχεία που ανακοίνωσαν οι συστημικές τράπεζες, έως τα τέλη Μαΐου 2020 τα δάνεια για τα οποία έχουν υποβληθεί αιτήσεις από επιχειρήσεις και νοικοκυριά για υπαγωγή στα μέτρα αναστολής δόσεων ενήμερων δανείων ανήλθαν σε περίπου 15 δισεκ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας το 19% περίπου των πιστούχων που πληρούσαν τα κριτήρια υπαγωγής. Τα ποσοστό ήταν υψηλότερο στα νοικοκυριά και στις μικρές επιχειρήσεις και επαγγελματίες.
Εν όψει των ανωτέρω και της γενικότερης αβεβαιότητας που δημιουργεί η πανδημία, είναι επιτακτική ανάγκη να υλοποιηθούν σύντομα λύσεις για την αντιμετώπιση όχι μόνο του υψηλού υφιστάμενου υπολοίπου ΜΕΔ, αλλά και της καταγραφής και νέων ΜΕΔ. Δεδομένου ότι η εποπτική ευελιξία που έχει δοθεί από τις εποπτικές αρχές, αλλά και τα μέτρα της Πολιτείας για τη στήριξη των δανειοληπτών είναι προσωρινού χαρακτήρα , επιβάλλεται κατά τη διάρκεια αυτής της μεταβατικής περιόδου και πριν την άρση της ευελιξίας να έχουν υλοποιηθεί συστημικές λύσεις που θα δρουν συμπληρωματικά προς το σχέδιο "Ηρακλής".
Μια τέτοια λύση είναι η δημιουργία εταιρίας διαχείρισης προβληματικών στοιχείων ενεργητικού (Asset Management Company) η οποία θα αναλάμβανε τη διάθεση ενός ικανού ποσοστού ΜΕΔ. Ιδιαίτερα επιθυμητό θα ήταν να συνοδευθεί η δημιουργία ενός τέτοιου σχήματος με την αντιμετώπιση του ζητήματος της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης (DTC).
Η Τράπεζα της Ελλάδος επεξεργάζεται ένα τέτοιο σχήμα. Μία γρήγορη λύση στο πρόβλημα των ΜΕΔ θα απεμπλέξει τις τράπεζες από την κοστοβόρα και χρονοβόρα διαχείρισή τους και θα τους δώσει τη δυνατότητα να αξιοποιήσουν πιο αποτελεσματικά τα μέτρα ρευστότητας της ΕΚΤ και του Δημοσίου στην κατεύθυνση της πιστοδότησης της οικονομίας.