Σοβαρούς κινδύνους για την ελληνική οικονομία ενέχει το ξέσπασμα της πανδημίας Covid-19, όπως και η αναζωπύρωση της μεταναστευτικής κρίσης, προειδοποιεί ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM) στο κεφάλαιο της ετήσιας έκθεσής του που αναφέρεται στην Ελλάδα. Παράλληλα, ο ESM υιοθέτησε τα συμπεράσματα της έκθεσης Αλμούνια για τα προγράμματα διάσωσης της χώρας, αναγνωρίζοντας ότι αυτά είχαν υψηλό κοινωνικό κόστος, αλλά τονίζοντας ότι ήταν απαραίτητα και, χωρίς αυτά, το αποτέλεσμα για τη χώρα και την ευρωζώνη θα ήταν πολύ χειρότερο.
Η πανδημία αναμένεται να έχει μεγάλη επίπτωση στην ανάπτυξη της οικονομίας φέτος, που εάν παραταθεί ενδέχεται να έχει δευτερογενείς επιδράσεις στο τραπεζικό σύστημα της Ελλάδας, τονίζει ο ESM, ενώ προβλέπει και σοβαρή επίδραση στα δημοσιονομικά μεγέθη.
Παρά τη συντονισμένη απάντηση από τις ελληνικές αρχές και τις κινήσεις που γίνονται διεθνώς για να υποστηριχθούν οι εργαζόμενοι, οι εταιρείες και οι οικογένειες, η αβεβαιότητα για το μέγεθος και τη διάρκεια του σοκ από την πανδημία παραμένει αυξημένη, σημειώνει ο ESM.
O ESM επιφυλάσσει επαίνους για την πρόοδο που σημείωσε η Ελλάδα το 2019, ταυτόχρονα όμως διατυπώνει υποδείξεις για επιτάχυνση των κινήσεων της κυβέρνησης σε αρκετούς τομείς της οικονομικής πολιτικής και υπογραμμίζει ότι είναι αναγκαία η εφαρμογή μέτρων πολιτικής που θα οδηγούν σε βιώσιμη ανάπτυξη.
«Παρά τη γενικά θετική αξιολόγηση», τονίζεται στην έκθεση, «περισσότερη πρόοδος πρέπει να σημειωθεί σε ορισμένους τομείς». Ειδικότερα, αναφέρεται η ανάγκη:
- Ννα προωθήσει το Υπερταμείο τη βελτίωση των εμπορικών επιδόσεων και της ποιότητας υπηρεσιών των ΔΕΚΟ,
- Να συνεχίσει το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας τη στρατηγική του για την πώληση των τραπεζικών μετοχών που κατέχει, αν και δεν είναι πιθανό να προχωρήσουν αυτές οι πωλήσεις πριν βελτιωθεί η ποιότητα ενεργητικού και η κερδοφορία των τραπεζών.
- Να επιταχυνθούν οι μεταρρυθμίσεις στον τραπεζικό τομέα.
- Να βελτιωθούν οι ρυθμοί εκκαθάρισης των πληρωμών καθυστερούμενων οφειλών του Δημοσίου, το ύψους των οποίων έφθασε τα 1,22 δις. ευρώ το 2019, καθώς επιβραδύνθηκε η πορεία εξόφλησης. Ο ESM υπενθυμίζει ότι οι ελληνικές αρχές έχουν αναλάβει τη δέσμευση να πληρώσουν όλες τις καθυστερούμενες οφειλές του Δημοσίου ως το τέλος του 2020 και να καλύψουν τις οφειλές από συνταξιοδοτικές υποχρεώσεις ως τον Ιούνιο του 2021. Για να δημιουργούνται νέες οφειλές, οι αρχές θα πρέπει να βελτιώσουν τη διαχείριση των υποχρεώσεων του Δημοσίου.
Για το μέλλον, η Ελλάδα χρειάζεται, σύμφωνα με τον ESM, μεταρρυθμίσεις που θα ενισχύουν την ανάπτυξη, μέσω και των δημόσιων επενδύσεων, ενώ θα ενδυναμώνουν την κοινωνική προστασία και θα ευθυγραμμίζονται με τους στόχους της περιόδου μετά τη λήξη του προγράμματος προσαρμογής. Η δυναμική μεταρρυθμίσεων θα πρέπει να μετουσιωθεί σε τολμηρές και στιβαρές δράσεις για την προστασία της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, την ενίσχυση της παραγωγικότητας με μεταρρυθμίσεις στις αγορές εργασίας και προϊόντων, την επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων και τον εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης.
Η «αυτοκριτική» για τα προγράμματα διάσωσης
Υψηλό κοινωνικό κόστος αλλά και σημαντικά οικονομικά οφέλη είχαν τα προγράμματα στήριξης που εφαρμόστηκαν στην Ελλάδα την προηγούμενη 10ετία, σύμφωνα με ανεξάρτητη έκθεση αξιολόγησης του ESM, την οποία συνέταξε ο Χοακίν Αλμούνια.
Το βασικό όφελος για την Ελλάδα ήταν ότι παρέμεινε στην ευρωζώνη και δεν εισήλθε σε πολύ χειρότερες περιπέτειες, όντας μία χώρα με τεράστια δημοσιονομικά και δομικά προβλήματα. Σε αντίθετη περίπτωση η κατάσταση στην ελληνική οικονομία και κοινωνία θα ήταν πολύ πιο άσχημη, όπως τουλάχιστον υποστηρίζεται στην έκθεση αξιολόγησης.
«Η απουσία της χρηματοδοτικής συνδρομής θα είχε σημαντικά χειρότερο αποτέλεσμα τόσο για την Ελλάδα όσο και για τη ζώνη του ευρώ, με απρόβλεπτες αρνητικές συνέπειες», αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Τα οφέλη αλλά και οι επιπτώσεις
Στην έκθεση υπογραμμίζεται ότι μέσω των προγραμμάτων στήριξης προς την Ελλάδα διασφαλίστηκε και η ακεραιότητα της ευρωζώνης, ενώ κατέστη δυνατή η σταθεροποίηση των ελληνικών δημόσιων μεγεθών και η ενίσχυση του θεσμικού πλαισίου στη χώρα.
Απόδειξη των θετικών συνεπειών από την εφαρμογή των μνημονίων είναι το γεγονός «η Ελλάδα εξήλθε των προγραμμάτων στήριξης με μια ισχυρότερη οικονομία που στηρίζεται στις φορολογικές και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που εφαρμόστηκαν, μεταρρυθμιστική πορεία η οποία θα πρέπει να συνεχιστεί, ώστε να αποτελέσει τη βάση για μια βιώσιμη ανάπτυξη με υψηλότερη απασχόληση και δημιουργία θέσεων εργασίας».
Ως προς τις τράπεζες, τα προγράμματα και του EFSF και του ESM αύξησαν την ανθεκτικότητα του κλάδου, όμως η δυνατότητά του να απορροφά τα σοκ παραμένει αδύναμη και αρκετά περιορισμένη.
Αναφορικά με τη στρατηγική που ακολουθήθηκε για την έξοδο από το πρόγραμμα τονίζεται ότι περιελάμβανε ορισμένα σημαντικά ανταλλάγματα και είχε σημαντικές επιπτώσεις στην παρακολούθηση μετά τη λήξη του προγράμματος, αφού αποφασίστηκε η εκταμίευση ενός μεγάλου «μαξιλαριού» ρευστότητας για να στηριχθεί η εμπιστοσύνη των επενδυτών και να ομαλοποιηθεί η πρόσβαση στις αγορές, κάτι που περιόρισε ταυτόχρονα το πλεονέκτημα των θεσμών ως προς την μεταμνημονιακή υλοποίηση δεσμεύσεων και την δυνατότητα αποτροπής αντιστροφής των μεταρρυθμίσεων σε ορισμένους τομείς.
Επίσης γίνεται λόγος για τις συνεχιζόμενες καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση των αξιολογήσεων και τονίζεται πως «δεν ήταν ρεαλιστικό να επιλυθούν όλες οι προκλήσεις που αντιμετώπιζε η Ελλάδα σε διάστημα τριών - τεσσάρων ετών. Ορισμένα κράτη το αντιλήφθηκαν αυτό από νωρίς, όμως ένα πιο μακροχρόνιο πρόγραμμα δεν θεωρήθηκε πολιτικά εφικτό την περίοδο εκείνη, κάτι που συνέβαλλε στην επανάληψη της αστάθειας στο ελληνικό πολιτικό σύστημα και στο αυξημένο κοινωνικό κόστος».