Σε σκληρή δοκιμασία, για άλλη μια φορά, έχουν μπει οι περισσότεροι από 70.000 Έλληνες δανειολήπτες που έχουν δανεισθεί με ρήτρα ελβετικού φράγκου για αγορές κατοικιών, καθώς η κρίση του κορονοϊού δημιουργεί εξαιρετικά ευνοϊκές συνθήκες για το νόμισμα - ασφαλές καταφύγιο, που έχει βρεθεί πλέον «μια ανάσα» από την ισοτιμία με το ευρώ και διατηρεί «φουσκωμένες» τις δόσεις των δανείων.
Όσοι είχαν την ατυχία να δανεισθούν με ρήτρα ελβετικού φράγκου την περίοδο μετά το 2005, όταν οι ελληνικές τράπεζες προωθούσαν αρκετά επιθετικά τα δάνεια με ρήτρα φράγκου, λόγω των χαμηλότερων επιτοκίων που είχαν από τα δάνεια σε ευρώ και της σχετικής σταθερότητας της ισοτιμίας τα προηγούμενα χρόνια έλαβαν τα δάνεια με την ισοτιμία γύρω στο 1,50 φράγκο ανά ευρώ.
Η μεγάλη κρίση του 2008 - 2009 και οι ανησυχίες για τη συνοχή της ευρωζώνης προκάλεσαν στροφή διεθνών και ευρωπαϊκών κεφαλαίων προς την ασφάλεια του φράγκου, με αποτέλεσμα για πολλά χρόνια να κερδίζει συνεχώς έδαφος έναντι του ευρώ, με την ισοτιμία να υποχωρεί ακόμη και στο 1,03 τον Απρίλιο του 2015. Αυτή η κούρσα του ελβετικού εξουθένωσε τους Έλληνες δανειολήπτες, που έβλεπαν ότι ακόμη και αν πλήρωναν με συνέπεια τις δόσεις, το χρέος τους αυξανόταν.
Για αρκετά χρόνια, τράπεζες και δανειολήπτες βρέθηκαν αντιμέτωποι στις δικαστικές αίθουσες, για να επικρατήσει οριστικά η πλευρά των τραπεζών, που δικαιώθηκαν με απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, σε ό,τι αφορά την υποχρέωση των δανειοληπτών να πληρώνουν τις δόσεις με βάση την εκάστοτε ισοτιμία του ευρώ με το φράγκο (εκκρεμεί, πάντως, μία απόφαση της Ολομέλειας επί συλλογικής αγωγής για το ίδιο θέμα).
Οι δανειολήπτες πήραν μια μικρή «ανάσα», ως τις αρχές του 2018, καθώς το ευρώ κέρδισε έδαφος και η ισοτιμία πλησίασε το 1,20, που ήταν και το παλαιό όριο παρέμβασης της Εθνικής Τράπεζας της Ελβετίας (SNB), πριν αποφασίσει να το εγκαταλείψει, καθώς ήταν εξαιρετικά «ακριβή» η παρέμβασή της για την αποδυνάμωση του φράγκου.
Έκτοτε, όμως, το ελβετικό φράγκο επανήλθε σε τροχιά ανόδου και η ισοτιμία με το ευρώ, ιδιαίτερα μετά και την εκδήλωση της κρίσης του κορονοϊού πλησίασε πάλι... απειλητικά στο 1 προς 1 (για την ακρίβεια, 1,05 στις 15 Μαΐου). Νέες παρεμβάσεις της SNB, σε συνδυασμό με την αισιοδοξία που επικράτησε στις αγορές μετά την επανεκκίνηση των οικονομιών, έφεραν την ισοτιμία στο 1,08, αλλά και πάλι έχει υποχωρήσει χαμηλότερα από το 1,07.
Η ισοτιμία ευρώ - ελβετικού φράγκου το τελευταίο 12μηνο
Η αβεβαιότητα που επικρατεί λόγω της κρίσης του κορονοϊού δημιουργεί ευνοϊκό περιβάλλον για το ελβετικό φράγκο, ως νόμισμα - ασφαλές καταφύγιο και εκφράζονται φόβοι ότι το ευρώ θα δυσκολευθεί πολύ να ανακτήσει έστω και ένα μέρος από το χαμένο έδαφος, καθώς η ευρωπαϊκή οικονομία βυθίζεται στη χειρότερη ύφεση μετά τον πόλεμο και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα υποχρεώνεται να προσφέρει τεράστια ρευστότητα για να αποτρέψει τα χειρότερα, αποδυναμώνοντας όμως τη θέση του ευρώ στην αγορά συναλλάγματος.
Στην πραγματικότητα, όπως εκτιμούν οι αναλυτές, το πρόβλημα δεν είναι η ισχύς του ελβετικού φράγκου, όσο η αδυναμία του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος, όπως ακριβώς είχε συμβεί και στην κρίση της προηγούμενης δεκαετίας, όταν είχε αμφισβητηθεί επί σειρά ετών, λόγω της κρίσης χρέους, η συνοχή της ευρωζώνης.
Έτσι, για τους Έλληνες δανειολήπτες το πλέον πιθανό σενάριο στο ορατό μέλλον και μέχρι να επιτευχθεί μια σοβαρή ανάκαμψη της ευρωπαϊκής οικονομίας που θα δώσει δύναμη και στο ευρώ, είναι ότι θα συνεχίσουν να εξυπηρετούν τα δάνειά τους με ισοτιμίες πολύ δυσμενείς, χωρίς να αποκλείεται μια νέα κίνηση του ελβετικού προς το 1 προς 1 με το ευρώ.
Η μόνη ελπίδα των δανειοληπτών είναι να αποδειχθεί αποτελεσματική η παρέμβαση της Εθνικής Τράπεζας της Ελβετίας για την αποδυνάμωση του φράγκου. Η SNB επιχειρεί με ένα συνδυασμό πολύ χαμηλών επιτοκίων και παρεμβάσεων στην αγορά συναλλάγματος να αποτρέψει την υπερτίμηση του φράγκου.
Όπως έγραψε το Business Daily, την Πέμπτη, η SNB αποφάσισε να συνεχίσει την πολύ επεκτατική νομισματική πολιτική της, διατηρώντας τα χαμηλότερα επιτόκια στον κόσμο και δηλώνοντας ότι «παραμένει διατεθειμένη να παρεμβαίνει με μεγαλύτερη ένταση στην αγορά συναλλάγματος» για να περιορίσει την ισχύ του «πολύ υπερτιμημένου» ελβετικού φράγκου.